Όσα ερωτεύθηκα την εβδομάδα που μας πέρασε. Αυτά που μου έφτιαξαν τη μέρα. Οι γεύσεις. Τα αρώματα. Οι σπασμένες εικόνες της καθημερινότητας. Οι φράσεις. Οι διαδρομές μέσα στην πόλη. Οι ανάσες. Οι μικρές μαγείες μιας απομαγεμένης πραγματικότητας. Οι στιγμές που μετράνε…

Το βιβλίο: Το μυθιστόρημα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη «Ο πεθαμένος και η ανάσταση» που διάβασα αυτή την εβδομάδα και δεν μπορώ να συνέλθω. Αν με ρωτήσεις τι σημαίνει ένα πραγματικό αριστούργημα θα σου πω: αυτό που σπάει μέσα σου τον κόσμο ολόκληρο, για να σου δώσει τη δυνατότητα να τον χτίσεις ξανά λέξη λέξη — για να στερεώσεις τον καινούργιο ουρανό.

«Ο πατέρας αρματώνει το χέρι μου με σφυρί, τον καινούργιο ουρανό να στερεώσω. Λιμάνι των ψυχών. Αχώριστη χώρα. Πλατύτερο σύννεφο. Καλοκαιριάτικος ουρανός. Στέγη γαλήνης πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Καρφώνω τ’ άσπρα πανιά, τις γαλάζιες κουβέρτες, τα σεντόνια, τις μπλάνες, τις μπαμπακούρες από τα λίκνα των βρεφών, των μικρών παιδιών. Άνοιξα το αρμάρι που είχα φυλαγμένους τους βόλους. Τους σκόρπισα κι έγιναν κόσμος. Αστέρια. Το δαχτυλίδι του πατέρα μου πέρασε σ’ ένα βόλο κι έγινε Κρόνος. Η γη, το τόπι μιας κουδουνιάρας μ’ έναν κύκλο τον ισημερινό, που τη μοιράζει σε βόρειο και νότιο ημισφαίριο. Γυρνώ, προσβλέπω τη γης. Αντικρίζω. Υψηλότερη από τους Ουρανούς, καθαρότερη απ΄τις λαμπηδόνες του Ήλιου, η μικρή Μαρία τρέχει στο δάσος με τα αθώα λουλούδια. Άσπιλη, αμόλυντη, άμωμη, ανθολογάει και τρυγάει καρπούς. Μούρα και σταφύλια και φράουλες χωνεύουν και μεστώνουν στο σπλάχνο της. Ο άντρας ο χειροτέχνης, ο ξυλουργός, από το χέρι την οδηγά στη φάτνη των αλόγων. Απάνω κάτω περπατώντας στο μακρύ διάδρομο που ανεβάζει η σκάλα, περνά τους πρώτους πόνους η Μάνα. Ύστερα πλαγιάζει στο κρεβάτι το ξέστρωτο. Τ΄άσπρο σεντόνι σημαδεύουνε βούλες κόκκινες. Η κάμαρη ζεσταίνεται σαν λουτρός. Ζεματούν νερό στη νύχτα και εξατμίζεται. Λευκοφορεμένοι, με σκεπασμένα μαλλιά, σκύβουν καθαροί να δεχτούν. Η Μητέρα της Μητέρας τυραννιέται σε φροντίδες. Στέλνουν μήνυμα στον πατέρα να ησυχάσει. Λένε πως έφεραν τα πουλιά το παιδί. Ο σοφός μελετά τον κύκλο της γονιμοποίησης στα λουλούδια. Γονατισμένος απάνω στην πέτρα προσεύχομαι, στη γωνιά που γυρίζει ο δρόμος, στην μιαν όχθη του ποταμού. Βλέπω τη γέφυρα που μεταφέρνει αντίπερα. Ταπεινός ασπάζουμαι, του μεγαλύτερου ήρωα, του παιδιού τα πόδια, του αληθινού Λυτρωτή, του νικητή του θανάτου. Ω! παιδί ζωντάνεψες τον πατέρα, αδέλφωσες με τη βασιλεία τού Σύμπαντος το ιδιωτικό μου σχήμα.
»Φως έρχεται μέσα στην κάμαρή μου. Κυμάτισμα, καμπύλη, παλμός διαφορετικός από την ευθύγραμμη αντίληψη των αισθήσεων. Επιστρέφω από τη βασιλική πύλη, στη χώρα του ήλιου που δεύτερη φορά ωριμάζει το μήλο. Από ξύλο ξηρό της δουλειάς που καθαρίζει την αμαρτία. Στις ίλινες, τις μπίλινες, στις αλαμαλακούσινες, στα μαρμαρένια τα βουνά, στους κρυσταλλένιους κάμπους. Βρίσκουμαι τριάντα ετών κι έλιωσα τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια. Αδύναμος, ασθενής που αναρρώνει, γιος της απωλείας, με μάγια στις διασκεδάσεις διασκεδάστηκα. Τα κομμάτια μου σκορπίστηκαν στο μέγα ρεύμα του ποταμού, στις πηγές και στις εκβολές, στο βυθό και στη μέση. Ήρθε η μάνα μου, θρηνώντας μέσα στην πλάση για την ορφάνια της. Με ψάρεψε με την απόχη που σφυρηλάτησε ο τεχνίτης. Απάνω σʼ άσπρο σεντόνι άπλωσε τα δίχως οργάνωση μέλη μου. Κλαίγοντας για το χαμένο μου κάλλος, από στάμνα πήλινη, τεφροδόχη του σώματος που καίγεται, μʼ έριξε νερό. Αριθμός, δοχείο της μονάδας, γνωρίζω την παρουσία που όλους μας ενδύνει, που τα εξουδετερωμένα του ιόντα μεταδίδουν ίαμα, χώνεψη στην πηγή, και συλλέγονται, καθαρότατα σε μορφή, διά μέσου της ανόδου και καθόδου. Υπάρχω εις ό,τι με περιέχει. Η μάνα μου συλλέγει το σχήμα μου γεμάτο από τη βεβαιότητα της ανάστασης».
Το βιβλίο του Πεντζίκη ήταν επί σειρά ετών εξαντλημένο και κυκλοφόρησε ξανά, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Δόμος, με ένα έργο του ίδιου του Πεντζίκη στο εξώφυλλο (Πάνω στο θέμα της Ζωοδόχου Πηγής, 1948, σινική σε χαρτί, 24,1×17,4 εκ) και με επίμετρο ένα διήγημα του συγγραφέα και ένα σημείωμα από τον γιο του.

Η μεταμοντέρνα όπερα: Διάβασα το μυθιστόρημα «Ο πεθαμένος και η ανάσταση», αφού είδα τη μεταμοντέρνα μεταγραφή του έργου σε όπερα από τον Νικόλα Τζώρτζη, στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Μια παράσταση γεμάτη συμβολισμούς, σε εξαιρετική σκηνοθεσία της Αναστασίας Κουμίδου και υποδειγματική μουσική διεύθυνση του Κορμήλιου Σελαμσή, με τον υπέροχο και αέρινο, αλλά ταυτόχρονα στιβαρό, Αναστάση Ροϊλό στον πρωταγωνιστικό ρόλο του συγγραφέα, τον βαρύτονο Νίκο Κύρτσο στο ρόλο του ανώνυμου νέου που αυτοκτονεί και ανασταίνεται και την υψίφωνο Νίκη Λαδά «στο ρόλο της γυναίκας που είναι πότε μάνα, πότε ερωμένη, πότε πόρνη και πότε γυναίκα-πόλη».
Ο Νικόλας Τζώρτζης μετέφερε στη σκηνή, όχι το κείμενο του Πεντζίκη, αλλά τον ήχο της μοντέρνας συνειρμικής γραφής του. Πώς οι θρυμματισμένες φράσεις του βιβλίου θα ακούγονταν, δηλαδή, σαν απόηχος, αν κάποιος τις διάβαζε φωναχτά σε ένα διπλανό δωμάτιο. Το αποτέλεσμα ήταν μια δυστοπία, μια ποιητική σύνθεση με στριγκό ήχο σαν μέταλλο που τρίβεται πάνω σε μέταλλο, μια επανάληψη λέξεων που έσβηναν, μια αλληλουχία εικόνων, κρυστάλλινων θραυσμάτων ενός κατόπτρου που διαλυόταν εκεί, μπροστά στον θεατή. Η σκηνοθεσία, τα σκηνικά, οι φωτισμοί, όλα ακολουθούσαν αυτό το μοτίβο του Νικόλα Τζώρτζη επί μιάμιση ώρα, χωρίς ανάσα, ακατάπαυστα, παίζοντας με το φως και το σκοτάδι, με σελίδες γεμάτες σκόνη που σκίζονταν και πετιούνταν στον αέρα δημιουργώντας ομιχλώδη σύννεφα, με μια σκάλα η οποία άλλοτε ήταν γκρεμός που οδηγούσε στον Άδη και άλλοτε ήταν ο εξαγνισμός που οδηγούσε στην ανάσταση και την αθανασία.
Το μυθιστόρημα του Πεντζίκη που κινείται σε δύο αφηγηματικά επίπεδα -στον ανώνυμο νέο που αυτοκτονεί και ανασταίνεται και στον συγγραφέα που τον παρατηρεί, κάνοντας έναν ατέρμονο, ανοιχτό και αέναο εσωτερικό μονόλογο-, είναι γεμάτο από δίπολα: η πεζογραφία και η ποίηση / ο εφιαλτικός ρεαλισμός και η παραισθησιογόνα υπέρβασή του / ο θάνατος και η ανάσταση / ο πατέρας και η μητέρα / το φως και το σκοτάδι / η πραγματικότητα και η φαντασία.
Η κατακερματισμένη αφήγηση, άλλοτε βυθίζεται με έναν λυγμό στη σιωπή της ποίησης και χάνεται μέσα στις παύσεις της και άλλοτε απογειώνεται σε ένα κρεσέντο που αγγίζει το υπερβατικό, γίνεται μυσταγωγία, ιεροτελεστία, γίνεται μύθος με αρχέγονη δύναμη, ελληνική τραγωδία, θρήνος σε ορατόριο και οιμωγή σε ηπειρώτικο μοιρολόι. Ο γλωσσικός πλούτος του Πεντζίκη είναι γεμάτος με διακειμενικές αναφορές, από την ποίηση του Διονύσιου Σολωμού και του Κωστή Παλαμά, μέχρι το δημοτικό τραγούδι, τα πατερικά κείμενα της Ορθοδοξίας, τα συναξάρια, τους αρχαίους ελληνικούς μύθους και τις παραδόσεις της ελληνικής υπαίθρου.
Ο σπουδαίος συγγραφέας που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1908 και πέθανε στις 13 Ιανουαρίου του 1993, με το μυθιστόρημα «O Πεθαμένος και η Ανάσταση» (1938) εισήγαγε για πρώτη φορά στα γραπτά του τη ροή της συνείδησης του Μοντερνισμού. Η αφηγηματική τεχνική της συνειρμικής γραφής έγινε βασικό γνώρισμα του λογοτεχνικού του ύφους. Έτσι, στην πορεία, καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους μοντερνιστές της γενιάς του ’30.

Ωστόσο, με μια νέα οπτική και ερμηνεία του έργου του, ο Πεντζίκης είναι τόσο σύγχρονος που το βιβλίο του μπορεί να συνομιλήσει σχεδόν έναν αιώνα μετά με την εποχή μας, ξεπερνώντας τα όρια του Μοντερνισμού μέσα στον οποίο εκφράστηκε. Όπως, εύστοχα επισημαίνει η θεατρολόγος και σεναριογράφος Κατερίνα Πεσταμαντζόγλου, στο κριτικό της κείμενο που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα της παράστασης της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, «η ιδιάζουσα αφηγηματική ροή που ακολουθείται σε συνδυασμό με την πανσπερμία διακειμενικοτήτων και θρησκευτικών αναφορών προσδίδουν στην πεντζικική γραφή μια μοναδικότητα και ένα γοητευτικό avant-garde αέρα. Αν και το διαρκώς μεταβαλλόμενο στιλ γραφής δεν επιτρέπει την εύκολη ειδολογική κατάταξη του έργου, δεν θα ήταν άτοπη θεώρηση ότι ο Πεντζίκης μάλλον αποτελεί τον πρώτο πρώιμο μεταμοντέρνο Έλληνα συγγραφέα».

Το φως: Το ηλιοβασίλεμα που πέτυχα εχθές κάνοντας βόλτα με το Ερμάκι στη γειτονιά. Αυτό το πορτοκαλί της δύσης που χύνεται σαν νερομπογιά μέσα στη μελανή θάλασσα, πάντα με ανασταίνει. Γυρίζω σπίτι καινούργιος.

Οι δυο δίδυμες στιγμές του Μαρτίου: Οι κιτρινισμένες σελίδες. Η σύνθεση με τα σκισμένα φύλλα από παλιά βιβλία στη σκάλα του Aswtos, στο Παγκράτι, και η σκηνή όπου ο Αναστάσης Ροϊλός, ως συγγραφέας στο έργο «Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση», πετάει τις σελίδες από τα χειρόγραφά του πάνω απο το γραφείο του μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.

Η υπογραμμισμένη φράση: «Έξω είχε σηκωθεί ένας αέρας κακός. Το παράθυρο άνοιξε και χύθηκε μέσα στο σπίτι η η θύελλα. Η θάλασσα γκρέμισε το το λιμάνι. Το πρωί ο καθρέφτης του σπιτιού είχε ραγίσει. Το χρυσό κλουβί που το πουλί κελαηδούσε βρέθηκε άδειο. Η μητέρα πεσμένη σ΄ένα κάθισμα έκλαιγε. Την επόμενη νύχτα χάσανε τον πατέρα. Πόσα πράγματα χάνει ένα σπίτι με την καταστροφή».

Η ανακάλυψη: Τα καταπληκτικά cinnamon rolls του Moden, του ωραιότατου minimal cafè της Πρατίνου, στο Παγκράτι. Αχ αυτά τα μεταμοντέρνα microbakeries με τα μωσαϊκά της αντιπαροχής και με τη νέα ανάγνωση του παραδοσιακού ζυμώματος. Το παλιό είναι το νέο καινούργιο.

Το φόντο: Το μπρουταλιστικό μπετόν στο Νιάρχο που πάντα μού θυμίζει σκηνικό του Μπέκετ.

Η γεύση: Το εικονικό ριζότο που έφαγα στο Suma, το νέο gastrobar της Καλαμιώτου, όχι φτιαγμένο με ρύζι, αλλά με πατάτες, σελινόριζα, μανιτάρια και χώμα από ξύσμα παντζαριού.

Η ιεροτελεστία: Οι μεταλλικές τσαγιέρες του Kazba που με περιμένουν αχνιστές, μετά από τον απογευματινό μου περίπατο στην παραλία.

Η κατάνυξη: Οι Χαιρετισμοί κάθε Παρασκευή που μας οδηγούν στις μυρωδιές από λιβάνι, μύρα και αγιόκλημα του Επιταφίου και στην Ανάσταση.

Το σκηνικό: Η σκάλα που οδηγεί στο πατάρι της rogue ταβέρνας Aswtos στην Πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι, όπως προείπαμε, είναι ντυμένη με σελίδες από παλιά βιβλία. Μια ωραία ιδέα διακόσμησης που μου έφτιαξε το κέφι. Μου αρέσει γενικά το ντιζάιν σε αυτό το μαγαζί. Είναι το πιο εμπνευσμένο στην φετινή αθηναϊκή γαστρονομική σκηνή.

O σεφ Μιχάλης Μερζένης, με τους Λέλο Γεωργόπουλο, Παναγιώτη Κουτσουμπή και Νικόλα Σπυρόπουλο, έχουν δημιουργήσει ένα μπρουταλιστικό σκηνικό μεταμοντέρνας ταβέρνας, στο οποίο, όπως γράφω σε σχετικό μου γαστρονομικό κείμενο στο iefimerida, «o Μπέκετ συναντά το Moulin Rouge και οι Δαιμονισμένοι του Ντοστογιέφσκι χορεύουν πανκ, η αρμονία έρχεται από την αμετροέπεια, από την αντίθεση, από την ανυπακοή και τη δημιουργική αλητεία».

Εμφανές μπετόν, κόκκινες βελούδινες κουρτίνες, ψυχρά inox τραπέζια, τρυφερά γαρύφαλλα, μισολιωμένα κεριά, λάμπες πετρελαίου, vintage βινύλια, γιρλάντες αποξηραμένων βοτάνων και μυρωδικών, ένα hi-tech μπαρ, γιαγιαδίστικες κιτς πορσελάνες, πικάπ, μοναστηριακά τραπέζι, κόκκινες σέξυ καρέκλες του καμπαρέ, συνυπάρχουν με μια δημιουργική αναρχία που είναι τόσο θεατρική, αγύρτικη, αυθάδης, ερωτική και μυστηριώδης, που την ερωτεύεσαι.

Η λιχούδικη μπολονέζ: Γι’ αυτή την αγύρτικη μπολονέζ του Μιχάλη Μερζένη, με τα al dente σπαγγέτι και τα χοντροκομμένα κομμάτια μοσχαρίσιου κιμά που κολυμπούν σε έναν πλούσιο ζωμό που θέλει τρεις μέρες για να φτιαχτεί, επιστρέφω στο Aswtos ως άσωτος υιός, για να την απολαύσω.

Η ομορφιά που λάμπει στο ημίφως: Τα γαρίφαλα -αυτά τα παρεξηγημένα λουλούδια-, που φέτος έχω αγαπήσει πολύ, στολίζουν μια γωνιά στο Awstos, θυμίζοντας ανάποδες οπερετικές φούστες της Κάρμεν. Η μόνη πραγματικότητα, τελικά, που έχει σημασία, είναι μονάχα αυτή που ο καθένας θέλει να βλέπει.

Το έγκλημα και η τιμωρία: Λιώνω για τα κεριά του Glug Glug+ στην Πλατεία Καρύτση (ειδικά όταν συνδυάζονται με παλόμες μια βαρετή Τρίτη βράδυ, μετά τη δουλειά).



ΥΓ. Ο Πεντζίκης είναι μονόδρομος. Θα διαβαστεί και θα ξαναδιαβαστεί, γιατί σε κάθε ανάγνωση βρίσκεις και κάτι νέο σκάβοντας κάτω από τις λέξεις. Αν όχι τώρα που έρχεται το Πάσχα, πότε; Το σηκώνει η εποχή με όλη αυτή την κατάνυξη να αιωρείται, μαζί με το άρωμα από τους ανθούς των νερατζιών, σε όλη την Αθήνα. Το πρωί, νωρίς-νωρίς, θα κατέβω στο Κέντρο για να αγοράσω και τα υπόλοιπα βιβλία του που έχουν επανακυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Δόμος: «Αντρέας Δημακούδης», «Μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας» και «Προς εκκλησιασμό».

