Φιλμ νουάρ

Το θερινό σινεμά είναι ένας από τους τρεις βασικούς πυλώνες στη συνθήκη της θερινής ραστώνης. Οι υπόλοιποι δύο είναι το κολύμπι, πριν την πρώτη προβολή, και το παγωτό μετά από αυτήν. Αν η παρέα ενδιάμεσα κάνει κέφι για μαρίδες τηγανητές, αχινοσαλάτα και τραγανά κολοκυθάκια σε κάποιο παραθαλάσσιο ταβερνάκι, τότε μιλάμε για ένα πλήρες πακέτο ολοκληρωμένης, άφατης ευτυχίας. 

Στο χωριό μας έχουμε δύο θερινά σινεμά: το ένα παίζει συνήθως τα blockbusters και το άλλο τις πιο σινεφίλ ταινίες με μία διαβάθμιση, από αυθεντικό film noir και βραβευμένες φεστιβαλικές ταινίες του ανεξάρτητου κινηματογράφου, μέχρι σύγχρονη γαλλική κωμωδία. 

Όταν μένουμε στο #summerhouse, δηλαδή σχεδόν συνέχεια πλέον, βρίσκουμε πάντα χρόνο για την την ιεροτελεστία του θερινού σινεμά: frozen margarita-ταινία-μεταμεσονύκτιο παγωτό. Έχω φροντίσει να τελειώσω τις δουλειές μου εγκαίρως, να πεταχτώ με τα πόδια για μια γρήγορη βουτιά και μετά διαλέγω το πιο τρελό από τα συνήθως minimal, μονόχρωμα και μονομανώς ολόιδια πουκάμισά μου.

Να ξεκαθαρίσουμε, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις: Το χαβανέζικου τύπου πουκάμισο με τροπικά φύλλα, παπαγαλάκια, ροζ φέτες καρπουζιού, σέξι κροκοδειλάκια, ποπ μπανάνες σε στυλ Άντι Γουόρχολ, κάκτους ή Βauhaus γραμμικά σχέδια, δεν είναι ρούχο, είναι τα άμφια σε αυτή τη μικρή σινεφίλ ιεροτελεστία του καλοκαιριού. Ταιριάζει πολύ με χολιγουντιανά φιλιά, με γρανίτες φράουλα, με μισοδαγκωμένα hot dog, με λεκέδες από λιωμένο τσένταρ το οποίο πέφτει άδοξα από τα νάτσος που ταχταρίζεις στα κρυφά, μέσα στο σκοτάδι.

Εκτός από το λιωμένο τυρί στα νάτσος, λιώνω και για τον ήχο που κάνει το χαλίκι καθώς περπατάς στα σκοτεινά για να βρεις τη θέση σου, ενώ στην οθόνη έχουν πέσει ήδη οι τίτλοι αρχής της ταινίας. Λιώνω για αυτό το φωτεινό φασματικό φως του σινεμά, για τον ήχο της μπομπίνας, για τους ψιθύρους και τα κρυφά γέλια στις παρέες πίσω ή μπροστά μου. Λιώνω γι’ αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά του θερινού κινηματογράφου, ένα μείγμα από νότες γιασεμιού, πεύκου, αουτάν και ποπ-κορν. Λιώνω για τις ριγέ μαρινιέρες και για τις ψάθινες navy εσπαντρίγιες που ταιριάζουν με τις παλιές μπλε συρμάτινες καρέκλες του σινεμά. Λιώνω και με τις πολυκατοικίες γύρω από το θερινό σινεμά. Λιώνω με όλα αυτά τα μοναχικά πίσω μπαλκόνια που βλέπουν στον ακάλυπτο, για τις καθημερινές ιστορίες μικρού μήκους που αφηγούνται τα μισοφωτισμένα δωμάτια πίσω και πάνω από την οθόνη του κινηματογράφου. Περισσότερο λιώνω για την εμπειρία, την αίσθηση του θερινού σινεμά, παρά για την ταινία αυτή καθαυτή που έχω έρθει να δω.

Τα αγαπημένα μου φυσικά είναι τα φιλμ νουάρ. Παλιά κλασικά ή οι σύγχρονες εκδοχές τους. Λατρεύω για τον μεταπολεμικό κλασικό κινηματογράφο του ’40, ’50, ’60 και ’70. Τη Τζίλντα, που είχα δει ένα βράδυ στο θερινό σινεμά της Ύδρας. Την Καζαμπλάνκα στη Μαυρομιχάλη, στα Εξάρχεια. Τον Τρυφό που τον είχαμε πάρει σερί ένα καλοκαίρι στη Δεξαμενή. Λατρεύω τις γαλλικές ταινίες τύπου Plein Soleil, αλλά και τις αμερικάνικες υπερπαραγωγές τύπου Έγκλημα στο Νείλο. Όλες τις κινηματογραφικές μεταφορές της Πατρίτσια Χάισμιθ, της Αγκάθα Κρίστι και του Ζορζ Σιμενόν. Δεν χάνω, επίσης, ποτέ σύγχρονο ισπανικό θρίλερ. Τα βρίσκω ευφυή, ατμοσφαιρικά, γρήγορα και καλογυρισμένα. 

Φέτος εγκαινιάσαμε την ιεροτελεστία του θερινού σινεμά με τον Μάρλοου, που βασιζόταν όχι σε βιβλίο του Ρέιμοντ Τσάντλερ, αλλά στο μυθιστόρημα «The Black-Eyed Blonde: A Philip Marlowe Novel» του Μπέντζαμιν Μπλακ (aka John Banville). Πρόκειται για μια neo-noir ταινία του 2022 σε σκηνοθεσία του Νιλ Τζόρνταν (ο δημιουργός της σειράς The Borgias), με έναν λίγο πιο υποτονικό και γερασμένο Φίλιπ Μάρλου, από τον Λίαμ Νίσον. Ενώ τα σκηνικά, το μοντάζ, τα κοστούμια, τα χρώματα, η απεικόνιση της Αμερικής του ΄30 -όλη ατμόσφαιρα-, ήταν εξαιρετικά, στο σύνολο η ταινία έπασχε. Δεν ήταν αδιάφορη, αλλά δεν είχε αυτό το κάτι, αυτή τη σπιρτάδα και το μυστήριο που έχουν τα βιβλία του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Ήταν όμως μια πολύ ωραία αφορμή για να διαβάσω το μυθιστόρημα «Ο Μεγάλος Ύπνος» (εκδ. Κέδρος) του θρυλικού Αμερικανού συγγραφέα που έκανε την αστυνομική λογοτεχνία φαινόμενο. 

Τις επόμενες δύο ημέρες η παραλία γέμισε πιστολίδια, ξαφνικές τροπικές νεροποντές, ιδιωτικούς ντετέκτιβ με μισοκατεβασμένο καπέλο και τσιγάρο στραβά στο στόμα, ύποπτους άνδρες με καμπαρντίνες, νυχτερινές παρακολουθήσεις και καταδιώξεις με μαύρα σεντάν αυτοκίνητα, μπαρ γεμάτα καπνό και φτηνή λαγνεία, άτακτα κορίτσια της καλής κοινωνίας με κατακόκκινα κραγιόν, χυμώδεις καμπύλες και αέρινα στράπλες φορέματα που πέφτουν θύματα εκβιασμού, δαιμόνιους μπάτλερ που τα ξέρουν όλα και δεν μιλούν, πόρνες πολυτελείας και ζόρικους αγαπητικούς, πορνό περιοδικά και νεκρούς μαφιόζους… Ένα κλασικό νουάρ κοκτέιλ που σε μεθά, από έναν αφηγητή που ισορροπεί ανάμεσα στο μυστήριο και το υποδόριο μαύρο χιούμορ («Κανείς από τους δύο ανθρώπους που βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο δεν έδωσε σημασία στον τρόπο που μπήκα, παρότι μονάχα ο ένας από αυτούς ήταν νεκρός» ή «Προσπάθησε να επαναφέρει με το ζόρι το χαμόγελο στο πρόσωπό της. Ήταν χολωμένη σαν δήμαρχος με μαγουλάδες. Τα μάτια της με μελέτησαν προσεκτικά. Όσο ήξερε αυτή από σπάνια βιβλία τόσο ήξερα εγώ να διευθύνω τσίρκο»). 

ΥΓ. Στα μαύρα νουάρ μυστήρια που θα βιώσεις απολαυστικά, διαβάζοντας Τσάντλερ, σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να σκοντάψεις σε μια πατριαρχική ματσίλα, από αυτές της παλιάς κοπής που βρωμάνε ρατσισμό, σεξισμό, μισογυνισμό, ομοφοβία από χιλιόμετρα μακριά. Ο Φίλιπ Μάρλοου είναι ένα τυπικό δείγμα άντρα της γενιάς του, γέννημα θρέμμα μιας πατριαρχικής κουλτούρας που στις μέρες μας εξετάζεται με το μικροσκόπιο. Κατανοώ ότι μπορεί αυτό το πρότυπο άνδρα να θεωρείται -και ναι, να είναι- σήμερα δεινόσαυρος, υπό το φίλτρο μιας πολιτικά ορθής οπτικής, όμως δεν ήμουν, και ούτε θα είμαι ποτέ, οπαδός ενός υστερικού αναθεωρητισμού που πυροβολεί τα έργα τέχνης του παρελθόντος και τα πετά στην πυρά, στο όνομα ενός σύγχρονου ακτιβιστικού δικαιωματισμού, όπως είναι φερειπείν κινήματα σαν το #DisruptTexts. Τα έργα τέχνης είθισται να λειτουργούν εκτός των άλλων και σαν κάτοπτρα της εποχής τους. Διαβάζουμε ένα βιβλίο ή βλέπουμε μια ταινία του ΄30 ή του ’50 και θέλουμε να δούμε τη φιλοσοφία, την κουλτούρα, την αισθητική, τον χαρακτήρα -τον καλό ή τον κακό- εκείνης της εποχής. Δεν θα είχε κανένα νόημα να δεις μια ρετουσαρισμένη ή αναθεωρημένη παλιά ταινία ή να διαβάσεις ένα παλιό βιβλίο απαλλαγμένο από όλα αυτά που σήμερα θεωρούνται ρατσιστικά, σεξιστικά ή ομοφοβικά, γιατί δεν θα είχες μια σφαιρική αντίληψη της εποχής που σκιαγραφούν. Ο θεατής ή ο αναγνώστης δεν είναι ένα άβουλο μπλέντερ που αλέθει και υιοθετεί άκριτα ξεπερασμένα πρότυπα τοξικής αρρενωπότητας ή παθητικής, καταπιεσμένης θηλυκότητας. Βλέπει ή διαβάζει και κρίνει. Κατανοεί την εποχή που περιγράφει ο συγγραφέας με όλα της τα σκοτάδια ή τις φωτεινές στιγμές. Δεν χρειαζόμαστε δικαιωματιστικές νταντάδες ή πάστορες πολιτικής ορθότητας όταν διαβάζουμε ή όταν βλέπουμε σινεμά. Μπορούμε και μόνοι μας να κρατήσουμε τον χυμό από τον μάτσο Μάρλοου του Ρέιμοντ Τσάντλερ (ή την Αγκάθα Κρίστι, που κι αυτή είχε στα βιβλία της τις ρατσιστικές στιγμές της ενάντια στους μαύρους), και να φτύσουμε τα «κουκούτσια» του που μας κάθονται στο λαιμό. 

One Reply to “”

  1. Υπέροχο, αισθησιακό κείμενο! Δεν το διαβάζεις, το ζεις. Συμφωνώ απόλυτα με τα σχόλια για τις παρεμβάσεις στα κείμενα -όταν λέω απόλυτα, εννοώ λέξη-λέξη.

    Like

Leave a reply to idealista Cancel reply