
Ένα σπίτι πάνω από τα κύματα, με λευκούς τοίχους και μπλε παράθυρα. Με μια νησιώτικη αυλή που τη νοτίζει το Αιγαίο. Με τις αχνές κορυφογραμμές της Ικαρίας να φαίνονται στα ανοιχτά και με τα πλοία της γραμμής να περνούν φωτισμένα μέσα στη σιωπή της νύχτας. Αυτό τον Αύγουστο βρεθήκαμε σε έναν μικρό παράδεισο: Ένα τόσο δα ψαροχώρι, στο πιο βόρειο σημείο της Νάξου, που χρειάζεται να κάνεις μια διαδρομή της μιας ώρας ανάμεσα στα γυμνά, άγονα βουνά, σε φιδογυριστούς δρόμους πάνω από γκρεμούς άγριας ομορφιάς, για να το προσεγγίσεις.

Αν με ρωτήσεις, από όλα τα ωραία, ηδονικά που πέρασα στον Απόλλωνα τις εβδομάδες της αυγουστιάτικης ραστώνης, τι θα κρατήσω από αυτό το μέρος, με κλειστά μάτια θα σου πω: το πρώτο κολύμπι στην παγωμένη θάλασσα που έκανα κάτω ακριβώς από το σπίτι. Κουρασμένος από το νυχτερινό ταξίδι, κάθισα στη σεζλόνγκ της αυλής και περίμενα την ανατολή του ηλίου. Μόλις χάραξε κατέβηκα στην παραλία με τα χοντρά βότσαλα και μπήκα στο κρυστάλλινο παγωμένο νερό. Αληθινός εξαγνισμός.

Τις πρώτες ημέρες δεν θέλαμε καθόλου να μετακινηθούμε από το χωριό. Κολύμπι όλη μέρα και διάβασμα στα βότσαλα και τη δροσιά της αυλής. Χόρτασα κύματα, μελτέμια, βιβλία. Είναι αυτή η μαγεία ενός σπιτιού πάνω στο Αιγαίο, με τη θάλασσα να απέχει ούτε τριάντα βήματα από το κρεβάτι σου. Η μαγεία να είσαι ξυπόλυτος διαρκώς, με το μαγιό, και τα μόνα που να χρειάζεσαι είναι παγωμένα φρούτα στο ψυγείο, ένα καλάθι με φρέσκα λαχανικά στον πάγκο της κουζίνας για το μπριάμ του καλοκαιριού, μια κανάτα με βουνίσιο νερό από την πηγή στο ξύλινο τραπέζι και μια στοίβα με βιβλία.

Στη χώρα του νησιού ή στο πιο κοντινό ορεινό κεφαλοχώρι πηγαίνεις όταν σου τελειώσουν οι προμήθειες. Το ψωμί, εδώ, το φέρνει κάθε μεσημέρι γύρω στις έντεκα ένα φορτηγάκι που σεργιανίζει από χωριό σε χωριό, με τις γιαγιάδες να στήνουν λόντζες σε κάθε γωνιά του κεντρικού δρόμου, συζητώντας όσο περιμένουν στη σειρά για το δικό τους καρβέλι. Κατά τα λοιπά, τυριά ντόπια -αρσενικό, ξινομυζηθρα, γραβιέρα και ξινοτύρι- θα σου εξασφαλίσουν από τα τυροκομεία οι φιλόξενες γυναίκες του χωριού κι αν είσαι τυχερός θα σου φέρουν αυγά από αλανιάρες κότες, βύσσινα ή δική τους βυσσινάδα, σταφύλια και θεϊκές πατάτες Νάξου, που τις κόβεις χοντρές-χοντρές, τις αλατίζεις και τις ρίχνεις στο καυτό λάδι μέχρι να γίνουν χρυσαφένιες.

Τις πρώτες αυτές μέρες στον Απόλλωνα, διάβασα ένα μικρό διαμαντάκι που έχει μέσα του μια τέτοια λαχτάρα για τα κύματα της Μεσογείου. Βιβλίο ταιριαστό άλλωστε με το τοπίο που απλώνεται γύρω από το σπίτι στο οποίο μένουμε.

Βιβλίο γεμάτο με βουνά και άγριους βράχους, με ασβεστωμένες σκάλες που καταλήγουν στη θάλασσα, με σπίτια σαν φωλιές χτισμένα στο φρύδι του γκρεμού ή πάνω στα βότσαλα και την άμμο, με γαλάζιες βεράντες που μετρούν τα πανιά των ιστιοφόρων πλοίων που παλεύουν στα ανοιχτά με τις φουρτούνες. Στο «Ραντεβού στο Ποζιτάνο» της Γκολιάρντα Σαπιέντσα (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη), ο αληθινός ήρωας είναι το καλοκαίρι στη Μεσόγειο. Πρόκειται για ένα απολαυστικό, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα-ωδή στο Ποζιτάνο του ’50, το ιταλικό ψαροχώρι στη μαγευτική ακτή του Αμάλφι, πριν το αλλοιώσει ο υπερτουρισμός. Η συγγραφέας και ηθοποιός που έγινε γνωστή παίζοντας στο θέατρο ηρωίδες του Πιραντέλο, μυήθηκε στον κινηματογράφο από τον σύντροφό της Francesco Maselli και συμμετείχε σε ταινίες του ιταλικού Νεορεαλισμού. Μαζί με τον Μασέλι κινήθηκε σε κύκλους διανοουμένων κάνοντας στενή παρέα μεταξύ άλλων με θρύλους όπως ο Bernardo Bertolucci, ο Pier Paolo Pasolini, ο Alberto Moravia και η Elsa Morante, ενώ υπήρξε καρδιακή φίλη του Luchino Visconti.














Η Σαπιέντσα σε νεαρή ηλικία, κάνοντας τα πρώτα της βήματα στον κινηματογράφο, τόσο ως ηθοποιός όσο και ως βοηθός σκηνοθέτη, περνά τις μέρες της στο Ποζιτάνο, αναζητώντας με ένα μικρό βαρκάκι την τέλεια απάτητη παραλία στη Μεσόγειο ή έναν ήσυχο κολπίσκο με δαντελένιες βραχώδεις ακτές που κρύβει παρθένες αμμουδιές. Συχνά την παίρνει ο ύπνος κάτω από τον ήλιο, με το γαλάζιο νερό να κουνά τη βάρκα και να τη νανουρίζει. Σε μια τέτοια στιγμή, σε ένα ήσυχο λιμανάκι λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, την ξεχωρίζει για την σχεδόν παιδική της αθωότητα η Έρικα, μια πλούσια συλλέκτρια έργων τέχνης, που έχει μείνει χήρα σε νεαρή ηλικία και ζει τους περισσότερους μήνες του χρόνου σε μια μυθική βίλα σκαρφαλωμένη στις πλαγιές του Ποζιτάνο. Η Γκολιάρντα και η Έρικα γίνονται φίλες με την πρώτη ματιά. Η αριστοκράτισσα του Αμάλφι, η «πριγκίπισσα του Ποζιτάνο» όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι την προσκαλεί για γεύμα στο σπίτι της και έκτοτε γίνονται αδερφικές φίλες.




Στο μυθιστόρημά της η Γκολιάρντα Σαπιέτντσα αφηγείται την πολυτάραχη ζωή της Έρικας, όπως εκείνη της τη διηγήθηκε, με τις εξομολογήσεις και τα μυστικά που αποκαλύπτονται να δημιουργούν μια κινηματογραφική ιστορία από αυτές του παλιού, καλού σινεμά.




Το μικρό αυτό απολαυστικό βιβλίο που στην ατμόσφαιρα άλλοτε θυμίζει τo υπέροχο «Καλημέρα Θλίψη» της Φρανσουά Σαγκάν και άλλοτε το «Call Me By Your Name» στην ατμόσφαιρα της ιταλικής εξοχής, με μάγεψε. Μια καλοκαιρινή ιστορία με έρωτα, προδοσία, οικογενειακές τραγωδίες, μοναδικές συζητήσεις με φόντο τη Μεσόγειο, που ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να διαβάσω περνώντας και το δικό μου Αύγουστο σε ένα πανέμορφο ψαροχώρι στην καρδιά του Αιγαίου.




ΥΓ. Ονειρεύομαι μια μέρα του χειμώνα εδώ, με τα θεόρατα κύματα να σκάνε από την Ικαρία κατευθείαν μέσα στην καρδιά της αυλής όπου τώρα εγώ ανεβάζω αυτό το ποστ, βλέποντας το φως του (μισού) φεγγαριού στη θάλασσα μπροστά μου και ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων.

