Σκεφτήκαμε να ανοίξουμε το summerhouse αυτό το τριήμερο. Να πάμε από την Παρασκευή να προετοιμάσουμε το σπίτι, το οποίο ήταν κλειστό από το Νοέμβριο, για τα ανοιξιάτικα weekends. Τελικά, λίγο η χθεσινή καταιγίδα, λίγο που κουραστήκαμε και μόνο που σκεφτήκαμε όσα έπρεπε να γίνουν, αποφασίσαμε να μείνουμε στην Αθήνα.
Να ξυπνήσουμε αργά, να πιούμε χαλαρά τον καφέ μας στον καναπέ, διαβάζοντας και ακούγοντας μουσική. Και μετά, όλο το μεσημέρι να κάνουμε βόλτες στον ήλιο. Να ανέβουμε στο Κέντρο, να πάμε για brunch, να περπατήσουμε κάτω από τις νεραντζιές, να αγοράσουμε βιβλία, λουλούδια, αρωματικά κεριά, ματσάκια αποξηραμένης λεβάντας και νοστιμιές από τα γκουρμεδομπακάλικα: βολβούς, σαλάτες, χαλβά, chutney μήλου, τα αγαπημένα μου μπισκότα βρώμης για το πρωινό και φυσικά φρεσκοαλεσμένο καφέ.
Ανεμελιά όμως χωρίς καλό βιβλίο που το διαβάζεις και ξεχνιέσαι, δεν γίνεται. Ευτυχώς αυτό το τριήμερο μου έκατσε καλά: Έχω ξεκινήσει από εχθές επιτέλους τα Perfidia του James Ellroy. Πέρασα όλο μου το πρωί με μακελειό στο L.A. του ‘40. Ευτυχία! Δεν είναι μόνο η noir ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, ούτε οι ανατροπές και η καταιγιστική δράση ενός δυνατού αστυνομικού μυθιστορήματος που με κάνουν να λατρεύω τον Ellroy. Είναι κυρίως το ύφος του: ο κυνισμός, η ειρωνεία και το χιούμορ του που συνδυάζονται με μία ζόρικη ποιητικότητα που στις πιο υψηλές στιγμές της θυμίζει έναν πίνακα του Χόπερ φτιαγμένο από λέξεις, φράσεις, αστυνομικές αναφορές δακτυλογραφημένες σχολαστικά στη γραφομηχανή. Όπλα, μαφιόζοι, αλήτες του υποκόσμου, διεφθαρμένοι μπάτσοι, αυτοκίνητα με σέξυ καμπύλες, νέον φώτα, λεωφόροι με φοίνικες, χολιγουντιανά ηλιοβασιλέματα, πορνεία, ληστείες, T-Bone steaks, παρακμιακά μοτέλ, μποξέρς, μυστηριώδεις τύποι με λευκά κοστούμια και ασπρόμαυρα λουστρίνια, ανακρίσεις, ψέματα και μυστικά που σκάνε σαν βόμβα ενώ η Αμερική διχάζεται ανάμεσα στον πόλεμο και τον απομονωτισμό. Όταν έφτασε η ώρα να φύγουμε από το σπίτι, έκλεισα το βιβλίο με βαριά καρδιά. Είναι εθιστικό!
Αυτή η λιακάδα όμως με αποζημίωσε! Ακόμα έχει κρύο, αλλά η Αθήνα έχει αυτό το ανοιξιάτικο γαλακτερό φως που τα κάνει όλα να δείχνουν αλλιώς. Τα νεοκλασικά κτίρια της Πανεπιστημίου, ο κήπος του Νομισματικού Μουσείου, η Βουκουρεστίου, έχουν ακόμα και σήμερα λίγη από τη μαγεία εκείνης της παλιάς Αθήνας του Σεφέρη.
Είναι λες και η πόλη αυτή -ειδικά όταν την περπατάς το απόγευμα με τον ήλιο που πέφτει ανάμεσα στα κτίρια-, είναι ολόκληρη πορτοκαλί: Από τις νεραντζιές στα πεζοδρόμια, μέχρι το χρώμα που παίρνει ο ουρανός το απόγευμα λίγο πριν τη δύση.
Η αγαπημένη μου διαδρομή ξεκινά από το Athénée για αυγά benedict (με θεϊκή κρεμα αβοκάντο) και καφέ στα μέσα τραπέζια, γιατί λατρεύω το φως του μεσημεριού που φιλτράρεται από τις φίνες, λεπτές κουρτίνες του.
Μετά, ανηφορίζω στο Επί Λέξει στην Ακαδημίας και στην Ασκληπιού, στο υπόγειο της Πολιτείας, για προμήθειες. Και, τέλος, διασχίζοντας τη Σόλωνος (με μια στάση στο Graffito) ή τη Σκουφά, καταλήγω στα delicatessen της πλατείας και στο Zara Home στην Ηροδότου.
Κατεβαίνοντας με το αυτοκίνητο τη Συγγρού πάντα φλερτάρω με τη θάλασσα που φαίνεται από μακριά. Τον ορίζοντα του Αργοσαρωνικού που αυτή την ώρα μοιάζει με λάδι σε καμβά, έναν πίνακα που όσες φορές κι αν τον δω, πάντα θα με χαλαρώνει και θα με κάνει να νιώθω ευτυχισμένος που ζω σε μια τόσο όμορφη πόλη όσο η Αθήνα.
ΥΓ. Αύριο θα πάμε εκδρομή για θαλασσινά: καραβίδες, αχνιστά μύδια, φάβα με καραμελωμένα κρεμμύδια… Και μετά παγωτό πλάι στη θάλασσα!