Πριν την καταιγίδα

Οι μέρες των φετινών Χριστουγέννων είναι σιωπηλές. Από άποψη. Τις περνάμε στο σπίτι, με βιβλία, μαγειρέματα, μουσικές… Με πρωινούς καφέδες που κρατούν μέχρι το μεσημέρι. Με τις λιακάδες που εισβάλουν από τα παράθυρα και κάνουν το κρεβάτι να πλέει στο φως σαν ακυβέρνητη βάρκα. Με τις μυρωδιές του υγρού κήπου όταν πέφτει η νύχτα. Με σπιτικά μπισκότα, κις λορέν και σαλάτες φτιαγμένες με τα μαρούλια από το μποστάνι μας. Οι νύχτες μας δεν έχουν καθόλου εξόδους, δεν έχουν μαγικές βραδιές στη Λυρική όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, δεν έχουν κοκτέιλς, ούτε φωταγωγημένα τραπέζια με φίλους στα αγαπημένα μας εστιατόρια. Κι όμως είναι ολοστρόγγυλες, ένας τέλειος κύκλος που ανοίγει και κλείνει με τις βόλτες του Hermes στη θάλασσα.

Εχθές, για να προλάβουμε την καταιγίδα, κατεβήκαμε περπατώντας στην παραλία, λίγο αφότου είχε πέσει το σκοτάδι. Μου αρέσει αυτή η αίσθηση, ότι έχει κιόλας νυχτώσει κι όταν γυρίσω σπίτι έχω ατέλειωτες ώρες μπροστά μου για διάβασμα στα ζεστά, ενώ έξω έχει βάλει κρύο και η ατμόσφαιρα είναι υγρή, έτοιμη για βροχή.

Kάθε χρόνο, είναι παράδοση πια, διαβάζω πριν ή μετά τα Χριστούγεννα μια γκόθικ ιστορία. Φέτος επέλεξα την «Κόμισσα του αίματος» της Αλεχάντρα Πισαρνίκ (εκδ. Οξύ). Πρόκειται για ένα σκοτεινό κομψοτέχνημα για τους λάτρεις της γοτθικής αισθητικής. Ένα ζοφερό παραμύθι για μια αιμοσταγή κόμισσα του 16ου αιώνα που ζούσε στη βόρεια Ουγγαρία, ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, σκορπώντας το θάνατο. Η Ερζέμπετ Μπάθορι κλεισμένη στο μεσαιωνικό κάστρο της, έβαζε τις πιστές υπηρέτριές της να βασανίζουν και να δολοφονούν αθώα κορίτσια, ενώ εκείνη καθισμένη στο θρόνο της, ανάμεσα σε φρικιαστικά νυχτόβια πλάσματα «με θεότρελα μάτια και κορακίσια κόμη», απολάμβανε το θέαμα, θρέφοντας τα άγρια ένστικτά της με αίμα, απόκοσμα ουρλιαχτά και ανείπωτο τρόμο. Η Μπάθορι δολοφόνησε στα υπόγεια του κάστρου της στο Ίνσιμπε περισσότερα από εξακόσια πενήντα νεαρά κορίτσια. Η Αργεντινή ποιήτρια Αλεχάντρα Πισαρνίκ παίρνει αυτή την ιστορία και τον θρύλο που την ακολουθεί και εξυφαίνει ένα ανατριχιαστικό λογοτεχνικό κείμενο, που συνοδεύεται από τα συγκλονιστικά έργα του εικαστικού Σαντιάγκο Καρούζ. Είκοσι έξι πίνακες, είκοσι έξι παραλλαγές στην παράνοια συνθέτουν μία μοναδική κατάβαση στην κόλαση, έναν εφιάλτη που ζωντανεύει σελίδα παρά σελίδα όσα τα λόγια της Πισαρνίκ αφηγούνται.

Μπήκαμε σπίτι μόλις άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες στάλες. Ανάψαμε το φούρνο για να ψήσουμε κρουασάν και βάλαμε το νερό να βράσει για το τσάι.

H μυρωδιά της ζύμης που ψήνεται είναι από τα παιδικά μου χρόνια συνυφασμένη με μια άφατη ευτυχία.

Οι πίνακες του Καρούζ είναι σαν παγωμένες σκηνές, χαραγμένες με μολύβι στο χαρτί, από μια άγρια όπερα. Τις παρατηρώ στις λεπτομέρειες, σχεδόν ακούω τη μουσική από μια αόρατη ορχήστρα που παίζει στο βάθος, μια υπόκωφη μουσική που ξεκινά σαν βουβό κύμα και κορυφώνεται σε μια ασύλληπτη τρικυμία. Οι λέξεις της Πισαρνίκ είναι ένα δυσοίωνο λιμπρέτο γραμμένο με έναν απλό λόγο που όμως έτσι γίνεται πιο τρομακτικός.

Διαβάζω και αγριεύομαι. Έξω η βροχή χτυπάει στο τζάμι του παραθύρου και ο κήπος είναι βυθισμένος στο απόλυτο σκοτάδι.

Όσα διαβάζω, οι σκηνές του Καρούζ, όσα φαντάζομαι, θα τρυπώσουν στο φαντασιακό μου, θα γίνουν εφιάλτες από μαύρο, κόκκινο και λευκό μελάνι, σπασμένες εικόνες, θρυμματισμένα λόγια, κραυγές μέσα στο ζόφο του ύπνου.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: