
Είχα ξεχάσει ότι έχουμε τριήμερο. Το ανακάλυψα περιχαρής την Πέμπτη το απόγευμα στο γραφείο. Οδηγώντας για το σπίτι, ενώ είχε μόλις δύσει και η Αττική Οδός είχε αρχίσει να παίρνει αυτό το μαγικό μπλε μεταξύ μέρας και νύχτας -το μπλε του Yves Klein-, πήρα μια απόφαση: να κάνω δώρο στον εαυτό μου δύο πράγματα, ένα νέο κινητό και την πολυτέλεια τρεις μέρες να μην κάνω απολύτως τίποτα, ούτε δουλειά, ούτε διάβασμα για το πανεπιστήμιο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου αυτό το long weekend να τo περάσω με detox από το email του γραφείου και να πατήσω restart κάνοντας μόνο τα δικά μου: να ξυπνάω αργά χωρίς ρολόι, να διαβάζω στον κήπο λογοτεχνία, να κοιτάω τα σύννεφα ξαπλωμένος στον καναπέ της βεράντας και να παρακολουθώ τις μέλισσες να τρυγούν τα άνθη της ροδιάς.
Όταν ο άνθρωπος σκέφτεται ο Θεός γελάει, έτσι δεν λένε; Εχθές, λοιπόν, όντως δεν ξύπνησα με ρολόι, ξύπνησα στις 7:00 το πρωί από το ηλεκτρικό πριόνι του κηπουρού στο διπλανό σπίτι. Ήπια τον καφέ μου στον κήπο με ωτοασπίδες και μόλις αποφάσισα να πάω για μπάνιο η θερμοκρασία ξαφνικά έπεσε πέντε βαθμούς κελσίου. Φοβερό κέφι.

Σήμερα, όμως, αποζημιώθηκα. Ξύπνησα ήσυχα και ήπια τον καφέ μου στον κήπο μέχρι αργά. Πήγαμε βόλτα στη θάλασσα με τον Hermes και τη Σοφία όπως κάθε πρωί και μετά πήγα περπατώντας για μια σύντομη βουτιά κοντά στο σπίτι. Μου αρέσει να πηγαίνω μόνο για κολύμπι και να επιστρέφω με βρεγμένα μαλλιά για να στεγνώσω στη σεζλόνγκ του κήπου, διαβάζοντας και πίνοντας παγωμένες βυσσινάδες.

Στο σπίτι με περίμενε μια έκπληξη! H Σοφία είχε φτιάξει brunch: pancakes με φράουλες και σιρόπι σφενδάμου, σπιτικά burgers με fried chicken και σαλάτα με μαρούλια από το μποστάνι μας. Στρώσαμε τραπέζι έξω, στη βεράντα, πλάι στη μπουκαμβίλια και καθίσαμε έτσι όλο το απόγευμα μέχρι που έπεσε το σκοτάδι.








Μου έχει λείψει το να τρώμε έξω, κυρίως για την ανεμελιά. Να πηγαίνουμε για θαλασσινά μετά το μπάνιο και μετά για παγωτό. Nα τριγυρνάμε όλη μέρα με το μαγιό, το τσαλακωμένο λευκό T-Shirt και τις Havaianas από μαγαζί σε μαγαζί. Δυο φορές όμως που αποφασίσαμε να βγούμε έξω για καφέ ή φαγητό, πάθαμε φρίκη από το συνωστισμό. Στα περισσότερα μαγαζιά που περάσαμε, δεν είδαμε να έχουν πάρει μέτρα: τα τραπέζια εξακολουθούν να είναι το ίδιο κολλητά όπως πριν τον κορωνοϊό, οι σερβιτόροι περιφέρονται χωρίς μάσκα -ή φορούν τη μάσκα κάτω από το στόμα (;)- σε δυο τρεις χώρους που διαμαρτυρηθήκαμε μας είπαν ότι δεν υπάρχει ιός, όλα είναι ψέματα. Οι συνωμοσιολόγοι εξαπλώνονται με τρελή ταχύτητα. Ο κορωνοϊός κάποια στιγμή θα ηττηθεί, η βλακεία όμως είναι αήττητη και επηρμένη. Κατανοώ, είναι πάρα πολύ δύσκολο, πραγματικά, να εργάζεσαι με τέτοια ζέστη φορώντας μάσκα. Όμως δεν γίνεται αλλιώς. Οι επαγγελματίες της εστίασης θα πρέπει οι ίδιοι να στηρίξουν τον κλάδο τους που έχει πληγεί από την καραντίνα, τηρώντας ευλαβικά όλους τους κανόνες που έχει ορίσει το κράτος και οι αρμόδιοι υγειονομικοί φορείς. Κι όσοι πολίτες δεν φοβούνται θα πρέπει να σεβαστούν όλους εμάς που φοβόμαστε ή έχουμε δικούς μας σε ευπαθείς ομάδες και κινδυνεύουν. Όλοι θέλουμε να κινηθεί η οικονομία, όλοι ανησυχούμε για τις συνέπειες ενός lockdown, όμως η ανθρώπινη ζωή είναι αυτή που στον πολιτισμό μας είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Είναι πολύ κρίμα τόσες θυσίες που έγιναν, τόση προσπάθεια, να πάνε χαμένα. Φυσικά και θα βγούμε, θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα, στις δουλειές μας, θα πάμε για ψώνια, να το κάνουμε όμως με σεβασμό, φορώντας μάσκα, απολυμαίνοντας τα χέρια μας όσο πιο συχνά μπορούμε και τηρώντας τις αποστάσεις μεταξύ μας. Αυτή είναι η νέα κανονικότητα εν μέσω πανδημίας, χωρίς φάρμακο ή εμβόλιο. Οτιδήποτε άλλο είναι επικίνδυνο, ψεκασμένο, παρανοϊκό, εγκληματικό, δυστοπικό και αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Μπορούμε να τα πάμε και καλύτερα από αυτό το τρελό, ανεξέλεγκτο πράγμα που έχει αρχίσει να συμβαίνει.

ΥΓ. Απόψε ξεκίνησα να φλερτάρω με την Χορτοφάγο της Χαν Γκανγκ, το αλλόκοτο αυτό μυθιστόρημα που κέρδισε το 2016 το βραβείο Booker και φέτος μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Όσοι φίλοι μου το έχουν διαβάσει μιλoύν για ένα πολύ ιδιαίτερο, σπουδαίο μυθιστόρημα. Θα επανέλθω.