
Tι μένει πίσω από ένα βιβλίο; Καμιά φευγαλέα σπασμένη εικόνα, σαν ανάμνηση από ένα ταξίδι. Μικρές στιγμές που τις ζήσαμε διαβάζοντας. Τις σκηνοθετήσαμε με τη φαντασία, τις χτίσαμε με λέξεις, τις στυλώσαμε μέσα μας με συνειρμούς και τελικά τις αφομοιώσαμε στη μνήμη σαν να ήταν βιωμένο γεγονός σε μιαν άλλη πραγματικότητα, σε κάποιο όνειρο ή σε περασμένο χρόνο, σαν κάτι που ζήσαμε πολύ παλιά και μένει να φωταγωγεί τη ζωή μας από μέσα. Τα βιβλία το κάνουν αυτό, είναι σαν τις γεύσεις, σαν τα ταξίδια, σαν τα ανοιξιάτικα φιλιά, σαν τις βουτιές στο παγωμένο νερό της θάλασσας μια καυτή μέρα του Ιουλίου. Με δυο τρεις σκηνές, καμιά φράση που τη θυμόμαστε πού και πού, έτσι αόριστα, χωρίς λόγο, πάνε και τρυπώνουν στο υποσυνείδητό μας και ανασύρονται στη μνήμη, κουβαλώντας μαζί τους ένα σωρό από συνειρμικές αποσκευές: αρώματα, χρώματα, φωτοσκιάσεις, θροΐσματα φύλλων, γεύσεις, υφές, συναισθήματα. Διαβάζουμε ένα απόσπασμα και χτίζουμε έναν ολόκληρο κόσμο. Ταξίδια δωματίου. Με δάνεια από ταινίες, από ταξιδιωτικές περιγραφές που κάπου ακούσαμε, με δικές μας μνήμες, με πράγματα που έχουμε φαντασιωθεί, με σκηνικά που μας έφεραν στο νου οι μουσικές που μας συνεπήραν, με αφηγήματα τα οποία ξεκίνησαν από την παγωμένη σκηνή ενός πίνακα που τον βλέπουμε στατικό αλλά μέσα μας συνεχίζει να κινείται και να κινείται αέναα. Τα βιβλία κινητοποιούν έναν τέτοιον ολόκληρο μηχανισμό που μπερδεύει τη φαντασία, το θυμικό, τη βιωμένη μνήμη, την ιστορική συνείδηση, τη γνώση. Μια φράση ή μια περιγραφή που διαβάσαμε, ακόμα και όταν αυτή απλώς υπονοεί πράγματα χωρίς να τα δηλώνει ξεκάθαρα, κάνει επίκληση στις χίλιες δυο πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες στη μνήμη μας. Ίσως γι’ αυτό λένε ότι ένα βιβλίο το γράφουν μαζί ο συγγραφέας και ο αναγνώστης του. Ίσως γι΄αυτό λένε ότι κάθε βιβλίο έχει τόσες εκδοχές, τόσες διαφορετικές πτυχές, οπτικές ή ερμηνείες, όσοι είναι και οι αναγνώστες του.

Από το «Τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη» του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς (μτφρ. Δημητρα Δότση, εκδ. Ίκαρος), ένα μικρό λογοτεχνικό διαμάντι που με την ποιητική γραφή του με ταξίδεψε στις δύο διαφορετικές αναγνώσεις του στη Ρώμη, έχουν μείνει μέσα μου δυο τρεις πολύ δυνατές σκηνές και τις φέρνω στο νου σαν να έχω πάει στην Αιώνια Πόλη με τις μαρμάρινες βεράντες πάνω από τις στέγες και τους εμβληματικούς τρούλους του καθολικισμού, με τις μικρές τρατορίες στα σοκάκια της, με τα εντυπωσιακά αγάλματα που προκαλούν δέος και τα μπακάλικα που σερβίρουν πανίνο με καυτή φοκάτσια και ιταλικά τυριά και αλλαντικά.

Η πρώτη σκηνή που με μάγεψε είναι όταν οι δυο βασικοί ήρωες του βιβλίου, ο δημοσιογράφος Λέο Γκατζάρα και η κοσμική ενζενί Αριάννα, σταματούν το χάραμα, μετά από ξενύχτι, σε έναν φούρνο για να αγοράσουν καυτά κρουασάν. Έχοντας πάθος με τη γαστρονομία και μεγάλη αδυναμία στους φούρνους, τα γκουρμεδομπακάλικα, τις τρατορίες, στη μυρωδιά του ζεστού ζυμαριού, στις πτυχώσεις μιας τραγανής πίτας που αργοψήνεται, αυτή η σκηνή, που ενσαρκώνει για εμένα την πεμπτουσία μιας πόλης που δεν κοιμάται ποτέ, ήταν η στιγμή που έκανα bonding με το βιβλίο. Έχοντας ταξιδέψει στο Μιλάνο και τον Ιταλικό Νότο, αλλά ποτέ στη Ρώμη, η πόλη αυτή είναι το ταξιδιωτικό μου απωθημένο. Έτσι, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας και μια δεύτερη φορά το βιβλίο του Καλίγκαριτς, απόλαυσα ένα ταξίδι στην πόλη που έχω λατρέψει μέσα από τον κινηματογράφο, τη μουσική, τη λογοτεχνία και τη γαστρονομία.

Το ζευγάρι στο ηδονικό μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς, που μοιάζει σαν να πρωταγωνιστεί σε ταινία του Αντονιόνι, κινείται οριακά στην κόψη του ξυραφιού, μεταξύ ανεμελιάς και τραγωδίας, παίζοντας ο ένας με τον άλλον μέχρι τελικής πτώσεως ένα ερωτικό παιχνίδι που συνεπαίρνει τον αναγνώστη. Οι περιγραφές της Ρώμης, το ξημέρωμα, όταν το ζευγάρι τριγυρνώντας από τρατορία σε τρατορία και από μπαρ σε μπαρ, κρύβοντας στο αλκοόλ τη συστολή ενός έρωτα που ακόμα δεν έχει εκδηλωθεί, είναι ένα ποίημα. Παρακολουθούμε τον Λέο και την Αριάννα να κινούνται με ένα μικρό αυτοκίνητο ανάμεσα στα αρχαία ρωμαϊκά μνημεία, μαγνητισμένοι από μια σχεδόν αρχέγονη έλξη που αντλεί την απόκοσμη δύναμή της τόσο από τις πηγές του έρωτα όσο και από εκείνες του θανάτου, και είναι σαν βλέπουμε ιταλική ταινία του ’70. Η σκηνή με τα κρουασάν, που προανέφερα, στην αρχή του έρωτά τους ή εκείνη που το ζευγάρι που μπαίνει κλεφτά σε ξένες παραθαλάσσιες βίλες για να κολυμπήσει και να απολαύσει τον ήλιο του ρωμαϊκού καλοκαιριού, είναι στιγμές κινηματογραφικού κάλλους που μένουν αξέχαστες. Ο ζορισμένος έρωτας δυο νεαρών ανθρώπων που ψάχνουν να βρουν τρόπο να είναι μαζί αλλά δυσκολεύονται, ρίχνει τη μελαγχολική σκιά του σε μια ζωή ελεύθερη που αψηφά τους κανόνες, το μέτρο, την αστική ευπρέπεια. Ο Λέο και η Αριάνα ζουν μια μποέμ ζωή γεμάτη αντιφάσεις, μεταξύ φτηνών δωματίων σε παρακμιακά ξενοδοχεία ή δανεικά διαμερίσματα, γεμάτα με στοίβες παλιών βιβλίων, και κοσμικών σαλονιών στα πιο ευκατάστατα διαμερίσματα των αριστοκρατών της Ρώμης. Παράλληλα, η μορφή και η ιστορία του τραγικού και ασυμβίβαστου μπον βιβάντ Γκρατσιάνο, στενού φίλου του Λεό, είναι επίσης σαν να έχει βγει από ταινία: ένα φιλμ σαν την Αιώνια Ομορφιά του Πάολο Σορρεντίνο.





Το βιβλίο το λάτρεψα, όπως καθετί ιταλικό, κι ας έχει μέσα στο ωραίο μούδιασμα του έρωτα μια βαθιά μελαγχολία. Το λάτρεψα για την Ιταλία, για τα ρωμαϊκά απογεύματα όπου τα σώματα των ηρώων διψάνε για ένα άγγιγμα, αλλά προτιμούν να σβήσουν αυτή τη δίψα με ένα άπερολ ή ένα ακόμα ποτήρι κρασί. Το λάτρεψα για τα second hand βιβλία με τις κιτρινισμένες σελίδες και τις τσακισμένες ράχες που αγόραζε από τα καλάθια του δρόμου ο Λέο. Για τον ήχο της γραφομηχανής στα ανήλιαγα γραφεία της εφημερίδας που δούλευε. Για το ψάθινο καπέλο και τα λινά, λευκά αέρινα κοστούμια του φίλου του Γκρατσιάνο. Για τα τραπεζάκια στις πλατείες και τα πεζοδρόμια όπου οι ήρωες συναντιούνταν κάθε βράδυ χωρίς να έχουν δώσει ραντεβού, ψάχνοντας ο ένας τον άλλον από τρατορία σε τρατορία. Για τη μυρωδιά του εσπρέσο. Για την ακινησία των αρχαίων γλυπτών. Για την παλιά Alfa Romeo του Λέο. Για τα πουά και εμπριμέ φορέματα της Αριάνα που μου έφερναν στο νου τις καμπύλες της Μπριζίτ Μπαρντό, της Σοφία Λώρεν και της Τζίνα Λολομπρίτζιτα. Το λάτρεψα για τη Ρώμη και για ένα τελευταίο καλοκαίρι εκεί. Το λάτρεψα γιατί κατά βάθος αγαπώ αυτή την πόλη με έναν έρωτα που είναι φαντασίωση, παιχνίδι του νου, άρα πιο έρωτας κι από τον έρωτα.











ΥΓ. 1 Το όνειρό μου είναι ότι κάποια στιγμή θα ζήσω στη Ρώμη, το Μιλάνο ή σε κάποιο χωριό της Τοσκάνης, και θα έχω μια μικρή τρατορία ή ακόμα καλύτερα ένα βιβλιο-μπακάλικο με λίγα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο που θα σερβίρει καλό κρασί και ιταλικά τυριά και αλλαντικά που σου κόβουν την ανάσα με τα αρώματά τους. Μέσα στο βιβλιο-μπακάλικο, ανάμεσα στα ματσάκια της ρίγανης, τις πλεξούδες με τα σκόρδα, τις γιρλάντες με τη λιαστή ντομάτα, τα κρεμασμένα κομμάτια αλλαντικών από τις ράγες της οροφής και τα καλάθια με τα λαχανικά και τα εσπεριδοειδή στο πάτωμα, θα υπάρχουν βιβλιοθήκες ξέχειλες με βιβλία που οι πελάτες θα δανείζονται για να τα διαβάσουν απολαμβάνοντας έναν καφέ, ένα ποτήρι κρασί ή ένα απεριτίφ, συνοδεία ενός πλατό με τα ωραιότερα τυριά της Ιταλίας. Ίσως, εξαιτίας αυτής της φαντασίωσης, όταν σε μια βόλτα μου στο Κέντρο έπεσα τυχαία στο γκουρμεδομπακάλικο του Rino στο Κολωνάκι, το ερωτεύθηκα με την πρώτη ματιά. Ο υπέροχος Rino, ένας τύπος βγαλμένος από μυθιστόρημα, δεν έχει δημιουργήσει στην οδό Αμερικής απλώς ένα αυθεντικό ιταλικό μπακάλικο, ένα ψαγμένο ντελικατέσεν που πουλάει για το σπίτι αλλά και σερβίρει σε τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο premium τυριά και αλλαντικά από την Ιταλία, έχει πραγματοποιήσει μια αληθινή φαντασίωση. Το Bottega di Rino είναι το ωραιότερο γκουρμεδομπακάλικο αυτής της πόλης, γέννημα θρέμμα από την τοσκανέζικη ψυχή του Rino, απότοκο από τα άπειρα ταξίδια του στην Ιταλία και από τα χρόνια που έζησε εκεί, σε ένα μικρό χωριό της Τοσκάνης, κάνοντας ένα ατελείωτο γαστρονομικό σαφάρι σε αναζήτηση ξεχωριστών αυθεντικών ιταλικών γεύσεων.
ΥΓ. 2 Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Τζιαφράνκο Καλίγκαριτς για το iefimerida, με την πολύτιμη βοήθεια της καταπληκτικής Δήμητρας Δότση, η οποία μετέφερε στα ελληνικά το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα, με μια σπάνια ευαισθησία και έναν ποιητικό λόγο που το ανέδειξε.