
Σικελία, 1957. Το φιατάκι ενός αστυνομικού επιθεωρητή γαζώνεται από τη μαφία στον επαρχιακό δρόμο για την Πιανούρα Γκράντε. Ένας χωρικός, ο Τονίνο, που μετέφερε πατάτες με τον γάιδαρό του, πέφτει στο χώμα από αδέσποτη σφαίρα. Ο γάιδαρος τη σκαπουλάρει. Δεν θα λέγαμε το ίδιο και για τον Λούκα Ντε Ματέις, τον αστυνομικό επιθεωρητή του νησιού, που λίγο πιο πέρα στην γράνα έχει σφιξει το τιμόνι του Fiat αλλά τα μάτια του κοιτάζουν άψυχα το κενό. Καιρό πριν είχε μπει στο μάτι των μαφιόζων γιατί σκάλιζε τις βρωμοδουλειές τους.
Έτσι, με ένα μαφιόζικο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ξεκινάει το νέο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου «Σικελικό ειδύλλιο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη και σε γραπώνει με τη μία. To πήρα μαζί μου ένα μεσημέρι στην παραλία και το διάβασα όλο μέχρι το απόγευμα. Χωρίς βουτιά τελικά, χωρίς ανάσα, κάτω από έναν άγριο ήλιο, σχεδόν σικελικό.
Παρά τα βαριά γεγονότα που αφηγείται η Σώτη Τριανταφύλλου στο βιβλίο -βιασμοί, δολοφονίες, μαφιόζικα χτυπήματα, απειλές, εκβιασμοί, επανορθωτικοί γάμοι, ενδοοικογενειακή βία για λόγους τιμής- το μυθιστόρημα είναι απολαυστικό, σαν να παρακολουθείς ένα σπλάτερ του Ταραντίνο, γελώντας εκεί όπου τα ίδια τα γεγονότα αυτά καθαυτά είναι κανονικά για κλάματα. Η ιστορία παρόλο που ξέρεις από την πρώτη σελίδα την έκβασή της σε κρατά σε εγρήγορση, ειδικά όταν από τη στιγμή και μετά (γύρω στη σελίδα 100) όπου οι δύο αφηγητές -η δεκαεννιάχρονη Κοντσέττα Βιτάλε που έχει υποστεί βιασμό και παρόλα αυτά απαξιώνεται από την οικογένειά της γιατί τους ντρόπιασε και ο νεκρός αστυνόμος Ντε Ματέις που τον ακούμε να μας περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στην εκτέλεσή του μέσα από προγενέστερες ηχογραφήσεις σε μπομπινόφωνο- αρχίζουν να μιλούν με ανοιχτά χαρτιά για όσα έχουν βιώσει. Η αφήγηση κυλά σαν νερό χάρη στο γνωστό αφηγηματικό στυλ της Σώτης Τριανταφύλλου που παίζει έξυπνα με τις λέξεις και χρησιμοποιεί στρατηγικά το χιούμορ για να αποφορτίσει τα όσα τραγικά συμβαίνουν σε ένα σικελικό χωριό του ’50, όπου η βία σαρώνει τα πάντα και οι άνθρωποι είναι αναλώσιμοι ακόμα και για την ίδια την οικογένειά τους. Παιδιά μεταναστεύουν για να βρουν μια άκρη στην Αμερική μακριά από τη μαφία και την φτώχεια του ιταλικού νότου και τελικά γίνονται κι εκεί παρανάλωμα του πυρός στον υπόκοσμο της Νέας Υόρκης. Κορίτσια παντρεύονται με το ζόρι τον βιαστή που τις ατίμασε. Ξυλουργεία και ταβερνεία, κόποι μιας ζωής, καίγονται σε μια νύχτα γιατί οι ιδιοκτήτες του δεν πλήρωσαν για προστασία τα κουτσαβάκια του χωριού που τα έχουν κάνει πλακάκια με τη μαφία. Βόμβες σκάνε μέσα στο αστυνομικό τμήμα. Αδέρφια γυρνούν την πλάτη σε αδέρφια και μανάδες ξεγράφουν τα παιδιά τους γιατί τα θέλω τους δεν υπακούν στον παρανοϊκό κώδικα τιμής που υπηρετούν με θρησκευτική ευλάβεια.
Η Σικελία της Σώτης θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα του ’50. Μια κουκκίδα γης μέσα στο μπλε της Μεσογείου που κρύβει μια απίστευτη βία κάτω από τον καυτό ήλιο, όπου τα εγκλήματα γίνονται μέρα μεσημέρι, οι λαμογιές και οι ρεμούλες δεν κρύβονται ούτε καν για τα μάτια του κόσμου. Μια κουκκίδα γης με ένδοξο παρελθόν, αβέβαιο παρόν και δυσοίωνο μέλλον. «Η ιστορία μας ήταν μια διαδοχή από βάσανα. Παραπονιόμαστε πως η ζωή μάς έχει νικήσει και πως για όλα φταίνε οι ξένοι κατακτητές». Σε μια μόνο φράση -που την ακούμε μέσα από τα παράσιτα που κάνει η βραχνή ηχογράφηση του μπομπινόφωνου του πολύ γοητευτικού ήρωα της Λούκα Ντε Ματέις- η Σώτη Τριανταφύλλου είναι σαν να κλείνει 200 χρόνια ένδοξης ελληνικής Ιστορίας. Είκοσι τρεις οδυνηρές αλλά διαυγείς λέξεις που αφηγούνται την πορεία μιας πολύπαθης χώρας που, όπως περιγράφει στο σπουδαίο βιβλίο του ο ιστορικός Γιώργος Β. Δερτιλής, έχει βιώσει μέσα σε δύο αιώνες επτά πολέμους, τέσσερις εμφύλιους, επτά πτωχεύσεις και ακόμα έχει τσίμπλες στα μάτια, αδυνατώντας να βγει από έναν φαύλο κύκλο για τον οποίο φυσικά φταίνε μόνο και πάντα οι κακοί ξένοι, τα μεγάλα συμφέροντα και ποτέ εμείς. Δέσμιοι μιας παιδικότητας, εσαεί ανήλικοι, για πάντα αθώοι με εκείνη την σάπια αθωότητα που περιγράφει το κατά Μπρυκνέρ Ευαγγέλιο «Ο Πειρασμός Της Αθωότητας», οι ήρωες της Σώτης είμαστε εμείς. Εμείς, σαν χώρα. Λίγο ψευτόμαγκες και λίγο ήρωες, πότε θύτες και πότε θύματα, με την τιμή στο κούτελο και την ατιμία στην τσέπη, πορευόμαστε και έτσι βγαίνει η ζωή στα ψέματα (και με τα ψέματα). Κυρίως με τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας, αυτά -που όπως λέει και ο ποιητής- μας κάνουν πότε πότε να νομίζουμε ότι πετάμε, ενώ πέφτουμε.*

















*«Πάνω στην κόψη του σπαθιού την τρομερή, γράφει έναν στίχο που θα βγαίνει πάντα ψεύτης, μα εγώ σου φτιάχνω δυο φτερά από κερί, για να νομίζεις πως πετάς, ενώ θα πέφτεις». Στίχος από το ποίημα του Πάνου Σταθογιάννη που περιλαμβάνεται στον τόμο «Η Ελλάς των Ελλήνων – Δύο αιώνες εθνικά δεινά στον καθρέφτη της ποίησης» που ανθολόγησε ο Κώστας Κουτσουρέλης για τις εκδόσεις Gutenberg.