Μικρά πράγματα σαν κι αυτά

Καμιά φορά τα μικρά πράγματα είναι αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία. Είναι οι πινελιές σε έναν καμβά που αναδεικνύουν την ιδιοφυΐα ενός ζωγράφου. Είναι οι φράσεις σε ένα βιβλίο που υπογραμμίζουν την αμφισημία και την πολυπλοκότητα αυτού του κόσμου. Στην Τέχνη, τα μικρά πράγματα είναι το πεδίο δράσης των μεγαλύτερων ανατομών της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, εκείνων που έχουν την ικανότητα να φωτίζουν τις χίλιες δυο όψεις ενός φαινομενικά ασήμαντου γεγονότος, που όμως αποτελούν το μέρος ενός μεγαλειώδους συνόλου. 

Μια τέτοια δημιουργός είναι η Claire Keegan, η συγγραφέας της σπουδαίας νουβέλας «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» που κυκλοφόρησε αυτό το χειμώνα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Μαρτίνας Ασκητοπούλου. Στη χριστουγεννιάτικη αυτή ιστορία, η οποία διαδραματίζεται σε μια μικρή ιρλανδική πόλη του 1985, η καθημερινή, απλή ζωή ενός εμπόρου καυσόξυλων γίνεται σπουδαία λογοτεχνία σε ένα μικρής έκτασης, αλλά μεγάλης δυναμικής βιβλίο, το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker του 2022, αποκτώντας μια τεράστια φήμη διεθνώς με αποθεωτικές κριτικές στον Τύπο και τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και κάνοντας σπουδαίους δημιουργούς, από τον Κολμ Τόιμπιν μέχρι την Χίλαρι Μαντέλ να εκθειάζουν το βιβλίο και την αφηγηματική δεινότητας της Κίγκαν. 

Η Ιρλανδή συγγραφέας, με μια γλώσσα λιτή αλλά πλούσια και με μια αφήγηση σπάνιας ευαισθησίας, σε αυτή τη νουβέλα εστιάζει στα μικρά γεγονότα ενός συνηθισμένου, απλού ανθρώπου, του Μπιλ Φέρλονγκ, ο οποίος εργάζεται σκληρά από το πρωί έως το βράδυ σε μια μάντρα που πουλά καυσόξυλα και κάρβουνα, για να ζήσει την οικογένειά του. Βρισκόμαστε σε μια ιρλανδική μικρή πόλη, το Νιου Ρος, σε μια ήσυχη γειτονιά στις όχθες του ποταμού Μπάροου που τη μαστίζει η ανεργία και οι συνέπειες μιας μακροχρόνιας οικονομικής ύφεσης. Μόλις έχει υπογράφει στον Βορρά η Αγγλο-Ιρλανδική Συμφωνία του 1985, μεταξύ της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ιρλανδού πρωθυπουργού Γκάρετ Φιτζέραλντ, και στη χώρα επικρατεί ένα διχαστικό κλίμα, με την αντιπολίτευση να ασκεί δριμεία κριτική στην κυβέρνηση και μια με μεγάλη μερίδα των πολιτών να βγαίνει στους δρόμους του Μπέλφαστ, με ταμπούρλα και πανό, για να διαδηλώσει «κατά της παρέμβασης του Δουβλίνου στα δικά τους ζητήματα». Στις γειτονιές επικρατεί μιζέρια, με πολίτες που τους κατατρέχουν ασταμάτητα οι τράπεζες, με επιχειρήσεις που βάζουν λουκέτο δημιουργώντας έναν στρατό ανέργων, με ζοφερές εικόνες όπως αυτή ενός παιδιού που «πίνει γάλα από το μπολάκι μιας γάτας πίσω από το σπίτι του ιερέα». Η Κίγκαν αφήνει όλα αυτά τα γεγονότα να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, βάζοντας την ιστορική πραγματικότητα μιας ζοφερής δεκαετίας όπου ο νεοφιλελευθερισμός είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του, να λειτουργεί σαν το background σε έναν πίνακα ζωγραφικής που φέρνει στο προσκήνιο την καθημερινότητα έναντι της Ιστορίας. 

«Κάποια βράδια, ξαπλωμένος δίπλα στην Αϊλίν, ο Φέρλονγκ σκεφτόταν ξανά και ξανά μικρά πράγματα σαν κι αυτά. Άλλες φορές, όταν μια κουραστική μέρα γεμάτη κουβάλημα είχε φτάσει στο τέλος της ή όταν ένα σκασμένο λάστιχο τον είχε αφήσει να περιμένει μούσκεμα στην άκρη του δρόμου, επέστρεφε στο σπίτι, έτρωγε ένα πιάτο φαΐ κι έπεφτε νωρίς για ύπνο, κι έπειτα ξυπνούσε μες στη νύχτα, νιώθοντας την Αϊλίν να κοιμάται βαριά πλάι του – και τότε έμενε ακίνητος, με το μυαλό του να κάνε κύκλους, ανήσυχος, μέχρι να αποφασίσει να κατέβει τελικά κάτω να βάλει να βράσει το νερό για το τσάι. Καθόταν στο παράθυρο με την κούπα στο χέρι, κοιτάζοντας τον δρόμο και το ποτάμι μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του, κι όλα τα μικροπράγματα που συνέβαιναν έξω: τα αδέσποτα σκυλιά που έψαχναν για αποφάγια στα σκουπίδια, τις σακούλες έξω από τα φαγάδικα και τους άδειους κάδους που τους παράσερνε η ορμή του ανέμου και η βροχή, τους τελευταίους θαμώνες που έφευγαν από την παμπ, τρεκλίζοντας στον δρόμο για το σπίτι».

Όλα αυτά τα μικροπράγματα που συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας, ενώ η ζωή μας γίνεται μέρος της Ιστορίας, τα μικρά και τα ασήμαντα, οι στιγμές από τη ρουτίνα μας, οι σκέψεις, οι ανασφάλειες αλλά και οι μικρές χαρές, οι απολαύσεις και οι ευδαιμονίες που μας δίνουν ανάσα, αποθεώνονται στο βιβλίο αυτό, δημιουργώντας μια πολυεπίπεδη, ατμοσφαιρική και βαθιά ευαίσθητη ιστορία, η οποία μένει αξέχαστη στον αναγνώστη. Σε πολλά σημεία αισθάνθηκα ότι η γραφή της Κίγκαν είναι πολύ συγγενική με εκείνη Ελίζαμπεθ Στράουτ στο συγκλονιστικό «Όλιβ Κίττριτζ». Και τα δύο βιβλία δίνουν έμφαση στα μικρά για να σκιαγραφήσουν τη μεγάλη εικόνα.

Η αφήγηση καθαρά εστιασμένη στο 24ωρο του Μπιλ Φέρλονγκ, δίνει το στίγμα μιας ολόκληρης εποχής, μέσα από μια σειρά από περιγραφές απλών συμβάντων οι οποίες γίνονται οι αφορμή για να ξυπνήσουν τις παιδικές μνήμες του ήρωα. Ο Μπιλ Φέρλονγκ, παιδί αγνώστου πατρός και μιας υπηρέτριας, μεγάλωσε χάρη στις φροντίδες μιας ευκατάστατης χήρας που ζούσε λίγο έξω από την πόλη σε μια αρχοντική αγροικία, παίρνοντας υπό την προστασία της τη νεαρή υπηρέτρια και το εξώγαμο παιδί της. Το παρελθόν του ήρωα έχει ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη της πλοκής, όσο και για τη σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του, καθώς θα έρθει αντιμέτωπος την παραμονή των Χριστουγέννων με ένα συμβάν που αποτελεί τον πυρήνα του βιβλίου. Ο Φέρλονγκ πηγαίνοντας νωρίς το πρωί για να παραδώσει κάρβουνα στο μοναστήρι της περιοχής, βρίσκει στην παγωμένη αποθήκη κλειδωμένο ένα νεαρό κορίτσι που ισχυρίζεται ότι η ηγουμένη τής έχει αρπάξει το νεογέννητο μωρό της και την έχει κλειδώσει ξυπόλυτη, χωρίς νερό και φαγητό, ανάμεσα στα τσουβάλια με τα κάρβουνα. 

Η εικόνα που αντικρίζει ο Φέρλονγκ, τον στοιχειώνει. Το βλέμμα απόγνωσης του κοριτσιού, ο φόβος, η βία, σκάβουν βαθιά μέσα στο παρελθόν του Φέρλονγκ και ξυπνούν μνήμες από τα δικά του παιδικά χρόνια, από τη μητέρα του που θα μπορούσε να είναι στη θέση αυτού του άτυχου κοριτσιού, αν δεν την συνέτρεχε η κυρία Γουίλσον. Τι έχει απογίνει το μωρό της νεαρής κοπέλας; Τι ρόλο παίζει το μοναστήρι σε αυτή τη ζοφερή ιστορία; Αν και η χειριστική ηγουμένη προσπαθεί να καθησυχάσει τον Φέρλονγκ, στήνοντας μια υποκριτική, δόλια παράσταση, αφήνοντας στον αέρα να αιωρείται μια απειλή για τις πέντε κόρες του ήρωα, ο Μπιλ παλεύει με τη συνείδησή του για να βοηθήσει το κορίτσι, αψηφώντας τις απειλές και τις προειδοποιήσεις των συμπολιτών του να μην τα βάλει με το μοναστήρι. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τόσο αποτρόπαιο τόσο κοντά τους και να μην έχει καταρρεύσει ολόκληρος ο κόσμος γύρω τους; «Γιατί άραγε, τα πράγματα που είναι τόσο κοντά μας, καμιά φορά είναι ακριβώς αυτά που είναι πιο δύσκολο να δούμε;», αναρωτιέται ο Μπιλ Φέρλονγκ. 

Το βιβλίο αποτελεί μεν προϊόν μυθοπλασίας, όλα τα πρόσωπα είναι επινοημένα, η ζοφερή όμως ιστορία του μοναστηριού που κρατούσε δέσμια νεαρά κορίτσια και τα ανάγκαζε δια της βίας να εργάζονται σκληρά σαν σκλάβες σε άθλιες συνθήκες, ενώ τα μωρά τους πωλούνταν στην Αμερική σε ένα δίκτυο παράνομων υιοθεσιών, είναι πραγματική. Όπως αναφέρει η συγγραφέας στο επίμετρο του βιβλίου, «το τελευταίο πλυσταριό της Μαγδαληνής στην Ιρλανδία έκλεισε οριστικά το 1996. Δεν είναι γνωστό πόσα κορίτσια και γυναίκες φυλακίστηκαν και υποχρεώθηκαν σε αναγκαστική εργασία σε αυτά τα ιδρύματα, πόσα περιστατικά συγκαλύφθηκαν. Δέκα χιλιάδες είναι μια ταπεινή εκτίμηση· τριάντα χιλιάδες θα ήταν μια πιο ακριβής. Τα περισσότερα αρχεία για τα πλυσταριά της Μαγδαληνής καταστράφηκαν, χάθηκαν ή η πρόσβαση σε αυτά κατέστη αδύνατη. Σπανίως ο κόπος των κοριτσιών και των γυναικών αναγνωριζόταν με οποιονδήποτε τρόπο. Πολλά κορίτσια και γυναίκες έχασαν τα παιδιά τους. Κάποια άλλα έχασαν τη ζωή τους. Και άλλα ή τα περισσότερα έχασαν τη ζωή που θα μπορούσαν να είχαν […] Αυτά τα ιδρύματα τελούσαν υπό τη διοίκηση και χρηματοδότηση της Καθολικής Εκκλησίας σε συνεργασία με το Ιρλανδικό Κράτος. Καμία απολογία δεν είχε εκδοθεί από μέρους της ιρλανδικής κυβέρνησης αναφορικά με τα πλυσταριά της Μαγδαληνής πριν την απολογία του Πρωθυπουργού Έντα Κένι το 2013». 

Παράλληλα με τη ζοφερή ιστορία του μοναστηριού, η Κλερ Κίγκαν δίνει και μια πολύ ατμοσφαιρική χριστουγεννιάτικη εικόνα της Ιρλανδίας, με την οικογένεια να φτιάχνει γλυκά στο τραπέζι της κουζίνας, γεμίζοντας το πάτωμα με αλεύρι, με παγωμένα τοπία, με παιδιά που γράφουν τα γράμματά τους στον Άη Βασίλη και λένε τα κάλαντα, με τσαγιέρες που σφυρίζουν πάνω στην ξυλόσομπα, με κούπες με αχνιστό glühwein που μυρίζει κανέλα, γαρύφαλλο και γλυκάνισο και με κουρασμένους ανθρώπους που αναζητούν το νόημα της ζωής στην απλότητα, στο τώρα, στη στιγμή που περνάει και χάνεται, σε μικρά πράγματα σαν κι αυτά.

ΥΓ. Το βιβλίο με συντρόφευσε σε μια προ-χριστουγεννιάτικη βροχερή βόλτα στο δάσος, για πεζοπορία. Το ξεκίνησα πίνοντας τον καφέ μου στον ιππικό όμιλο και το τελείωσα επιστρέφοντας σπίτι, στον κήπο με μια αφράτη κουβέρτα και μια κούπα με καυτό glühwein. Καλά Χριστούγεννα!

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: