Ένα απόγευμα με τον Αλμπέρτο Γκαρλίνι

Όλα αρχίζουν τη νύχτα που βρίσκεται νεκρός σε μια παραλία της Όστια ο Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το ημερολόγιο δείχνει 02 Νοεμβρίου του 1975. Στην κυβέρνηση βρίσκεται το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα με πρωθυπουργό τον Άλντο Μόρο. Από νωρίς τα πρωτοσέλιδα των ιταλικών εφημερίδων γεμίζουν με το αίμα του Παζολίνι και η τηλεόραση αρχίζει να κατακλύζεται από τις σοκαριστικές λεπτομέρειες της άγριας δολοφονίας του.

Το ίδιο πρωί ένας δημοσιογράφος, ο Φράνκο, μετά από ένα ατελείωτο ξενύχτι στην εφημερίδα που δουλεύει, επισκέπτεται με την οικογένειά του το κτήμα του αδερφού του για να μυήσει τον οκτάχρονο γιο του, τον Ρομπέρτο, στο παραδοσιακό τελετουργικό έθιμο της σφαγής του χοίρου. Το παιδί καθώς έρχεται αντιμέτωπο για πρώτη φορά με το αίμα και το άγριο θέαμα της σφαγής ενός ζώου που ξεψυχά τρομαγμένο, τρέχει στα λιβάδια για να κρυφτεί. Εκεί, θα συναντήσει ένα νέο φίλο, τον συνομήλικό του Ρικάρντο και μαζί θα αποφασίσουν να εξερευνήσουν, για να ξεχάσουν τη φρίκη της σφαγής, το αχανές κτήμα. Τα δύο παιδιά θα μπουν κρυφά σε ένα εγκαταλελειμμένο γειτονικό αχυρώνα που έχει γίνει κοινόβιο ναρκομανών και θα σωθούν χάρη στην παρέμβαση, του Πιέρ, ενός 20χρονου από την ίδια κατάληψη που θα τα φυγαδεύσει.

Η τραυματική, αλλά περιπετειώδης αυτή ημέρα θα φέρει κοντά τον Ρομπέρτο και τον Ρικάρντο, οι οποίοι θα γίνουν αχώριστοι φίλοι μέχρι να ενηλικιωθούν. Μαζί θα το σκάσουν στην εφηβεία για να ανακαλύψουν τον κόσμο, φτάνοντας με τα ποδήλατα σε μια γειτονική περιφέρεια όπου θα συναντήσουν την Κιάρα, η οποία θα γίνει το κορίτσι του Ρικάρντο. Ο Ρομπέρτο στην πορεία ανακαλύπτει ότι το έλκουν τα αγόρια και λίγα χρόνια μετά η τύχη θα τον φέρει ξανά στο δρόμο του Πιέρ, ο οποίος έχει γίνει δημοφιλής συγγραφέας και ζει τον περιστασιακό ομοφυλοφιλικό έρωτα στα κλαμπ του ’80.

Μια νέα εποχή έχει ανατείλει διεθνώς. Eίναι η εποχή της Θάτσερ και του Ρέιγκαν. Του άγριου νεοφιλελεύθερου δόγματος στην οικονομία και της ξέφρενης ντίσκο. Είναι η εποχή όπου όλοι θέλουν να χορεύουν. Η εποχή όπου το σκοτάδι του φονικού Aids κρύβεται πίσω από τη λάμψη της παγιέτας κι ενός αμετροεπούς, θεατρικού στυλ όπου η υπερβολή και τα bold χρώματα επιβάλλονται. Ο ζόφος μιας άγριας οικονομίας ανισοτήτων καλύπτεται από τους αντικατοπτρισμούς της ντισκομπάλας και ο λυρισμός εξεγείρεται έναντι ενός οικονομικού κυνισμού.

Το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Γκαρλίνι «Όλοι θέλουν να χορεύουν» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις) που παρακολουθεί την πορεία ενηλικίωσης αυτών των τριών παιδιών, σκύβοντας πάνω από τον έρωτα του Ρικάρντο με την Κιάρα, αλλά και του Ρομπέρτο με τον Πιέρ, χρησιμοποιεί όλα αυτά τα στοιχεία των eighties σαν πινελιές που συνθέτουν όχι το ιστορικό πορτραίτο μιας εποχής, αλλά το αντιφατικό φόντο μιας αβίαστα λυρικής αφήγησης που σε μεθά με λέξεις και εικόνες, η οποία έχει ως βασικό της στόχο να μιλήσει για τον έρωτα και τον εκφυλισμό του. Ο λυρικός λόγος αυτού του σπουδαίου συγγραφέα, απότοκο μιας ζορισμένης ευαισθησίας και μιας ενσυναίσθησης χτισμένης με βαθιά πίκρα, πολιτική ανησυχία και υπαρξιακή αγωνία, έχει μπόλικη από τη μελαγχολία της δεκαετίας του ’80, πλάι σε μια απίστευτη μουσικότητα, μια τρυφερότητα ενός κόσμου που αλλάζει και έναν άγριο ηδονισμό. Τα σκοτάδια του έρωτα και του θανάτου, της χαράς που υπάρχει σε μια ανάσα ή ένα μεθυστικό φιλί, της ελευθερίας που κινεί έναν ξέφρενο χορό, του κενού που σέρνει μαζί της η απουσία νοήματος, συνυπάρχουν διαρκώς σε κάθε φράση με μια δίψα -μια λαχτάρα!- για την ίδια τη ζωή. Η Ιστορία μιας μεταιχμιακής δεκαετίας που απλώς αχνοφαίνεται, υπάρχει για να μας δείξει πώς οι ζωές των ανθρώπων επηρεάζονται -αν όχι σαρώνονται- από την εποχή στην οποία αυτοί ενηλικιώνονται.

Ο ίδιος ο Γκαρλίνι, γεννημένος το 1969, μεγάλωσε στη δεκαετία του ’70 και ενηλικιώθηκε τη δεκαετία του ’80. Όσα περιγράφει τα ξέρει από πρώτο χέρι. Γι΄ αυτό ο λυρισμός του είναι το αποτέλεσμα όχι απλώς αφηγηματικής δεινότητας -πράγμα που διαθέτει και με το παραπάνω- αλλά μιας ζορισμένης αυτογνωσίας. Το «Όλοι θέλουν να χορεύουν» είναι ένα βιβλίο μαγικό. Ένα χορταστικό μυθιστόρημα γεμάτο συναισθήματα, ποιητικότητα και ευαισθησία που σε παρασέρνει, σε σαγηνεύει, σε μεθά. Ένα βιβλίο που είναι αδύνατον να ξεχάσεις. Ένα βιβλίο στο οποίο οπωσδήποτε θα επιστρέψεις ξανά.

ΥΓ. Διάβασα το βιβλίο πέρυσι και φέτος, σε ένα ξαφνικό reader’s block, επέστρεψα στη γραφή του Γκαρλίνι σαν γιατρικό. Μέσα σε ένα απόγευμα πλάι στη θάλασσα και μια ολόκληρη νύχτα που ακολούθησε, διάβασα ξανά το βιβλίο, ανακαλύπτοντας, φυσικά, όπως συμβαίνει στην καλή λογοτεχνία, ένα άλλο βιβλίο -λιγότερο εστιασμένο στην πλοκή και περισσότερο στην ποιητικότητα του λόγου- από την πρώτη ανάγνωση.

Leave a comment