
Υπάρχει μια σκηνή σε ένα αφήγημα του Τόμας Μπέρνχαρντ στην οποία ο ασθενικός γιος μιας αριστοκρατικής αυστριακής οικογένειας που ζει σε έναν πύργο, απομονώνεται στο ημίφως μιας ήσυχης γωνιάς για να διαβάσει στα κρυφά ένα βιβλίο του Μοντέν. Τα βιβλία φιλοσοφίας στο σπίτι του θεωρούνται επικίνδυνα και γι΄ αυτό είναι απαγορευμένα. Ο νεαρός, που δεν αναγνωρίζει καμιά αόρατη κλωστή από αυτούς τους νοερούς ομφάλιους λώρους που δένουν δια παντός τα παιδιά με τους γονείς τους, αψηφά τις οικογενειακές απαγορεύσεις και όχι μόνο απλώς βυθίζεται στον απαγορευμένο κόσμο του ουμανιστή λόγιου του 16ου αιώνα που εισήγαγε τον δοκιμιακό λόγο, αλλά ο δεσμός που αναπτύσσει μαζί του είναι η μοναδική συγγένεια που θα νιώσει ποτέ με κάποιο άλλο ανθρώπινο πνεύμα.
Ο Μπέρνχαρντ, ο Αυστριακός συγγραφέας του Μπετόν, του Αποτυχημένου, της Ξύλευσης και του Αφανισμού κ.ά., ο οποίος γεννήθηκε το 1931 στην Ολλανδία και πέθανε το 1989 στην Αυστρία, σε αυτό εδώ το μικρό πράσινο βιβλιαράκι με τον σκόπιμα ανορθόγραφο τίτλο «Ο Γκαίτε πεθένει» (μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδ. Κέλευθος) -η ανορθογραφία του τίτλου (πεθένει αντί για πεθαίνει) ακολουθεί κατ’ αναλογία την σκωπτική ανορθογραφία του πρωτότυπου (schtirbt αντί για stirbt), με την οποία ο συγγραφέας ειρωνεύεται το γερμανικό πνεύμα του Γκαίτε-, επανέρχεται στο ίδιο μοτίβο που κυριαρχεί σχεδόν σε όλα τα βιβλία του: το μονόλογο του αντικοινωνικού ήρωα που ασφυκτιά μέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον, που νιώθει να πνίγεται από κάθε είδους λειτουργικό ανθρώπινο δεσμό, που δονείται βαθύτατα, μέχρι τα θεμέλια της ύπαρξής του, από την απέχθεια για τον κόσμο γύρω του και αηδιάζει με την υποκρισία και τις αόρατες και ορατές διασυνδέσεις με τις οποίες είναι φτιαγμένος ο κοινωνικός ιστός.
Φυσικά, ο νεαρός αναγνώστης του Μοντέν στο αφήγημα, όπως οι περισσότεροι ήρωες του Μπέρνχαρντ, μισεί τους γεννήτορές τους, τους οποίους θεωρεί δυνάστες και εξολοθρευτές του. Απροσάρμοστος, αντικοινωνικός, καχύποπτος και αηδιασμένος, ο νεαρός -όπως όλοι οι αντιήρωες του Μπέρνχαρντ- είναι καταδικασμένος να ζει σε μια αέναη φυλακή από την οποία επ’ ουδενί δεν μπορεί να αποδράσει. Οι άλλοι γύρω του είναι η κόλαση επί της γης, ένα άρρωστο τσούρμο που απομυζεί την ενέργεία του, ένα σαρκοφάγο σμήνος που θρέφεται όταν τον ταπεινώνει και γιγαντώνεται σαν καφκικό έντομο μεταμορφωμένο σε συγγενή που δειπνεί δίπλα του, συζητά για θέατρο, ταξίδια, αγορές μάλλινων παλτών και δερμάτινων γαντιών, που διευθετεί απλήρωτους λογαριασμούς, οργανώνει πικ-νικ στο δάσος, πίνει τσάι πλάι στο τζάκι και συζητά για ποίηση, πίνακες, βιβλία και ιδέες, αλλά κατά βάθος το μόνο που κάνει είναι να κατεργάζεται κάτω από τις αηδιαστικές φοβερές κεραίες του δόλια σχέδια για τον αφανισμό του.
Η διαρκής αγωνία του ανθρώπου που είναι ριγμένος σε έναν κόσμο κενού νοήματος, σε έναν κόσμο από τον οποίο απουσιάζει πλήρως το θείο και ο ίδιος «είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος», εντελώς λυτός από θεούς και από δαίμονες, χωρίς να ξέρει ούτε τι είναι ούτε τι να την κάνει αυτή την ελευθερία του, γίνεται έρμαιο των άλλων γύρω του που μετατρέπονται σε κόλαση ο ένας για τον άλλον. Αυτό συνοψίζει ολόκληρη την ανθρώπινη κατάσταση, την ανθρώπινη κωμωδία (ή μήπως δυστοπία;), σύμφωνα με την οπτική του Μπέρνχαρντ. Ή της υπαρξιστικής φιλοσοφίας του Σαρτρ. Ή του δυστοπικού εφιάλτη του Κάφκα. Ή της αντικοινωνικής λεπίδας του Ουελμπέκ. Ακόμα κι αν τα τουμπάρεις, όλοι αυτοί το ίδιο λένε και ξαναλένε: η κόλαση είναι οι άλλοι.
Στο Μπετόν, το πρώτο βιβλίο του Μπέρνχαρντ που πρωτοδιάβασα, η κόλαση του ήρωά του, του Ρούντολφ -ο οποίος προσπαθεί μάταια να γράψει μια επιστημονική μελέτη για τον συνθέτη Μέντελσον Μπαρτόλντυ-, είναι η αδερφή του και το αντικοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι καταδικασμένος να ζει. Στον Αποτυχημένο, η κόλαση είναι το ταλέντο και η τελειομανία του θρυλικού πιανίστα Γκλεν Γκουλντ που συνθλίβει τους δύο συμφοιτητές του, καταδικάζοντάς τους σε μια ζωή στιγματισμένη από την αποτυχία, καθώς είναι αδύνατον να συναγωνιστούν ένα φαινόμενο από αυτά που γεννιούνται μια στο εκατομμύριο.
Στα τέσσερα αφηγήματα του τόμου αυτού, η κόλαση είναι η ίδια ακριβώς που επανέρχεται σε όλα τα έργα του Μπέρνχαρντ, ασχέτως αν αλλάζει πρόσωπα, συνθήκες και ιδιότητες.
Στο αφήγημα «Ο Γκαίτε πεθένει», ο ίδιος ο Γκαίτε (1749-1832) λίγο πριν πεθάνει βασανίζεται -και βασανίζει ανελέητα τους γραμματείς του, Ρίμερ, Κρόιτερ και Έκερμαν- από την έμμονη ιδέα να συναντήσει τον… Λούντιβιχ Βιτγκενστάιν (1889-1952) γιατί στο έργο του αναγνωρίζει μια βαθύτατα υπαρξιακή συγγένεια. Όπως με τον ανορθόγραφο τίτλο, έτσι και με αυτόν τον αναχρονισμό ο Μπέρνχαρντ στήνει με σκωπτική διάθεση μια ιστορία με την οποία θέλει να σατιρίσει αφενός τη ματαιοδοξία του Γκαίτε και της γερμανόφωνης πολιτισμικής παράδοσης που εκπροσωπεί και αφετέρου να δείξει την ιλαρότητα του ίδιου του θανάτου και της πνευματικής κληρονομιάς, της υστεροφημίας και της αθανασίας.
Στο «Μοντέν, μια αφήγηση» η κόλαση είναι οι γονείς του νεαρού που δεν τον αφήνουν να διαβάσει φιλοσοφία. Στο «Αντάμωμα» η κόλαση είναι επίσης οι πατεράδες δύο φίλων που ο ένας φεύγει μακριά από την πατρική σκιά για να βρει το φως του, ενώ ο άλλος μένει στην πατρική του εστία συμβιβασμένος και βολεμένος για να καταλήξει, εντελώς διαλυμένος από το ego του πατέρα του, ένας άβουλος μεσήλικας, ο οποίος στα πενήντα του φορά ακόμα το φθαρμένο, παλιό πατρικό παλτό που περνά σαν κατάρα και άχθος από γενιά σε γενιά. Ενώ στο τελευταίο αφήγημα, με τίτλο «Τυλίχτηκε στις φλόγες. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις προς κάποιον παλιό φίλο», η κόλαση είναι ολόκληρη η Αυστρία που ο Μπέρνχαρντ την χαρακτηρίζει «ως την ασχημότερη και γελοιωδέστερη χώρα του κόσμου».
Και στις τέσσερις ιστορίες αυτού του τόμου, το αφηγηματικό ύφος του Μπέρνχαρντ είναι ίδιο και απαράλλαχτο, όπως σε όλα του τα βιβλία. Ένας μακροπερίοδος λόγος γεμάτος παρενθετικές φράσεις, σαν μονόλογος με κοφτές ανάσες ή ακόμα καλύτερα σαν μονόλογος που κόβει την ανάσα, με τις λέξεις «είπα» και «σκέφτηκα», να επαναλαμβάνονται μαζί με τα λόγια που έχουν προηγηθεί, όπως τους αρμόζει: μονότονα, εμμονικά, εφιαλτικά, απολαυστικά.
Διαβάζοντας αυτές τις επαναλαμβανόμενες σαν ξόρκια λέξεις και φράσεις του Μπέρνχαρντ, τον θεατρικό του μονόλογο, αυτή τη μουσική πρόζα που είναι απόλαυση να τη διαβάζεις φωναχτά για να ακούς τον ρυθμό της, ψάχνεις τις δικές σου συγγένειες θες δεν θες. Όχι αυτές του αίματος, τις άλλες, αυτές που είναι δεμένες με λέξεις, με βιβλία, με υπογραμμίσεις σε κιτρινισμένες πια σελίδες.







ΥΓ. Ήταν θέμα χρόνου: σύντομα θα επιστρέψω με κολασμένη χαρά, στην κόλαση του Αποτυχημένου και του Μπετόν. Εκεί όπου για μένα άρχισε κάποτε ο Μπέρνχαρντ.
ΥΓ. Στο βουνό όταν κάνω ποδήλατο μου αρέσει να είμαι μόνος. Όπως και στη μικρή ιεροτελεστία του τσαγιού που ακολουθεί. Ποδήλατο, βιβλίο, τσάι, φθινόπωρο και κόλαση καμία.

