Γι’ αυτές τις νύχτες που χωρίς ιδιαίτερο λόγο είναι πιο ξεχωριστές από τις άλλες, που ίσως νιώθουμε λίγο πιο χαλαροί και άρα είμαστε πιο ανοιχτοί για να εκτιμήσουμε τις μικρές απολαύσεις που φέρνει η στιγμή, τα έχει πει όλα η Αρλέτα, στο τραγούδι της «Τα ήσυχα βράδια».
Τα ήσυχα βράδια που η Αθήνα θα λάμπει, σαν μεγάλο καράβι που θα ‘σαι μέσα κι εσύ…
Αυτά τα ήσυχα βράδια που έρχονται και φωταγωγούν ένα ολόκληρο καλοκαίρι, που όταν περάσει ο καιρός τα θυμάσαι και με αυτά ταξινομείς μέσα σου μια χρονική περίοδο, αναπολώντας «τον παράξενο εκείνο Ιούνιο με την πανδημία που πίναμε παγωμένες μπύρες πλάι στα ιστιοπλοϊκά στο λιμάνι και μετά τριγυρνούσαμε με το αυτοκίνητο άσκοπα και ακούγαμε Roxette», μου δημιουργούν ένα συναίσθημα σαν ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη γιατί είμαστε εδώ. Μαζί. Γιατί είμαστε καλά. Γιατί δεν θα θέλαμε να είμαστε πουθενά αλλού. Γιατί η ελαφριά μπύρα είναι ιδανικά παγωμένη και σβήνει τέλεια την αψάδα του φρεσκοτριμμένου πιπεριού πάνω στην πανέ κρουστά του τηγανιτού μπακαλιάρου που κριτσανίζει κολασμένα στο στόμα. Γιατί το θαλασσινό αεράκι που έρχεται φορτωμένο με μυρωδιά Αιγαίου από τα ανοιχτά ανεμίζει το πουκάμισό σου θεατρικά. Γιατί οι γιρλάντες με μπλε φωτάκια κάνουν την ταράτσα της pub να μοιάζει με κατάστρωμα πλοίου που σαλπάρει.
Αν το καλοσκεφτείς δεν είμαστε παρά μια αλληλουχία από τέτοια ήσυχα βράδια. Από παγωμένες μπύρες, από βλέμματα, από γέλια, από σιωπές, από παγωτά χωνάκι με φιστίκι και στρατσιατέλα, από παράφωνα ντουέτα με ανοιχτά παράθυρα ενώ οδηγούμε μέσα στο σκοτάδι, από συνενοχές, από την κατευναστική μυρωδιά ενός οικείου αρώματος, από γρανίτες λεμόνι στα θερινά, από στραβοπατημένες ριγέ navy εσπαντρίγιες, από απέραντες αγάπες μετά από άσκοπους μικρούς καυγάδες, από μουσικές, από βιβλία, από ταινίες στα θερινά, από φράσεις που διαβάσαμε και υπογραμμίσαμε με μαύρο φρεσκοξυσμένο μολύβι, από κοκτέιλς στην άμμο, από βροχές αστεριών, από ξαφνικές μπόρες, από παλιές ιστορίες που αφηγούμαστε στο σκοτάδι.
Προχθές ήταν ένα τέτοιο βράδυ. Μετά το γραφείο, κι ενώ είχα μόλις παραλάβει το βιβλίο Βερνόν Σουμπουτέξ της Virginie Despentes (εκδ. Στερέωμα) που καίγομαι να διαβάσω, κατεβήκαμε στο λιμάνι για fish & chips και παγωμένες μπύρες. Η αγγλική και ιρλανδέζικη κουζίνα μου αρέσουν πολύ. Ειδικά ο παναρισμένος τηγανητός μπακαλιάρος, με τις λεπτοκομμένες πατάτες, τη σως ταρτάρ και τον πουρέ αρακά.
Η Despentes έχει κάνει όλο το Παρίσι να μιλάει γι’ αυτήν, γράφοντας μια τριλογία (αυτό είναι το πρώτο μέρος της) που λειτουργεί σαν ακτινογραφία της σημερινής έκρυθμης κατάστασης σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή μητρόπολη: ακραίες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, ανεργία, κυνισμός, αρρωστημένο σεξ, ναρκωτικά, παρακμή των ιδεολογιών που κρατούσαν σαν ανάχωμα τον κόσμο στο κέντρο, τρομακτική άνοδος της ακροδεξιάς, ρατσισμός, γκετοποίηση. Έχω ξεκινήσει να το διαβάζω και το αφηγηματικό ύφος της συγγραφέα αλλά και η κοφτερή της γλώσσα με έχουν συναρπάσει. Όπως διάβασα σε ένα πολύ ωραίο άρθρο στην Books Journal που κυκλοφορεί (τεύχος Ιουνίου) την αποκαλούν θηλυκό Μπαλζάκ για τον έντονο ρεαλισμό της αλλά και το αντίπαλον δέος του Μισέλ Ουελμπέκ αλλά στο πιο αριστερό. Ο ήρωάς της, ο Βερνόν Σουμπουτέξ, είναι ένας πρώην ιδιοκτήτης ροκ δισκάδικου ο οποίος πτώχευσε εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης που υπέστη η μουσική βιομηχανία από την έλευση του cd και της πειρατείας. Όταν μένει άστεγος ανακαλύπτει έναν άλλον κόσμο «γύρω του, ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων που λατρεύουν το ροκ, την κόκα και το σεξ: απελπισμένες γυναίκες, τρελαμένοι χρηματιστές, πορνοστάρ, τρανς από τη Βραζιλία, αποτυχημένοι σεναριογράφοι, πρώην μουσικοί που προσπαθούν να επιβιώσουν, τρολ του διαδικτύου που καταστρέφουν ανθρώπους και καριέρες…».
ΥΓ. Έχω ενθουσιαστεί ξανά με το Spotify. Για τις έθνικ λίστες του, για τα ιταλικά τραγούδια, για την πειραγμένη τζαζ που με ταξιδεύει στη Ριβιέρα.