Γραφείο στο Αιγαίο

Ένα παλιό ξύλινο γραφείο σε μια βεράντα πέτρινη που τη χτυπά ο βοριάς. Γαλάζιο σε μπλε φόντο. Με λευκά βότσαλα για να κρατούν τις σελίδες και με σημάδια του χρόνου χαραγμένα στο ξύλο. Σκουριές και μελτέμια.

Αυτό είναι ο ιδανικός Αύγουστος για εμένα. Ένα γραφείο στον ανοιχτό ορίζοντα και μια στοίβα αδιάβαστα βιβλία. Ξύπνημα με το φως της ανατολής που τρυπώνει στο δωμάτιο από τον φεγγίτη και κολύμπι στα παγωμένα νερά. Ένα μπριάμ με κολοκυθάκια, μελιτζάνες και μαϊντανό από το γειτονικό μποστάνι και φρέσκο προζυμένιο χωριάτικο ψωμί που φέρνει το φορτηγάκι κάθε πρωί, κατά τις έντεκα, από το παραδίπλα ορεινό χωριό. Περπάτημα στα κατσάβραχα για να αγοράσεις κατσικίσιο τυρί και φρέσκα αυγά από το σπίτι μιας γιαγιάς, στη μέση του πουθενά, με πλαστικές καρέκλες στη λόντζα και βασιλικούς στους σκουριασμένους τενεκέδες της φέτας. Απογευματινοί καφέδες στο καφενείο του χωριού και κεφτεδάκια που μοσχομυρίζουν από τα κυκλαδίτικα μυρωδικά. Και μετά, διάβασμα στο ημίφως της βεράντας, μέχρι να νυστάξεις, ενώ ακούς τα κύματα να σκάνε στα βράχια από κάτω.

Αυτός ο μινιμαλισμός των Κυκλάδων είναι η δική μου πατρίδα. Το λιτό -μέσα- σπίτι μου. Το μόνο πράγμα που έχω πραγματικά ανάγκη για να είμαι συν, είναι η αφαίρεση.

«Το να αφήνεις πίσω τους τρόπους του κόσμου μοιάζει καμιά φορά σαν να παρουσιάζεις ως ταπεινοφροσύνη κάτι που στην πραγματικότητα είναι υπεροψία, ενίοτε και μεγαλαυχία. Δεν πρόκειται εδώ για κάτι τέτοιο. Για μένα αποτελεί μια απέραντη ξεκούραση, μια μορφή ηδονισμού. Να τριγυρνάω στον κήπο μου· να βλέπω τα βιβλία μου συγκεντρωμένα, ξέροντας ότι έχω φτάσει στο έρημο νησί με περισσότερους από τους αιώνιους “δέκα τίτλους”· το να είμαι μακριά από τα πάντα -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχω πάψει να παρατηρώ τον κόσμο, να τον εξετάζω, να τον μελετώ, να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τα σημάδια του, να διαισθανθώ τις κινήσεις του- όλα αυτά μαζί είναι μια απόλαυση», γράφει ο Σέρχιο Πιτόλ στο απολαυστικό του βιβλίο «Η Τέχνη της Φυγής» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Δώμα).

Πρόκειται για την ηδονική καταγραφή στιγμιότυπων από τη ζωή ενός αθεράπευτου βιβλιομανούς. Ένα άτυπο ημερολόγιο σκέψεων, ονείρων, εντυπώσεων από τα διαβάσματά του ή μια υβριδική βιογραφία που παρουσιάζει την ανάγνωση ως απόλαυση, ως τρόπο φυγής, ως ταξίδι-δωματίου, ως αντίδοτο σε μια ζωή κενής νοήματος που ο δυτικός άνθρωπος, απαλλαγμένος από ουτοπίες και ψευδαισθήσεις, είναι αναγκασμένος να τροφοδοτήσει με κάποιο νόημα για να μπορέσει, τελικά, να επιβιώσει.

«Το άτομο, θα τολμήσω λοιπόν να πω, είναι τα βιβλία που έχει διαβάσει, οι πίνακες που έχει δει, η μουσική που έχει ακούσει και ξεχάσει, οι δρόμοι που έχει περπατήσει. Το άτομο είναι τα παιδικά του χρόνια, η οικογένειά του, κάποιοι φίλοι, λίγοι έρωτες, αρκετές απογοητεύσεις. Το άτομο είναι ό,τι έχει μείνει από ένα άθροισμα που το ακολούθησαν αναρίθμητες αφαιρέσεις», γράφει από τις αρχές κιόλας, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του ο Σέρχιο Πιτόλ, «ξεκαθαρίζοντας» ότι εδώ δεν υπάρχει μια καταγραφή της μνήμης που ακολουθεί πιστά γεγονότα και έχει τη γραμμική αφήγηση που έχουν τα συνηθισμένα memoir. Τα όνειρα και οι εφιάλτες μπλέκονται με τα βιβλία που διάβασε ή μετέφρασε o ίδιος στην πορεία της ζωής του, οι ιστορίες που έζησε συναντούν σπασμένες εικόνες και φευγαλέες εντυπώσεις που γεννήθηκαν στη φαντασία, οι μελωδίες και τα χρώματα από τα μουσικά έργα και τους πίνακες, αντίστοιχα, που ερωτεύθηκε γίνονται το ίδιο σώμα με τα παιδικά του βιώματα ή με τις πλούσιες ταξιδιωτικές του εμπειρίες.

Ο Σέρχιο Πιτόλ (1933–2018), γεννήθηκε στην Πουέμπλα του Μεξικού υπήρξε ένα φτωχό ασθενικό παιδί που μεγάλωσε απομονωμένο στο μικρό σπίτι της γιαγιάς του, το οποίο μεταμορφώθηκε σε έναν κοσμοπολίτη, λόγιο διπλωμάτη που ασχολήθηκε παράλληλα με την καριέρα του στο Διπλωματικό Σώμα του Μεξικού -εργάστηκε ως πολιτιστικός σύμβουλος στις πρεσβείες του Μεξικού στη Βαρσοβία, στο Παρίσι και στη Βουδαπέστη, ενώ αργότερα, κατά τη δεκαετία του ’80, υπηρέτησε ως πρέσβης της πατρίδας του στην Τσεχοσλοβακία-, με τη συγγραφή και τη μετάφραση (μετέφρασε Τσέχωφ από τα ρωσικά, Γκομπρόβιτς από τα πολωνικά, Κόνραντ και Χένρυ Τζέιμς από τα αγγλικά, και πολλά άλλα). Από το ανήλιαγο δωμάτιο των παιδικών του χρόνων, όπου καταβρόχθιζε αμέτρητα βιβλία για να αποδράσει, κατάφερε να ανοιχτεί στον κόσμο για να γραπώσει τη ζωή και να γευτεί τους πιο απολαυστικούς της χυμούς. Δεν σταμάτησε ποτέ να διαβάζει. Ήταν πάντα πάνω απ’ όλα αναγνώστης, ένας ταξιδευτής των σελίδων που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχωρίσει όσα έζησε από εκείνα που φαντάστηκε διαβάζοντας.

«Κάθε πράγμα είναι μέσα σε όλα τα πράγματα», λέει στο βιβλίο του και αυτό ακριβώς είναι η Τέχνη της Φυγής, το πρώτο μέρος από την Τριλογίας της Μνήμης. Χωρισμένος σε τρία μέρη -Μνήμη, Γραφή, Αναγνώσεις-, το βιβλίο είναι μια απολαυστική βουτιά μέσα στα κύματα, όπου από τις πρώτες σελίδες μαγεύεσαι και αφήνεσαι να σε πάνε τα θαλάσσια ρεύματα της αφήγησης όπου αυτά θέλουν.

ΥΓ. Έχω αδυναμία στα βιβλιοβιβλία, δηλαδή στα βιβλία που οδηγούν σε άλλα βιβλία. Έτσι και αυτό, με έκανε να θέλω να επιστρέψω στον κόσμο του Αντόνιο Ταμπούκι. Στην ηδονική άγονη νησίδα από την πρώτη επιστολή του βιβλίου του «Είναι αργά, όλο και πιο αργά» ή στο ημιφωτισμένο γραφείο του Περέιρα στην εφημερίδα Λισμπόα, στη Λισαβόνα του 1938, κατά τα πρώτα έτη της άγριας δικτατορίας του Σαλαζάρ όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημά του «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα».

2 Replies to “Γραφείο στο Αιγαίο”

  1. κάθε φορά ανοίγω τα email σου με μια τεράστια ανυπομονησία και χαρά για την απόλαυση που δεδομένα θα ακολουθήσει! Ευχαριστώ πολύ για τα μαγευτικά ταξιδια! ❤️

    Like

    1. Ντέπυ μου αγαπημένη σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ για τα καλά σου λόγια! Να κανονίσουμε από Σεπτέμβρη να τα πούμε 😘❤️

      Like

Leave a reply to Despina Ploussiou Cancel reply