Οι βόλτες για να αγοράσω βιβλία είναι ενικού αριθμού. Πάντα. Όταν πηγαίνω σε ένα βιβλιοπωλείο δεν θέλω παρέα. Είναι μια μικρή πολυτέλεια που προσφέρω στον εαυτό μου. Κλέβω λίγο χρόνο, παίρνω το ποδήλατο και βγαίνω έξω σαν τουρίστας.
Είναι μεγάλη απόλαυση: Να τριγυρνάς στην πόλη μόνος. Να σταματάς και να χαζεύεις. Να παρατηρείς, όσα πραγματικά το βλέμμα δεν προφταίνει όταν οδηγείς: Τους ανθρώπους που σου φαίνονται πιο όμορφοι όταν δεν βιάζεσαι, που τους χαμογελάς και ανθίζουν σαν λουλούδια. Τις πασχαλιές που έχουν βάψει μοβ την Αθήνα. Το γιασεμί που σκαρφαλώνει στα κάγκελα και μυρίζει τόσο που νιώθεις πως θα μεθύσεις. Τα κτίρια της πόλης. Τα μικρά μπαλκονάκια των γκρίζων πολυκατοικιών φορτωμένα με δεκάδες γλάστρες – μικρές τροπικές ζούγκλες σε δύο τετραγωνικά. Τα νεοκλασικά, τις πόρτες με τα περίτεχνα μπρούτζινα ρόπτρα και τις στέγες με τα ακροκέραμα.
Να περνάς με το ποδήλατο μπροστά από ωραίες βιτρίνες (στα Brooks Brothers στην οδό Αμερικής έχουν ανεβάσει ένα μεγάλο, παλιό ασπρόμαυρο εξώφυλλο του περιοδικού Life, δίπλα σε κάτι κοστούμια με ’50s γραμμές σαν αυτά που φοράνε οι πρωταγωνιστές του Mad Men). Nα κάθεσαι σε ένα σκαλάκι, κάτω από ανοιχτά παράθυρα με τα στόρια τραβηγμένα και τις κουρτίνες να ανεμίζουν στο ανοιξιάτικο αεράκι και να απολαμβάνεις τις μυρωδιές των φαγητών, να αφουγκράζεσαι τα σκόρπια λόγια, τις μουσικές… Να φαντάζεσαι τις μικρές καθημερινές ιστορίες όσων ζουν εκεί, ιστορίες που δεν θα σου διηγηθεί ποτέ κανείς.
Σήμερα ήταν μια τέτοια μέρα. Μια ωραία μέρα. Με βόλτες στον Εθνικό Κήπο κάτω από τα δέντρα και διάβασμα ξαπλωμένος στο γρασίδι.
Δηλαδή, όχι ακριβώς διάβασμα, τρεις φράσεις και ονειροπόληση. Είχα πάρει μαζί μου το βιβλίο που διαβάζω αυτές τις ημέρες, το ατμοσφαιρικό «Ένα μπλουζ για τη Ζέλντα» του βραβευμένου με Γκονκούρ Ζιλ Λερουά (εκδ. Μεταίχμιο). Μια υπέροχη μυθιστορηματική βιογραφία της Ζέλντα Φιτζέραλντ. Δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ βεβαίως, ζήτημα να διάβασα δέκα σελίδες. Χιλιάδες πράγματα μου αποσπούσαν την προσοχή: Δυο σπουργίτια που φλέρταραν μια ανάσα μακριά, ένας γάτος που έκανε ακροβατικά πάνω σε ένα γέρικο πλατάνι, μια παρέα Ισπανών που περνούσε γελώντας, τα κλαδιά των δέντρων που έμοιαζαν σαν να χορεύουν στον άνεμο.
«Προϊόν μιας κρίσης πάθους», γράφει στον πρόλογο η ίδια η συγγραφέας, «το Φωτιές έχει τη μορφή μιας συλλογής ερωτικών ποιημάτων ή, αν το προτιμάτε, λυρικών πεζών, με άξονα μια ορισμένη αντίληψη για τον έρωτα. Σαν τέτοιο, το έργο δεν απαιτεί σχόλια. Ο απόλυτος έρωτας που επιβάλλεται στο θύμα του μαζί, σαν αρρώστια και σαν προορισμός, υπήρξε πάντοτε ένα θέμα πείρας και ένα από τα πιο τετριμμένα λογοτεχνικά θέματα. Το πολύ-πολύ να υπενθυμίζαμε πως κάθε έρωτας βιωμένος, όπως αυτός από τον οποίο βγήκε το βιβλίο, πλέκεται, ξεπλέκεται κατόπιν, μέσα σε μια δεδομένη κατάσταση, και όπως αυτή η πλοκή γίνεται με τη συνεργασία ενός πολυσύνθετου κράματος από συναισθήματα και περιστάσεις που σ’ ένα μυθιστόρημα θα σχημάτιζαν την υπόθεση της αφήγησης και σ’ ένα ποίημα συνιστούν το σημείο από το οποίο ξεκινά το τραγούδι. Στο Φωτιές, αυτά τα συναισθήματα και αυτές οι συνθήκες εκφράζονται άλλοτε άμεσα, αλλά αρκετά κρυπτογραφημένα, από αποσπασματικές σκέψεις που στην αρχή, οι περισσότερες τουλάχιστον, αποτελούσαν σημειώσεις ενός προσωπικού ημερολογίου, και άλλοτε αντίθετα έμμεσα, μέσα από αφηγήσεις που δανείζομαι από το θρύλο ή απ’ την Ιστορία και που προορίζονται να χρησιμεύσουν στον ποιητή σαν στηρίγματα δια μέσου του χρόνου».
Πέρασα όλο το μεσημέρι διαβάζοντάς το στη σκιά των δέντρων. Καθισμένος, σε ένα απόμερο τραπέζι, στην ήσυχη αυλή του Νομισματικού Μουσείου στην Πανεπιστημίου, με ένα ποτήρι Μοσχοφίλερο και μια δροσερή σαλάτα, ψαρεύοντας λέξεις και σκόρπιες φράσεις από τις «Φωτιές» της ερωτευμένης Γιουρσενάρ.
Στο γυρισμό, κατηφορίζοντας με το ποδήλατο από την πλατεία Καρύτση προς το Μοναστηράκι, περνώντας μέσα από τα στενάκια του Ψυρρή, άκουγα τις πένθιμες καμπάνες να χτυπούν και σταμάτησα να προσκυνήσω τον επιτάφιο των Αγίων Ασωμάτων, στο μικρό πέτρινο εκκλησάκι πλάι στο σταθμό του Θησείου…
Αν δεν κάναμε την ίδια βόλτα (περάσαμε τα ίδια στενά την ίδια μέρα, χαζέψαμε την ίδια βιτρίνα, έως που ανάψαμε κερί στην ίδια εκκλησία στην Καρύτση) θα έλεγα πως ξεμυαλίστηκα με την αφήγηση της τσάρκας σου στο κέντρο. Όλα τα είχαμε κοινά εκτός από το τάιμινγκ. Δεν είναι τρελά λογοτεχνικό;Μόνο που περιμένω πως και πως να διαβάσω τις φωτιές της αγαπημένης Γιουρσενάρ -που τόσο λάτρεψα κάποτε από μια φωτογραφία της κουζίνας της που τόσο θα με ενέπνεε για την προβάνς era που έμελλε να ζήσω- και επίσης να πιω κρύο μοσχοφίλερο στον ηλιόλουστο κήπο του νομισματικού (που by the way φαίνεται σκέτη όαση!). Μαζί σου. That's a perfect day indeed.Υ.Γ.: Γάτος που έκανε ακροβατικά πάνω σε γέρικο πλατάνι; Φευ! Τελικά το έχεις κι εσύ με τα στοιχειά της φύσης..
LikeLike
Έκλεισε από τώρα! Μοσχοφίλερο στην αυλή του Νομισματικού… Χωρίς τον γάτο-ζογκλέρ 🙂
LikeLike
Το μόνο που έχω να πω.. είναι ότι ανοίγοντας το πισι μετά από μέρες αποχής από το διαδίκτυο, έπεσα “πάνω” σε αρκετά οικείες εικόνες.. Φωτογραφίες, περιγραφές, λέξεις.. Αγαπημένη βόλτα ο Εθνικός κήπος με το ποδήλατο, αγαπημένο μέρος το Νομισματικό Μουσείο, απλά λατρεμένες οι βόλτες στα βιβλιοπωλεία.. Πολλά “κοινά” είδα εδώ.. σε ευχαριστώ 🙂
LikeLike
Roadartist, σ' ευχαριστώ και χρόνια πολλά! Ευτυχώς υπάρχουν πολύ ωραίες γωνιές στην Αθήνα για βόλτα. Τι θα ήταν η ζωή χωρίς αυτές τις ανέμελες ημέρες;
LikeLike
Όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ επιστρέφω στην Γιουρσενάρ. Στα Απαντα. Οτιδήποτε έχει γράψει. Πρόκειται για μεγάλη συγγραφέα…
LikeLike
Έχετε απόλυτο δίκιο! Κι εγώ είμαι μαγεμένος. Μου άνοιξαν μια πόρτα οι Φωτιές. «Ο απόλυτος έρωτας που επιβάλλεται στο θύμα του μαζί σαν αρρώστια και σαν προορισμός…». Τι συγκλονιστική φράση, σε μια αράδα περικλείεται όλη η απόγνωση του έρωτα…
LikeLike
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
LikeLike
…”Έχω φτάσει πάτο. Δεν μπορώ να πέσω πιο χαμηλά από την καρδιά σου.” Μ.Γ.
LikeLike