
Όσα ερωτεύθηκα την εβδομάδα που πέρασε: Ένας σύγχρονος Φάουστ που σε βυθίζει στο σκοτάδι της Κόλασης για να σε οδηγήσει στο φως. Μια βραδιά στη μυσταγωγία του Kiku που σε εξαγνίζει, ως άλλο Καθαρτήριο, και σε κάνει να νιώθεις σαν να βρίσκεσαι μέσα στο αέρινο, ποιητικό σκηνικό του Γουόνγκ Καρ-Βάι από το φιλμ «In The Mood For Love». Και, τέλος, δυο ώρες στον Παράδεισο, με τον συγκλονιστικό Γιώργο Πέτρου και την Καμεράτα, σε μια μπαρόκ αφήγηση της Ανάστασης του Χέντελ για τα Θεία Πάθη.

Η παράσταση: Ο Φάουστ στο Εθνικό Θέατρο. Μια κολασμένα ευφυής εκδοχή του θρυλικού έργου του Γκαίτε, από έναν σπουδαίο σκηνοθέτη της εποχής μας.

Ο μεσαιωνικός θρύλος του Φάουστ, με τις βαθιές ρίζες του στη γερμανική λαογραφία, έχει αγγίξει μέσα στους αιώνες, με τη σκοτεινή του γοητεία του, το φαντασιακό πολλών σπουδαίων καλλιτεχνών, οι οποίοι δημιούργησαν τα δικά τους έργα Τέχνης στο θέατρο, τη λογοτεχνία, την όπερα, τη ζωγραφική και τη συμφωνική μουσική, για να αφηγηθούν την ίδια ιστορία αλλά με παραλλαγές και διαφορετικές οπτικές γωνίες. Από το πρώτο -φαιδρό, ανεκδοτολογικό και ηθικολογικό- αφήγημα του Γιόχαν Σπιτς, το 1587, ο Φάουστ ξεκίνησε επίσημα το αέναο ταξίδι του μέσα στο χρόνο, ξεφεύγοντας από την προφορική λαογραφική του διάσταση, για να περάσει στο πάνθεον της κλασικής γερμανικής γραμματείας με το θρυλικό ποιητικό δράμα «Φάουστ» (1808-1832) του Γκαίτε. Δεν ήταν όμως μόνο ο Γκαίτε που βυθίστηκε στον ζόφο μιας ανίερης συναλλαγής με τον Σατανά: Από τον ημιτελές θεατρικό έργο του Γκότχολτ Έφραιμ Λέσσινγκ (1784) και το θεατρικό έργο «Η τραγική ιστορία δόκτορος Φάουστ» (1592) του Κρίστοφερ Μάρλοου, μέχρι το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του «Δρ. Φάουστους» του Τόμας Μαν, το «Μεφίστο» του γιου του Κλάους Μαν και τον αφηγηματικό χείμαρρο του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ στο συγκλονιστικό «Ο Μαιτρ και τη Μαργαρίτα», οι εκδοχές του θρύλου του Φάουστ ποικίλλουν. Πρόκειται λοιπόν για έναν ανοιχτό διάλογο που ανά εποχή αποκτά μια νέα εκδοχή, σύμφωνα με τα κοινωνικά, πολιτικά ή πολιτισμικά συμφραζόμενα. Παράλληλα ο ίδιος θρύλος με διάφορες παραλλαγές συναντάται και στη μουσική, μεταξύ των οποίων «Η καταδίκη του Φάουστ» του Εκτόρ Μπερλιόζ, η «Συμφωνία του Φάουστ» του Φραντς Λιστ, οι «Σκηνές του Φάουστ του Γκαίτε» του Ρομπερτ Σούμαν και φυσικά η διάσημη όπερα «Φάουστ» του Σαρλ Γκουνό κ.ά. Η λίστα είναι ατελείωτη: από μπαλέτα και όπερες, μέχρι lieder, συμφωνικά ή λυρικά έργα κλασικής μουσικής, κι από comics και manga μέχρι ποπ και ροκ τραγούδια, ποιήματα, θεατρικά, πίνακες ζωγραφικής και video games.

Σε αυτή τη μακρά σειρά της επανεμφάνισης του Φάουστ προστίθεται τώρα και η συγκλονιστική θεατρική εκδοχή του Άρη Μπινιάρη που παίζεται αυτή τη στιγμή στο Εθνικό Θέατρο (έως την 1η Ιουνίου). Η παράσταση είναι μεν εμπνευσμένη από το θεατρικό έργο του Γκαίτε, αλλά -προσοχή- πρόκειται για μια ευφυή σύγχρονη διασκευή που χρησιμοποιεί σημεία από το λυρικό κείμενό του (από τη μετάφραση του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, εκδ. Εστία), με μια δημιουργική σύζευξη από άλλες λογοτεχνικές, θεατρικές, δοκιμιακές και ποιητικές προσεγγίσεις όπως αυτή του Μάρλοου, του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, του Μπουλκάκοφ, του Ρεμπό, με πλήθος παραπομπών στον Φρόιντ, τον Γουνγκ, τον Μπατάιγ.

Πίστευα ότι μετά τη θεατρική παράσταση του Φάουστ από την Κατερίνα Ευαγγελάτου, που είχα δει πριν χρόνια στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά (εκείνη πιστή στο κείμενο του Γκαίτε), δεν θα έβλεπα κάτι εξίσου συγκλονιστικό που θα μου έκοβε την ανάσα. Τι είναι αυτό που με έκανε να μην μπορώ να πάρω ούτε δευτερόλεπτο τα μάτια μου από τη σκηνή; Η εκφορά του λόγου; Η κινησιολογία; Τα σκηνικά και τα κοστούμια; Η μουσική; Η σκηνοθετική ματιά; Ο φωτισμός; Οι ερμηνείες; Όλα αυτά. Στον Φάουστ του Μπινιάρη έχουμε τη συνύπαρξη -όπως σε κάθε παράσταση που γράφει ιστορία- ταλαντούχων ανθρώπων που έχουν κουμπώσει πάνω στο όραμα του σκηνοθέτη να δώσει μια σύγχρονη, ψυχαναλυτική εκδοχή στην ανίερη συνδιαλλαγή του Φάουστ με τον Εωσφόρο. Το ζοφερό ταξίδι κατάβασης στην κόλαση του ασυνειδήτου ξεκινά από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή-Εωσφόρου, όπου ο Φάουστ έχει καταφύγει γιατί όλα μέσα του στεγνώνουν. Μια δαιμονικά έξυπνη ιδέα που φέρνει τον Φάουστ στο σήμερα, εκεί όπου ο καθένας μας παλεύει να ξεφύγει από τη δική του κόλαση, στον ζόφο των ανικανοποίητων, καταπιεσμένων ή απωθημένων επιθυμιών που βράζουν μέσα σου σαν καζάνι της κολάσεως, στις εσωτερικές αλλεπάλληλες συγκρούσεις, στις σκιές, στις αμφιβολίες, στους φόβους, στις αναστολές, στα μειονεκτικά συμπλέγματα, στις ματαιώσεις που μας τρώνε από μέσα και γίνονται η μυστική μας ζωή.

Ο Μιχάλης Βαλάσογλου στο ρόλο του Φάουστ κόβει την ανάσα. Η σκηνή που συνταράσσεται πάνω στο ντιβάνι σαν δαιμονισμένος είναι μια υψηλή στιγμή. Ο Άρης Νινίκας ως Εωσφόρος είναι αποκάλυψη. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου παίζοντας τον κορυφαίο φόβο με τις σπασμωδικές της κινήσεις είναι ένα ποίημα επί σκηνής.

Η χορογράφος Φαίδρα Νταϊόγλου έχει δώσει ρεσιτάλ, κάνοντας την κινησιολογία των ηθοποιών τόσο εκφραστική που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους.



Ομοίως τα σκηνικά (και τα κοστούμια) που έχει δημιουργήσει ο εξαιρετικός Πάρις Μέξης, η μουσική του Τζεφ Βάγγερ και οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, χτίζουν έναν ζωντανό καμβά που έχει ταυτόχρονα χιούμορ, λυρισμό και την αφηγηματική δυναμική μιας αληθινής μυσταγωγίας που σε γραπώνει από την πρώτη σκηνή μέχρι να πέσει η αυλαία.



Η γαστρονομία: Ένας ήλιος που ανατέλλει βρίσκεται στην καρδιά του Kiku σαν οπερετικό ή κινηματογραφικό σκηνικό, ένα μπαρ που φλέγεται σε υποδέχεται στην είσοδο, μια σάλα με μαρμάρινες επιφάνειες που λάμπουν στο ημίφως, με ανθισμένα κλαδιά κερασιάς να αιωρούνται από πάνω τους, κρύβεται στην αριστερή πλευρά του διατηρητέου κτιρίου της Ξενοκράτους, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μαγική.

Το πιο διάσημο και διαχρονικό ιαπωνικό εστιατόριο της Αθήνας δεν είναι απλώς ένας χώρος εστίασης αφιερωμένος στις έθνικ γαστριμαργικές απολαύσεις, είναι ένας τρισδιάστατος καμβάς, ηδονικά μαύρος, που απεικονίζει έναν κήπο αισθήσεων και ηδονών.

Αυτή τη φιλήδονη αισθητική συμπληρώνει η λεπτή και φίνα κουζίνα του ρωσικής καταγωγής σεφ Sergei Osipov, με γεύσεις που ποντάρουν στη δύναμη του μινιμαλισμού για να σου μείνουν αξέχαστες. Όχι τυχαία το Kiku από το 1993 αποτελεί ένα εστιατόριο που έγινε εξαρχής κλασικό, ένα τοπόσημο της Αθήνας, που έχει γράψει ιστορία.

Το Black Cod ήταν τόσο εθιστικό που το ονειρεύομαι. Το Tuna Ssambap, σαν εικονικό ηλιοτρόπιο μέσα στο πιάτο με τη γύρη φτιαγμένη από ερυθρό τόνο και χαβιάρι Oscietra στο κέντρο, είναι ένα μικρό έργο Τέχνης.

Τα Wagyu Tacos με τα κυβάκια από το τρυφερό μοσχάρι Wagyu Kagoshima A5, με κρεμμυδάκι εσαλότ και μια πολύ νόστιμη avocado oyster sauce, έχουν μια γεύση από τον Παράδεισο. Εξαγνισμός.

Διαβάστε τις εντυπώσεις μου από την επίσκεψη στο Kiku, πιο αναλυτικά, στο σχετικό άρθρο που έγραψα για το iefimerida.


Η μουσική: Οι κυματισμοί των χεριών του Γιώργου Πέτρου, του διεθνούς Έλληνα μαέστρου που υπό τη διεύθυνσή του απογείωσε την Καμεράτα προσφέροντας της μια δυναμική παρουσία σε όλο τον κόσμο (ως Armonia Atenea, όπως είναι διεθνώς γνωστή η ορχήστρα στο εξωτερικό, με συναυλίες στα μεγαλύτερα θέατρα από την Σκάλα του Μιλάνου και το Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων μέχρι το Τεάτερ αν ντερ Βην της Βιέννης και την Αίθουσα Τσαϊκόφσκι της Μόσχας κ.ά.), έδιναν τον ρυθμό στη μουσική του μπαρόκ δραματοποιημένου ορατορίου «Η Ανάσταση» του Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ, τη Μεγάλη Δευτέρα στο Μέγαρο Μουσικής.

Εκτός από την πάντα εξαίσια μουσική διεύθυνση του σπουδαίου Πέτρου -του οποίου είμαι χρόνια φαν- και την Καμεράτα που ήταν σε φόρμα, ξεχωριστή ήταν και η φοβερή ερμηνεία του -γεννημένου το 1999- Ιταλού κόντρα-τενόρου/σοπράνο Νικολό Μπαλντούτσι, ο οποίος έκλεψε ως Άγγελος την παράσταση. Οι φωτισμοί καθώς και τα βίντεο του Γιώργου Τέλλου έδιναν μια μοντέρνα νότα στο κλασικό ορατόριο της μπαρόκ περιόδου.

Η Ανάσταση, που παρουσιάστηκε από τον Χέντελ πρώτη φορά, την Κυριακή του Πάσχα του 1708, στη Ρώμη, αφηγείται τα γεγονότα πριν και μετά και την Ανάσταση του Ιησού, αλλά και τη διαμάχη μεταξύ των δυνάμεων του Παραδείσου και της Κόλασης. Ο Άγγελος συνδιαλέγεται με τον Εωσφόρο, ενώ η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Κλωπά και ο Ιωάννης αφηγούνται τα γεγονότα, εκφράζοντας τον πόνο για τα Θεία Πάθη, τη λύπη για τον θάνατο του θεανθρώπου, αλλά και τη γαλήνη, την άφατη χαρά που φέρνει το μήνυμα της Αναστάσεως. Το πνεύμα του κακού και του καλού δίνουν τη μεταφυσική διάσταση, ενώ οι τρεις άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα εκφράζουν «τα πάθη του ανθρώπου, που δυστυχώς ή ευτυχώς είναι τα ίδια εδώ και χιλιάδες χρόνια», αφού όπως μου επισήμανε ο ίδιος ο μαέστρος εύστοχα σε μια απολαυστική συζήτηση που είχαμε,ανάμεσα στις πρόβες, πριν τη συναυλία της Μεγάλης Δευτέρας, «είναι αρχέτυπα».

Το βιβλίο: Εκτός από τη μετάφραση του Φάουστ από τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο (εκδ. Εστία), την οποία εντόπισα με κόπο, ψάχνοντας σε διάφορα σημεία -στις χαοτικές μου βιβλιοθήκες, στα βιβλιοϋπόγεια και τις στοίβες που χάσκουν αριστερά δεξιά- στα σπίτια όπου μοιράζομαι το χρόνο μου, μεταξύ πόλης και εξοχής, ξεκίνησα και το δοκίμιο «Κάτω από τον ανοιχτό ουρανό» του Θανάση Λάμπρου (εκδ. Περισπωμένη), μια πραγματεία για τον Φάουστ και τη σύνδεσή του με το μυθιστόρημα «Τα χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ». Παράλληλα φλερτάρω με την ιδέα να κάνω στάση αύριο, μεταξύ των διαφόρων συναυλιών του Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής, σε κάποιο βιβλιοπωλείο, για να αγοράσω τον «Ερωτισμό» του Μπατάιγ (εκδ. Ίνδικτος). Διάβασα κάποια αποσπάσματα επιλεγμένα από τον Άρη Μπινιάρη και τη δραματολόγο της παράστασης, την Έρι Κύργια, στο πρόγραμμα του Φάουστ από το Εθνικό και έχω ερωτευθεί τον ρέοντα, λυρικό και γεμάτο χυμούς λόγο του Μπατάιγ, όπως τον έχει μεταφράσει ο αλησμόνητος, σπουδαίος Κωστής Παπαγιώργης.

ΥΓ. 1. Για κοκτέιλς που έχουν βιβλικά ονόματα (Δαβίδ, Ναούμ, Σαμουήλ, Ιωνάς, Μαλαχίας), πηγαίνουμε αυτές τις μέρρς στο ωραίο wine bar Προφήτης στο Παγκράτι, με μανουάλια όπου οι θαμώνες του μπαρ ανάβουν κεριά.

YΓ. 2.Αναζητήστε τη «Συμφωνία του Φάουστ» του Φραντς Λιστ, από την Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης, σε μουσική διεύθυνση του Ούγγρου μαέστρου Ιβάν Φίσερ. Έχει μπει ήδη στα favorites του iDagio και την ακούω αυτές τις ημέρες με τον πρωινό μου καφέ.

