Από τον Μόουζες Χέρτσογκ του Σωλ Μπέλοου μέχρι τον Ντον Ντρέιπερ του Mad Men, από τον Χάρι Άνγκστρομ στο Λαγέ Τρέξε του Τζον Απντάικ μέχρι τον Έντι Άντερσον στον Συμβιβασμό του Ελία Καζάν, από τον μελαγχολικό Κολυμβητή του Τζον Τσίβερ μέχρι τον Φρανκ Μπάσκομπ στον Αθλητικογράφο του Ρίτσαρντ Φορντ… Η κρίση ηλικίας όταν χτυπάει έναν άντρα στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο συνήθως οδηγεί σε απολαυστικούς ήρωες που αντιμετωπίζουν την καριέρα, την οικογένεια, την πατρότητα, σαν το αγαπημένο παιδικό παιχνίδι που είχαν κάποτε, το οποίο διέλυαν για να δουν τα τμήματα από τα οποία αποτελούνταν, μέχρι να ανακαλύψουν απογοητευμένοι ότι μερικά πράγματα όταν γίνονται κομμάτια δεν μπορούν ποτέ πια να συναρμολογηθούν ξανά.

Οι ζωές των ανθρώπων, συνήθως, όταν σπάνε δεν μπορούν να γίνουν όπως πριν. Καμία συγκολλητική ουσία δεν αρκεί για να ενωθούν ξανά τα κομμάτια. Αυτό ενίοτε ισχύει και με τους ανθρώπους. Άπαξ και σπάσουμε η ραγισματιά μένει να χάσκει, ακόμα κι αν οικοδομήσουμε γύρω μας ένα νέο εαυτό.

Ο ήρωας στο απολαυστικό μυθιστόρημα ιδεών του Χάρι Κούνζρου, «Κρεας για τους λύκους» (εκδ. Δώμα, μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου) είναι ένας τέτοιος άνδρας. Νεοϋορκέζος συγγραφέας, λίγο μετά τα σαράντα, πατέρας ενός μικρού κοριτσιού και σύζυγος μιας επιτυχημένης νεαρής δικηγόρου που παλεύει τον αναδυόμενο τραμπισμό πλάι στην Χίλαρι Κλίντον, λίγο πριν τις εκλογές του 2016, νιώθει την πρώτη του ραγισματιά, ενώ βρίσκεται με υποτροφία για να γράψει το επόμενο βιβλίο του σε ένα Κέντρο Κοινωνικών και Πολιτισμικών Μελετών λίγο έξω από το Βερολίνο. Απομονωμένος, σε ένα αλλόκοτο περιβάλλον που καταπατά τα προσωπικά δεδομένα των διανοούμενων ενοίκων του, ο ήρωας του Κούνζρου πέφτει στις αρπάγες ενός ακροδεξιού τρολλ και γίνεται σταδιακά κρέας για τους λύκους, αφήνοντας τη ζωή του να φυλλορροεί.
Ο Ινδικής καταγωγής Βρετανός Χάρι Κούνζρου, ο οποίος ζει στην Αμερική και διδάσκει δημιουργική γραφή στο New York University, έχοντας πίσω του σπουδές φιλολογίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και του Ουόρικ, μέσα από τη μυθοπλασία, κάνει με ακρίβεια ανατόμου μια κοινωνική ανάλυση του σύγχρονου κόσμου, βάζοντας τον ήρωά του, έναν σαραντάρη που ζει όλη του τη ζωή στη μεσότητα, να οδηγείται σχεδόν στην παράνοια, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον εφιάλτη των άκρων και χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του.
Τα θέματα που παρελαύνουν στις σελίδες αυτού του απολαυστικού και ευφυούς βιβλίου, πολλά: Η κρίση ηλικίας που χτυπά τους άντρες μετά τα σαράντα, η άνοδος του Τραμπ, οι αυτόχειρες Γερμανοί ποιητές του 19ου αιώνα, ο Big Brother και οι ηδονοβλεψίες της ψηφιακής εποχής, οι ακροδεξιοί και τα θυμωμένα αθύρματα της alt right που θρέφονται με ένα πολτό ρατσισμού, εθνικισμού, αντισημιτισμού και fake news, τα τρολλ του διαδικτύου, ο κόκκινος φασισμός και τα εγκλήματα της Στάζι, οι επαγγελματίες ευαίσθητοι του Facebook που «έχουν φτάσει στο σημείο να αντικαταστήσουν τους πραγματικούς ανθρώπους με αφηρημένες μορφές προσφύγων» που τους …ευαισθητοποιούν διαδικτυακά ενώ οι ίδιοι στην αληθινή ζωή είναι απολύτως τοξικοί για όσους συναναστρέφονται καθημερινά, οι δικαιωματιστές «μουτζαχεντίν» και οι νεοφασίστες που σκορπούν τον πανικό στα social media, η πατρότητα στον ρευστό μεταμοντέρνο κόσμο, οι κυνικές πολιτικές τηλεοπτικές σειρές που ακυρώνουν μηδενιστικά τα πάντα και γίνονται το βούτυρο στο ψωμί των συνωμοσιολόγων… Με δυο λόγια, όλη η τρέλα του μεταμοντέρνου ρευστού κόσμου, αλλά και όσα ψυχροπολεμικά προηγήθηκαν οδηγώντας μας έως εδώ, κάνουν ένα πέρασμα από το μυθιστόρημα του Χάρι Κούνζρου, δημιουργώντας ένα κολάζ που παρά τα αφηγηματικά του κενά μεταξύ των τριών βασικών κεφαλαίων που το απαρτίζουν, δεν παύει να είναι μια αποκαλυπτική ακτινογραφία των αδιεξόδων του μεταπολεμικού κόσμου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία τμήματα: Στο πρώτο μέρος ο ήρωας βρίσκεται στο βερολινέζικο ίδρυμα, όπου εκτός από το συγγραφικό μπλοκάρισμα, έρχεται αντιμέτωπος με ένα παρανοϊκό σύστημα που παρακολουθεί τους φιλοξενούμενους συγγραφείς με κάμερες ακόμα και στα δωμάτιά τους και τους αναγκάζει να δουλεύουν όλοι μαζί σαν ψάρια σε ενυδρείο, σε ένα γυάλινο open space γραφείο, που δεν αφήνει περιθώρια για καμία απολύτως μορφή ιδιωτικότητας. Για να ξεφύγει ο ήρωας κάνει μεγάλες μοναχικές βόλτες στην περιοχή γύρω από την πολυτελή βίλα του ιδρύματος, στην παγωμένη λίμνη όπου το Νοέμβριο του 1811 αυτοκτόνησε ο Γερμανός ποιητής-συγγραφέας του Ρομαντισμού, Χάινριχ φον Κλάιστ. Λίγο η κρίση των σαράντα στην οποία βυθίζεται και η αδυναμία του να σταθεί επάξια στο πλευρό της επιτυχημένης συζύγου του, λίγο η παντελής έλλειψη έμπνευσης για να γράψει το δοκίμιό του και η ασφυκτική πίεση του ιδρύματος που τον κάνει να νιώθει λούζερ, ο ήρωας του Κούνζρου αρχίζει να κάνει νοσηρές σκέψεις και να νιώθει μια απέραντη ανηδονία. Μένει μόνος στο γυάλινο κλουβί του, με τις κάμερες να καταγράφουν την απόλυτη ήττα του, δεν δουλεύει, τρώει έτοιμα γεύματα που αγοράζει από το σούπερ μάρκετ και βλέπει εμμονικά μια άρρωστη τηλεοπτική σειρά ονόματι Blue Lives που ξεχειλίζει κυνισμό και απαξίωση για κάθε κατάκτηση του δυτικού φιλελεύθερου κόσμου. Η διοίκηση του ιδρύματος μετά τις ευγενικές αλλά πιεστικές παραινέσεις να προχωρήσει το έργο για το οποίο έχει λάβει την υποτροφία, του κόβει το Wi-Fi για να τον οδηγήσει σαν ποντίκι έξω από την τρύπα που έχει χωθεί.
«Πιστεύω πως η στιγμή που ξεκινά η μέση ηλικία μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς. Είναι η στιγμή που εξετάζεις τη ζωή σου και, αντί να βλέπεις ένα πεδίο δυνατοτήτων να ανοίγεται, τη σφαίρα των προοπτικών σου να μεγαλώνει, αισθάνεσαι σαν να ξύπνησες από ύπνο βαθύ, ή σαν να έχεις ξεβραστεί σε μια ακτή και να αποκτάς ξάφνου συναίσθηση του περίγυρου. Αυτό έχω γίνει», λέει ο ήρωας του Κούνζρου. «Συνειδητοποιείς πως η -σωματική, διανοητική, κοινωνική, οικονομική- κατάστασή σου δεν είναι απολύτως στο χέρι σου∙ πως ό,τι έχει συμβεί μέχρι τώρα θα καθορίσει το υπόλοιπο της ιστορίας. Όσα έχεις κάνει δεν ξεγίνονται, και πολλά απ΄ όσα έχει αναβάλει “για αργότερα” δεν θα γίνουν ποτέ. Με λίγα λόγια, ο χρόνος σου δεν είναι απλώς πεπερασμένος, αλλά φθίνει κιόλας. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ό,τι κι αν κάνεις, όση χαρά ή συγκίνηση κι αν νιώσεις, όσα ρίγη ηδονής κι αν αισθανθείς, δεν πρόκειται να απαλλαγείς ποτέ από τη σχεδόν ανεπαίσθητη εντύπωση πως πορεύεσαι σε μια ελαφρώς κατηφορική πλαγιά προς το σκοτάδι».
Μόνο που τελικά ο ήρωας δεν πορεύεται σε μια ελαφρώς κατηφορική πλαγιά προς το σκοτάδι, αλλά έχει αρχίσει ήδη να κατρακυλάει ανεξέλεγκτα στο χάος. Αντί να εργαστεί περιπλανιέται άσκοπα στην περιοχή. Σε μια από τις βόλτες του συναντά την καθαρίστρια του ιδρύματος που έχει προσέξει την κατάθλιψη που ο άνδρας βιώνει και προσπαθεί να τον βοηθήσει αφηγούμενη τη δική της φρικιαστική νεανική ιστορία από τα 80s, όταν ήταν πανκ στο κομμουνιστικό Ανατολικό Βερολίνο. Εδώ αρχίζει το δεύτερο και πολύ δυνατό μέρος του μυθιστορήματος, μια εγκιβωτισμένη ιστορία στο βιβλίο του Κούνζρου. Η γυναίκα περιγράφει πώς έγινε πανκ και τελικά έπεσε στα νύχια της Στάζι, η οποία τη μετέτρεψε, με προβοκάτσιες και με πρωτοφανή βιαιότητα, σε εξιλαστήριο θύμα, καταστρέφοντας τη ζωής της και διαλύοντας ολοκληρωτικά την ψυχολογία της.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος, παρακολουθούμε τον ήρωα, να συναντά τυχαία σε μια εκδήλωση τον σεναριογράφο και παραγωγό της αρρωστημένης σειράς Blue Lives που παρακολουθούσε εμμονικά στο ίδρυμα μέχρι να του κόψουν το internet. Ο Άνταμ είναι ένας επικίνδυνος, χειριστικός, ακροδεξιός τύπος που ελέγχει έναν στρατό από παρανοϊκά τρολλ στο διαδίκτυο και χρησιμοποιεί τη μαζική αστυνομική σειρά για να περνά στις μάζες μηδενιστικά, ρατσιστικά και κρυπτοφασιστικά μηνύματα. Πολύ γρήγορα διεισδύει στο μυαλό του τσακισμένου ήρωα και τον οδηγεί στην παράνοια.



Στα συν του βιβλίου είναι η ωραία σύγχρονη γλώσσα του Κούνζρου, καθώς και το γεγονός ότι η αφήγησή του είναι ένας πλούσιος ιδεολογικός καμβάς με αναφορές στην Τέχνη, τη φιλοσοφία, τις πολιτικές επιστήμες και τη λογοτεχνία. Το αδύνατο σημείο του είναι ότι η συγκολλητική ουσία που θα έπρεπε να ενώνει τους αρμούς των τριών ιστοριών δεν είναι εύληπτη εξ’ αρχής. Ο αναγνώστης αναρωτιέται πού το πάει ο συγγραφέας και τι είναι αυτό τελικά που συνδέει την κρίση ηλικίας του ήρωα, την κόκκινη βία, τα εγκλήματα της Στάζι, τον τραμπισμό, την alt right, τους επαγγελματίες ευαίσθητους των κοινωνικών δικτύων, τους συνωμοσιολόγους και τα τρολ του ιντερνετικού υποκόσμου; Πώς όλα αυτά μαζί συνδέονται σε τρία μέρη που κάπως άτσαλα διαδέχονται το ένα το άλλο; Μόνο στο φινάλε του μυθιστορήματος γίνεται αντιληπτός ο συνεκτικός ιστός που ενώνει τα τρία αυτά μέρη σε ένα οργανικό σύνολο: Η συγκολλητική ουσία του βιβλίου είναι το πώς ένας άνθρωπος που έχει ζήσει όλη του τη ζωή στη μεσότητα βιώνει την επαφή του με τα άκρα κάθε είδους, είτε πρόκειται για ακραίες δυνάμεις από τα αριστερά είτε από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Από τον κόκκινο ολοκληρωτισμό στο Ανατολικό Βερολίνο του ’80 μέχρι τον Τραμπισμό, την alt right, τους συνωμοσιολόγους και τα τρολλ του ψηφιακού υποκόσμου, ο Κούνζρου θέλει να δείξει ότι το άτομο που βρίσκεται στο δρόμο τους είναι απολύτως αναλώσιμο, μια ασήμαντη λεπτομέρεια που θα χρησιμοποιηθεί, θα στοχοποιηθεί και τελικά θα κονιορτοποιηθεί στο σκοπό και το όνομα μιας όποιας ιδεολογίας.

Παρά τις αδυναμίες και τα αφηγηματικά κενά, παρά τις εμφανείς άτσαλες ραφές που ενώνουν τα διαφορετικά μέρη του βιβλίου, ο Κούνζρου καταφέρνει με μια γλώσσα μεστή και δουλεμένη, να καταγράψει το χάος του μεταμοντέρνου κόσμου. Γεννημένος το 1969, άρα γνήσιο τέκνο του μεταμοντερνισμού -καθώς ήταν έφηβος στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν οι πιο διάσημοι διανοητές και κοινωνιολόγοι στον κόσμο άρχισαν να κάνουν λόγο για έναν γιγαντιαίο κοινωνικό και πολιτισμικό μετασχηματισμό από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα-, ο Κουνζρου έχει βιώσει κι ο ίδιος στο πετσί του τη ρευστότητα της μεταμοντέρνας εποχής που αφηγείται σε αυτό το έξυπνο και απολαυστικό μυθιστόρημα. Σχεδόν ταυτισμένος με τον αφηγητή του, μεγάλωσε σε έναν αναλογικό κόσμο, είδε τα πάντα να αλλάζουν και γρήγορα να ανατρέπονται: Είδε την τεχνολογία να αναδύεται. Την πληροφορική να χτίζει νέους ηλεκτρονικούς κόσμους. Είδε το τείχος του Βερολίνου να πέφτει. Την Αριστερά να χάνει τα αυγά και τα πασχάλια με την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και να αναζητά καταφύγιο σε πολιτικές ταυτοτήτων, αγκαλιάζοντας το νεο-φασισμό της πολιτικής ορθότητας. Είδε τον Ψυχρό Πόλεμο φαινομενικά να τερματίζεται. Τον Φουκουγιάμα να μιλά για το Τέλος της Ιστορίας και τον Μποντριγιάρ να μετατρέπει τον κόσμο του χθες σε έναν προσομοιωμένο σύμπαν επικοινωνίας γεμάτο σημεία και …τέρατα. Είδε αλλοπαρμένους ιδιοφυείς γλωσσολόγους να τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια του. Το Internet να πυροδοτεί νέες μορφές επικοινωνίας και να ακυρώνει τη σημασία του χώρου και του χρόνου, περνώντας τα όλα στο φίλτρο του real-time. Είδε τη βαριά βιομηχανία να δίνει τη θέση της στην χρηματοπιστωτική παράνοια μιας νέας οικονομίας. Τα κινητά να μετατρέπονται από εργαλεία τηλεφωνικής επικοινωνίας σε smartphones, που έχουν γίνει ένας ακόμα εγκέφαλος στην προέκταση του χεριού μας -ένας εγκέφαλος μάλιστα που τρέχει με ταχύτητα έως και 200Mbps. Είδε τα dating apps να αλλάζουν για πάντα τον έρωτα και το φλερτ. Μια νέα οικονομική κρίση να ρημάζει κάθε βεβαιότητα. Ακροδεξιούς εθνικιστές να σηκώνουν ξανά τη σημαία του φασισμού μέσα στην καρδιά της φιλελεύθερης Δύσης. Είδε λαϊκιστικά κινήματα να ξεσπούν σε όλη την Ευρώπη. Τζιχαντιστές να σφάζουν αθώους ευρωπαίους σε εστιατόρια και συναυλιακούς χώρους στα παρισινά προάστια. Είδε τον Πούτιν να απασφαλίζει σταδιακά απειλώντας ευθέως την φιλελεύθερη δημοκρατία και τον Τραμπ να γίνεται πρώτα ο βασιλιάς των τρολλ του Twitter και μετά να θρονιάζεται στο οβάλ γραφείο, μετατρέποντας τον Λευκό Οίκο σε ένα ριάλιτι σόου της κακιάς ώρας. Ο Κούνζρου, λοιπόν, μεγάλωσε, σπούδασε, εργάστηκε, παντρεύτηκε και έγινε πατέρας, σε έναν κόσμο μεταβατικό, όπου τίποτα από όσα βιώσαν οι γονείς ή παππούδες του δεν έχει μείνει ίδιο. Σε αυτόν τον κόσμο τον ασταθή, τον ρευστό, τον μεταβατικό -με δυο λόγια, τον κόσμο του μεταμοντερνισμού μέσα στον οποίο ανδρώθηκε και ο ίδιος-, ο Κούνζρου τοποθετεί τον ήρωά του, έναν άντρα που φαινομενικά κάνει μια βουτιά στην κρίση των σαράντα, αλλά που επί της ουσίας απλώς κολυμπά σαν ναυαγός σε έναν ρευστό κόσμο που έχει χάσει πλέον κάθε σταθερά.





ΥΓ. Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε έκανα μια απόπειρα να κάνω το πρώτο μπάνιο του φετινού καλοκαιριού. Παρά το γεγονός ότι η λιακάδα, οι υψηλές θερμοκρασίες και η υγρασία δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι το καλοκαίρι ξεκίνησε, η θάλασσα παραμένει ακόμα πολύ παγωγμένη. Προτίμησα να καθίσω κάτω από τον ήλιο, να διαβάσω και να ακούσω μουσική, αφήνοντας τα σχέδια για κολύμπι για το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος.

