Δεν έχω γράψει λέξη για τον Στόουνερ. Κι ας με έχει συγκλονίσει βαθιά. Διάβασα το μυθιστόρημα του Τζον Γουίλιαμς (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg) σε μια στιγμή που ζούσα πολύ κοντά τη σιωπηλή πορεία προς το θάνατο ενός δικού μου ανθρώπου. Ο Στόουνερ είναι ένας ύμνος στις αθόρυβες ζωές που μέσα τους βράζουν και διαλύονται σε χίλια κομμάτια κι όμως υπομένουν στωικά.
O ήρωας του Γουίλιμς μεγαλώνει σε μια λασπωμένη φτωχική αγροικία στο Μιζούρι. Οι γονείς του είναι αγράμματοι άνθρωποι του μόχθου. Ζουν με λίγα και ονειρεύονται ακόμα λιγότερα. Ο γιος τους καταφέρνει να ξεφύγει από το μέλλον του φτωχού αγρότη στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα και πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει στη Γεωπονική Σχολή. Σύντομα ανακαλύπτει την κλίση του στη Λογοτεχνία. Αλλάζει κρυφά από τους γονείς του σχολή και αφού τελειώνει εργάζεται ως καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο. Παντρεύεται μια γυναίκα που από τον πρώτο κιόλας χρόνο τον απεχθάνεται και αποκτά μία κόρη που όσο μεγαλώνει οι σχέσεις τους γίνονται συμβατικές. Στα επαγγελματικά μένει επίκουρος καθηγητής, αν και αξίζει την προαγωγή, δεν καταφέρνει να την πάρει ποτέ. Τα χρόνια περνούν κι ο Στόουνερ είναι καταδικασμένος σε μια εσωτερική εξορία, την οποία παραβιάζει για λίγο, όσο κρατάει ένας έρωτας που δεν ευδοκιμεί με μία νεαρή καθηγήτρια την οποία γνωρίζει στο πανεπιστήμιο. Το σκάνδαλο που ξεσπά τους χωρίζει κι εκείνος βυθίζεται σε μια σιωπηλή πορεία που το 1956 θα τον οδηγήσει στο θάνατο. Από ένα παράθυρο πλάι στο κρεβάτι του, άρρωστος πια, βλέπει το φως που τρυπώνει μέσα από τα φύλλα των δέντρων και σκέφτεται ολόκληρη την πορεία του.
Οδηγώντας καμιά φορά στις πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αθήνας κοιτάζω τα μισάνοιχτα παράθυρα στις απρόσωπες καταθλιπτικές πολυκατοικίες και σκέφτομαι πόσες πράξεις δράματος έχουν παιχτεί σε εκείνα τα μισοφωτισμένα χαμηλοτάβανα δωμάτια, πόσες ζωές έχουν φτάσει φαινομενικά άδοξα στη δύση τους. Φαινομενικά. Ο Στόουνερ αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ένδοξο από την ίδια την ύπαρξη. Δεν υπάρχει άδοξος θάνατος, γιατί ακόμα κι ένας άνθρωπος -έστω και ξένος- να συμπάσχει μαζί σου την ώρα που η ζωή σου ολόκληρη νοσεί, φεύγεις σαν ήρωας. Δεν είναι ο θάνατος ηρωικός, είναι η ίδια η ζωή. Η εκ πρώτης όψεως σιωπηλή.