
Χρειάστηκε να αφήσουμε σήμερα -όχι πολύ πρόθυμα- τη λιακάδα πλάι στη θάλασσα για να γυρίσουμε για λίγες ώρες στην Αθήνα. Εκεί με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη: ο πατέρας μου είχε βρει στην αποθήκη την πρώτη μου γραφομηχανή. Την είχα αγοράσει όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων γιατί ήθελα να γίνω ρεπόρτερ σε εφημερίδες και συγγραφέας. Έγραψα μία τραγική νουβέλα τύπου Γκάτσμπι αλλά με εξωφρενικές επιρροές από το Twin Peaks, καμιά τριανταριά βαρετά σοβαροφανή άρθρα και μετά ευτυχώς βγήκαν οι υπολογιστές και αποφάσισα ότι ήθελα περισσότερο να παίζω video games, να αγοράζω ωραία ρούχα, ακριβά παπούτσια από το Sotris και να δουλεύω σε περιοδικά. Η γραφομηχανή ξεχάστηκε σε μια αποθήκη, ο αλλόκοτος Γκάτσμπι μου πετάχτηκε στα σκουπίδια πάνω σε κάποια μινιμαλιστική υστερία κι εγώ πέρασα τη ζωή μου με διάφορους ωραίους -και άλλους όχι και τόσο ωραίους- τρελούς σε γραφεία που δεν έμοιαζαν με γραφεία, κάνοντας μια δουλειά που δεν έμοιαζε ακριβώς με δουλειά. Χωρίς ωράριο, χωρίς dress code, χωρίς συμβατικές συσκέψεις, χωρίς βαρετούς συναδέλφους.

Για τη γραφομηχανή αυτή -η οποία ομολογουμένως μου άλλαξε τη ζωή- έχουν γίνει ομηρικοί καυγάδες. Εννοείται ότι μου ερχόταν ο συγγραφικός οίστρος όταν οι άλλοι ήθελαν να κοιμηθούν. Χτυπούσα τα πλήκτρα με πάθος μέχρι που κάποιος από τους αγανακτισμένους συγγενείς μου να χάσει την υπομονή του και να κατεβάσει τον γενικό. Συνέχιζα για λίγο με τυφλό σύστημα στο σκοτάδι, αλλά τι να σου κάνει το πάθος για τη «γραφούλα» -όπως την αποκαλούσε με αηδία η αδερφή μου- όταν όλος ο λαός ήταν εναντίον σου; Η δημοτικότητα μου έπεσε κατακόρυφα. Σύντομα μάζεψαν υπογραφές και με ξαπόστειλαν σε ένα δώμα γεμάτο βιβλία στην ίδια πολυκατοικία όπου βρισκόταν το διαμέρισμα των γονιών μου, μου αγόρασαν και έναν υπολογιστή από αυτούς με τις τερατένιες οθόνες που έπιαναν το μισό γραφείο και έζησα εγώ καλά κι αυτοί καλύτερα όπως φρόντιζαν να διατυμπανίζουν αριστερά και δεξιά. Ο πατέρας μου έκρυψε με αηδία τη «γραφούλα» σε μια ανήλιαγη υπόγα, όπου παρέμεινε για 28 ολόκληρα χρόνια, μέχρι σήμερα που μου την έδωσε πίσω ολοφάνερα σοκαρισμένος με τις χαρούλες που έκανα. Παραμένει ακόμα θορυβώδης, υστερική και κακοηθέστατη σαν την πρώτη μέρα που την αγόρασα στα δεκαπέντε με ολοδικό μου χρήμα (το οποίο αποκτήθηκε με κόπο από ζητιανιές στην ευκολόπιστη γιαγιά μου που της έταζα ότι θα γίνω Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και θα γράψω τα απομνημονεύματά της). Την αγόρασα μια ωραία Παρασκευή, λίγο πριν πάω με την παρέα μου σινεμά και μετά για cheesburgers στα McDonald’s, κάπου στα μακρινά 90ies όπου φορούσα Stan Smith και είχα μια αεροδυναμική φράντζα με εφέ τύπου Μπράντον από το Beverly Hills.

Εκτός από την πρώτη μου γραφομηχανή στο σπίτι με περίμεναν και τέσσερα νέα βιβλία των εκδόσεων Άγρα. Έκανα πάρτυ!

Προλετέρκα, Fleur Jaeggy (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου)
Ένα κρουαζιερόπλοιο στη Βενετία, Ελβετοί τουρίστες και ένα κορίτσι που ανακαλύπτει για πρώτη φορά τη ζωή, από τη συγγραφέα του βιβλίου «Είμαι ο αδερφός της ΧΧ» με την πολύ ιδιαίτερη πρόζα.



Οι εκατό μέρες, Joseph Roth (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου)
Η ιστορία του Ναπολέοντα λίγο πριν το Βατερλώ τόσο μέσα από τα μάτια του ίδιου όσο και από εκείνα μιας νεαρής πλύστρας του παλατιού που τον είχε ερωτευθεί. Εδώ κολλάει η φράση: άντε να πέσεις στον έρωτά του (κοντού) σάικο και να μην σε θέλει.

Το λιμάνι στην ομίχλη, Georges Simenon (μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ)
Έχω πάθος με τον Σιμενόν και τον διαβάζω πάντα με μάτι που γυαλίζει από τη βουλιμία. Όπως ίσως θα έχετε υποψιαστεί λατρεύω το στυλ των δεκαετιών τριάντα, σαράντα, πενήντα και αρχές εξήντα, άρα εδώ είμαι απολύτως στο στοιχείο μου: έχει και thirties, έχει και ομίχλη, έχει και πτώμα. Τι άλλο να ζητήσω ο δυσοίωνος γεροντολάγνος;



Νεκροτομείο πλήρες, Jean-Patrick Manchette (εκδ. Ειρήνη Παπακυριακού)
Μικρό, Άγρα και νουάρ, άρα στάνταρ λιποθυμικό. Αυτό δεν βλέπω την ώρα να το αρχίσω. Μου έχει κάνει κλικ ήδη από το οπισθόφυλλο ο γρουσούζης ντετέκτιβ που απλώνει στην κουζίνα και διώχνει με το τσιγάρο στο στόμα ευγενικά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά που του χτυπούν τα κουδούνια. Μια γλυκιά καθημερινότητα, μέχρι που οι φυλετικές δολοφονίες πολλαπλασιάζονται σαν μάστιγα στο Παρίσι του 1973 και η τρέλα κυριαρχεί.

ΥΓ.1. Θα έγραφα ευχαρίστως τα απομνημονεύματα της γιαγιάς μου αλλά ψάχνοντας το πλούσιο αρχείο της ανακάλυψα δυο βασικά πράγματα που με έκαναν να αναθεωρήσω και να αφήσω αυτό το project στην άκρη: Πρώτον, ΔΕΝ υπήρχε αρχείο και δεύτερον οι περισσότερες μαρτυρίες που βρήκα με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η γιαγιά μου πέρα από το γεγονός ότι στα 16 της κλέφτηκε με τον μικρό αδερφό της νταντάς της, είχε περάσει την πολυτάραχη ζωή της παίζοντας Θανάση και Κουμ καν και πίνοντας τσάι με τη θεία μου τη Θεώνη, πράγμα, που οφείλει κανείς να παραδεχτεί, όχι και τόσο ενδιαφέρον λογοτεχνικά.
ΥΓ.2. Μα τι στο διάολο πίστευα ότι θα καταφέρω με μία γραφομηχανή που την έλεγαν Maritsa;