Διαβάζοντας στις Σπέτσες το viral βιβλίο του καλοκαιριού

Κάνοντας ηλιοθεραπεία στις άσπρες σεζλόνγκ του Άγιου Μάμα, πίνοντας καφέ στο καφενείο του Ρούσσου στο λιμάνι, απολαμβάνοντας ένα aperitivo στα ριγέ άσπρα μπλε μαξιλάρια του Nebbiolo ή ένα brunch στους αφράτους καναπέδες της κοσμοπολίτικης βεράντας του Posidonion Grand Hotel, διάβασα, στις αρχές του Σεπτέμβρη, το πιο πολυφωτογραφημένο και πολυσυζητημένο στο Instagram βιβλίο του φετινού καλοκαιριού: το «Σουπερόσαυρος» της Μέργεμ Ελ Μεγντάτι (μτφρ. Ιφιγένεια Ντούμη, εκδ. Carnivora).

Πρόκειται για το δυναμικό λογοτεχνικό ντεμπούτο μιας νεαρής συγγραφέως με καταγωγή από το Μαρόκο, που ζει μόνιμα στις Κανάριες Νήσους, στο Λα Πάλμα του Γκραν Κανάρια — ένα νεανικό μυθιστόρημα γραμμένο σε μορφή ημερολογίου, το οποίο έχει γίνει viral διεθνώς, γιατί μιλά στη νεο-φεμινιστική σύγχρονη γλώσσα των κοριτσιών της Generation Z, εκφράζοντας τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, τις αγωνίες αλλά και την κουλτούρα, το χιούμορ και εν μέρει τις απόψεις τους.

Η ηρωίδα της Μέργεμ Ελ Μεγντάτι στον Σουπερόσαυρο, είναι ο νεανικός της εαυτός όταν ήταν ήταν πρακτικάρια στα γραφεία του σούπερ μάρκετ Σουπερόσαυρος των Κανάριων Νήσων. Η Μέργεμ έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της, έχει πτυχίο, μεταπτυχιακό, γλώσσες, ικανότητα να παίζει στα δάχτυλα την τεχνολογία και όμως αμείβεται με έναν χαμηλότατο μισθό πείνας που της επιτρέπει όχι να ζει αλλά ούτε καν να φυτοζωεί. Αναγκάζεται να κάνει ολόκληρο ταξίδι κάθε μέρα, από τη μια πλευρά του νησιού στην άλλη, με τη συγκοινωνία, χάνοντας τρεις ώρες από τη ζωή της στο πήγαιν’ έλα, με αποτέλεσμα να επιστρέφει στο σπίτι της το βράδυ κατάκοπη, αηδιασμένη, ταπεινωμένη, κενή, χωρίς να έχει διάθεση να κάνει οτιδήποτε άλλο πέρα από το να πέσει με τα μούτρα σε μια γαβάθα με comfort food και να κοιμηθεί, για να ξυπνήσει το επόμενο πρωί και να πάει σαν ρομπότ στο γραφείο-κολαστήριο όπου θα κάνει μια από τα ίδια, χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική, χωρίς ουσία ή δημιουργικότητα. Η Μέργεμ μετατρέπεται σε ένα άβουλο γρανάζι, νιώθoντας αηδία και θυμό και ανακαλύπτοντας ότι τελικά αυτός ο θυμός, η αρνητίλα, η διάθεση να κάνει #cancel στον κόσμο των Boomers, της Gen X και των Millennials, είναι το μόνο ζωντανό πράγμα που της έχει απομείνει μέσα της.

Διάβασα τον «Σουπερόσαυρο» με μεγάλο ενδιαφέρον, συναντώντας σε πολλά σημεία της αφήγησης τις ανιψιές μου και τις φίλες τους που έχουν γεννηθεί μια δεκαετία μετά, αλλά η ματιά τους -κυρίως ως προς το φεμινιστικό κομμάτι-, μου θυμίζει, σε γενικές γραμμές, όσα γράφει η Μέργεμ στο αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα. Η Μέργεμ σε άλλα σημεία με κούρασε με όλη αυτή τη -συχνά άνευ λόγου- μυγιάγγιχτη ξινίλα της για όλους και για όλα ανεξαιρέτως και σε άλλα με έκανε να χαμογελάσω με κατανόηση ή να γελάσω. Η αφήγηση ρολάρει παρά το γεγονός ότι πολλά κομμάτια του βιβλίου είναι ελαφρώς φλύαρα ή ανούσια, ανακυκλώνοντας τα ίδια και τα ίδια επαγγελματικά σκηνικά με την πενηντάρα προϊσταμένη που μισεί θανατηφόρα (ιδίως στο πρώτο μισό του βιβλίου). Όταν η Μέργεμ φεύγει από την πατρική εστία και πάει να ζήσει μόνη της ή όταν ερωτεύεται έναν μεγαλύτερό της συνάδελφο από το γραφείο, το βιβλίο αποκτά περισσότερο χαρακτήρα και πλοκή, ενώ το ψυχογράφημα ενός κοριτσιού της Generation Z αρχίζει να γίνεται πιο βαθύ, ουσιαστικό, αγγίζοντας κοινωνικά θέματα, όπως τη δυσκολία ενός νεαρού ατόμου αυτής της γενιάς να καταφέρει, με τους τραγικούς μισθούς και την ακρίβεια, να ζήσει μόνο του ακόμα και σε μια ανήλιαγη -ακριβή χωρίς λόγο- γκαρσονιέρα.

Ο φόβος που έχουν δικαιολογημένα τα κορίτσια να κυκλοφορήσουν μόνα, η τοξική αρρενωπότητα με την οποία γαλουχούνται τα αγόρια, η κουλτούρα του σεξ στην εποχή των dating apps, τα ψηφιακά αφηγήματα και η ψευτοζωή των διεσταλμένων φακών και κατόπτρων των κοινωνικών δικτύων που είναι κατά βάθος βαθύτατα αντικοινωνικά, βρίσκονται στις σελίδες του Σουπερόσαυρου. TikTok, Tinder, LinkedIn, Χάρι Πότερ, όλα γίνονται μέρος των ημερολογιακών καταγραφών του Σουπερόσαυρου σε ένα βιβλίο που στόχο είχε να λειτουργήσει σαν ακτινογραφία των σύγχρονων κοριτσιών της Generation Z. Τα καταφέρνει η Μέργεμ Ελ Μεγντάτι; Εν μέρει ναι, αλλά υπάρχουν πολλά που λείπουν για να μιλήσουμε για ένα βιβλίο που εκφράζει καθολικά μια ολόκληρα γενιά. Η Μέργεμ ανήκει στην εργατική τάξη, έχει μια αριστερή οπτική για τα πράγματα και είναι μια μοντέρνα μουσουλμάνα, δεύτερης γενιάς μετανάστρια στις Κανάριες Νήσους, άρα στο βιβλίο, όπως είναι φυσικό, εκφράζονται τα πολιτισμικά στοιχεία της δικής της ταυτότητας. Δεν ξέρω κατά πόσο ταυτίζονται μαζί της τα συνομήλικα κορίτσια που έχουν μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου η θρησκεία, ας πούμε, παίζει πια ελάχιστο ρόλο και ζουν μακριά από τις παραδόσεις, τις κοινωνικοπολιτισμικές επιταγές και τα κατάλοιπά τους. Δεν ξέρω αν βλέπουν το σεξ, τον έρωτα, την ελευθερία, τη θέση της γυναίκας με το ίδιο μάτι. Όπως επίσης δεν ξέρω αν η κοινωνικοπολιτική ματιά της Μέργεμ μπορεί να εκφράσει καθολικά μια ολόκληρη γενιά με μεγάλη κοινωνική διαστρωμάτωση (δεν έχουν μεγαλώσει πχ όλα τα παιδιά θεωρώντας εξ΄ορισμού ένδειξη κοινωνικής αναισθησίας ή ως «κακό» το να ζεις ευκατάστατα σε μια βίλα ή σε κατοικία μιας καλής περιοχής). Σίγουρα όμως εκφράζει ένα μεγάλο κομμάτι της.

Παρόλα αυτά ο Σουπερόσαυρος δίνει ξεκάθαρα ένα μήνυμα που, είτε μας αρέσει είτε όχι, οφείλουμε να ακούσουμε, για ένα βασικότατο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία των νεαρών κοριτσιών που ζουν σήμερα στη δυτική κοινωνία: φτάνουν στα 30 και ενώ ντρεσαρίστηκαν από μικρά για έναν καινούργιο τεχνολογικά ψηφιοποιημένο κόσμο που θα τα κάνει όλα πιο εύκολα, έρχονται αντιμέτωπα με μια νέα ψηφιακή γραφειοκρατία, με δουλειές που αμείβονται κάκιστα αλλά απαιτούν πτυχία, μεταπτυχιακά, τεχνολογικές δεξιότητες και γλώσσες, με έναν μισογυνισμό που ακόμα καλά κρατεί, με ένα πορνοποιημένο ηλεκτρονικό φλερτ που τις αντιμετωπίζει σαν ζαμπόν που πωλείται με το κιλό, με εργοδότες και συναδέλφους/συναδέλφισσες που εκτονώνουν την εξουσιομανία και τα απωθημένα που τους προκάλεσαν ή κληροδότησαν οι δεινόσαυροι Baby Boomers, με μια στεγαστική κρίση που παίρνει το σπίτι που τους αναλογεί και το μετατρέπει σε Airbnb και με κατάκοπους, ματαιωμένους γονείς που αδυνατούν να τα βοηθήσουν οικονομικά για να ανοίξουν τα φτερά τους και να φτιάξουν τη δική τους ζωή.

Ο Σουπερόσαυρος λοιπόν, παρά τις λογοτεχνικές αρετές που υπολείπεται ή τα σε κάποια σημεία υποκειμενικά πολιτισμικά, πολιτικά και κοινωνικά φίλτρα του, έχει τη δυναμική ενός βιβλίου που μπορεί να μιλήσει για το σήμερα, σε μια γλώσσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι της γενιάς του. Ας το ακούσουμε…

ΥΓ. Ο Σεπτέμβριος ανήκει στον Αργοσαρωνικό. Στις κοσμοπολίτικες Σπέτσες, που αγαπώ διαχρονικά -ελαφρώς λιγότερο από την Ύδρα που τη θεωρώ «το νησί μου»-, περάσαμε καταπληκτικά. Ό,τι λείπει από το νησί σε παραλίες, το έχει σε ατμόσφαιρα, σε ωραία σπίτια και αρχοντικά, σε απολαυστικά εστιατόρια όπως το On The Verandah, o Ταρσανάς, το Ορλώφ, ο Πάτραλης ή το καινούργιο Yiayiá, σε μπαρ και ταράτσες όπως η Άγρα ή το Bikini, σε καφενεία όπως ο Ρούσσος στο λιμάνι και φυσικά στον μαγικό κόσμο του Posidonion Grand Hotel που είναι ένα αληθινό κόσμημα και μοιάζει σαν να έχει βγει από ιστορία της Αγκάθα Κρίστι.

Leave a comment