
Αμερική του ’60. Η γη των μεγάλων αντιθέσεων. Αυτή του Κένεντι και εκείνη του Χούβερ. Από τη μια οι λαμπεροί ουρανοξύστες από ατσάλι και κρύσταλλο και από την άλλη οι ημιυπόγειες, ανήλιαγες τρώγλες. Οι διαφημιστικές εταιρείες, τα δικηγορικά γραφεία, οι αντζέντηδες κάθε είδους, που παίρνουν αστρονομικά ποσά και οι στρατιές των ανειδίκευτων που παίρνουν ψίχουλα, των μαύρων που πνίγονται και διεκδικούν οργισμένα ισότητα, των εσωτερικών μεταναστών από την αχανή αμερικανική στέπα που συνωστίζονται στις κακόφημες γειτονιές της Νέας Υόρκης αναζητώντας μια μικρή αχτίδα ελπίδας, μια κερκόπορτα που θα τους οδηγήσει στην καρδιά του πολυδιαφημισμένου αμερικανικού ονείρου. Η ατμόσφαιρα έχει αρχίσει και μυρίζει μπαρούτι. Οι κοινωνικές εξεγέρσεις είναι πλέον ένα καθημερινό φαινόμενο και η έκρηξη που θα μετατρέψει πέντε σχεδόν χρόνια μετά τους δρόμους σε πεδία μάχης, έχει αρχίσει και διαφαίνεται στον ορίζοντα. Σε κάθε πεζοδρόμιο άστεγοι, πιωμένοι, φτιαγμένοι, συγκρούονται καθημερινά για το τίποτα. Πρεζόνια τρεκλίζουν πέφτοντας πάνω σε διερχόμενα ταξί, μεθυσμένοι κουρνιάζουν στις σκάλες μονοκατοικιών που έχουν ανακαινίσει ευκατάστατοι αστοί, οι οποίοι επεκτείνονται από το Μανχάταν στα προάστια, ελπίζοντας να τα εξευγενίσουν με το ζήλο των ιεραποστόλων του 18ου αιώνα που ταξίδευαν σε άγνωστα μέρη για εκπολιτίσουν τους βαρβάρους.

Σε ένα τέτοιο σκηνικό η Πόλα Φοξ, μας συστήνει μέσα από ένα αληθινό λογοτεχνικό διαμάντι, τους Μπέντγουντ. Η Σόφι και ο Ότο, οι ήρωες στο συγκλονιστικό μυθιστόρημά της «Πρόσωπα σε απόγνωση» (μτφρ. Ρένα Χαχούτ, εκδ. Gutenberg), είναι ένα καλοβαλμένο ζευγάρι νεοϋορκέζων αστών που ζει σε μια πολυτελή μονοκατοικία στο Μπρούκλιν. Το σαλόνι τους φωτίζεται ατμοσφαιρικά από ακριβά αμπαζούρ Τίφανι, στο λευκό τους λιτό αλλά πολυτελές τραπέζι υπάρχουν συλλεκτικές πορσελάνινες πιατέλες αγορασμένες από αντικερί, στη βιβλιοθήκη τους, σε περίοπτη θέση, μπορεί κανείς να βρει «τα άπαντα του Γκέτε και δυο ράφια με Γάλλους ποιητές». Από την κουζίνα τους οι Μπέντγουντ βλέπουν ένα πολυτελές σαλόνι με μοντέρνους καναπέδες να συνομιλούν με φίνα σεκρετέρ, αλλά τα παράθυρά τους έχουν θέα στις παράγκες και τα παραπήγματα των παραπάνω γειτονιών. Στη σκιά των μονοκατοικιών που γίνονται σταδιακά υπέρκομψες πολυτελείς μεζονέτες για ανώτερα και ανώτατα στελέχη της νεοϋορκέζικης ελίτ του ανερχόμενου τριτογενούς τομέα υπηρεσιών, όπως οι Μπεντγουντ, υπάρχουν οι τρώγλες των φτωχών. Ο Ότο, δικηγόρος στο επάγγελμα, τραβά την κουρτίνα του για να μην βλέπει τις κουρελούδες που κρεμούν στα παράθυρά τους οι γείτονές τους δυο στενά πάνω από το σπίτι τους.

Το μικρό σε έκταση, αλλά σπουδαίο μυθιστόρημα της Φοξ, την οποία ο Τζόναθαν Φράνζεν θεωρεί ισάξια, αν όχι ανώτερη, από τους σύγχρονούς της: Τζον Απντάικ, Φίλιπ Ροθ και Σολ Μπέλοου, καταφέρνει μέσα από την αφήγηση ενός μόνο Σαββατοκύριακου, κάπου στο τέλος του χειμώνα, να σκιαγραφήσει όχι μονάχα έναν γάμο, αλλά μια ολόκληρη χώρα σε κρίση. Το οικοδόμημα της τακτοποιημένης ζωής των Μπέντγουντ κινδυνεύει να καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, όταν μια αδέσποτη γάτα δαγκώνει στο χέρι την Σόφι που προσπαθούσε να την ταΐσει στην εσωτερική αυλή της μονοκατοικίας τους. Ο φόβος ότι η γάτα πιθανόν να ήταν λυσσασμένη, αρχίζει να διαβρώνει την ψυχολογία της Σόφι, τη στιγμή που ο γιάπις άντρας της με το καλοραμμένο κοστούμι και τη φράντζα με μπριγιαντίνη, σωστός ήρωας του Mad Men, παίρνει επαγγελματικό διαζύγιο από τον επί σειρά συνέταιρό του και είναι πλήρως διαταραγμένος. Η αδέσποτη γάτα γίνεται η αφορμή για να δουν οι Μπέντγουντ το χάος να χάσκει με στόμα ορθάνοιχτο πάνω από το κεφάλι τους. Οι ισορροπίες τους διαταράσσονται, οι ραγισματιές στην πορσελάνη του γάμου τους αρχίζουν και γίνονται εμφανείς δια γυμνού οφθαλμού, η απόγνωση καραδοκεί.

Η Σόφι και Ότο κινούνται σχεδόν πυρετωδώς, σαν νευρωτικοί ήρωες του Τενεσσί Ουίλλιαμς που ισορροπούν σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στις προσδοκίες τους και τη ματαίωσή τους. Η θεατρικότητα του σκηνικού, ο φωτισμός, οι ατάκες, οι σιωπές και οι δεύτερες σκέψεις που είναι εκκωφαντικές, κάνουν αυτό το μυθιστόρημα με την λεπτεπίλεπτη και βαθιά αφήγηση να μοιάζει με θεατρικό έργο. Το Μπρούκλιν των Μπεντγουντ γίνεται ολόκληρο μια σκηνή.

Η Σόφι αγοράζει πράγματα, άχρηστα πράγματα που τα παίρνει με σπουδή λες και αποκτώντας τα θα αποκτήσει μαζί έναν άλλον εαυτό, μια άλλη ζωή που θα επιθυμούσε να ζει. Αναζητά με ζέση, σαν να εξαρτάται ολόκληρη η ζωή της από αυτό, ένα τηγάνι για γαλλική ομελέτα, αλλά αγοράζει τελικά μια εκλεπτυσμένη κλεψύδρα για το βράσιμο των αυγών, γαντζώνεται από τον υλισμό, όπως ο πνιγμένος που πιάνεται από μια σανίδα και πλέει στο άγνωστο.

Η Σόφι με το χέρι πρησμένο, κατατρομαγμένη ότι έχει προσβληθεί από λύσσα, πηγαίνει με τον άντρα της -και μαλώνει μαζί του- στο ανιαρό πάρτυ του ψυχαναλυτή φίλου τους. Σε πλήρη άρνηση, αδυνατεί να αποδεχτεί το αναπόφευκτο που έρχεται. Γύρω τους ένα μάτσο βαρετοί εκλεπτυσμένοι νεοϋορκέζοι που προσπαθούν να φωταγωγήσουν την ανηδονία τους κι οι Μπέντγουντ, εκεί, ανίσχυροι, να προσπαθούν με κεκτημένη ταχύτητα να νοηματοδοτήσουν μια ζωή χωρίς κανένα απολύτως νόημα.

Η Σόφι και Ότο βλέπουν το πουλόβερ της ζωής τους να ξηλώνεται από το δάγκωμα μιας γάτας, γυρνούν το κεφάλι ψηλά και από πάνω τους -όσο κι αν το αρνούνται- αντικρίζουν το χάος. Γυρνούν σπίτι τους, στο μεγάλο κρεβάτι τους που τώρα πια δείχνει να μην τους χωρά. Κοιτάζουν το πρησμένο, δαγκωμένο χέρι που μάταια το βάζει στο δροσερό νερό η Σόφι για να το ανακουφίσει. Κοιτάζουν το κενό μέσα τους. Και όλα αποκτούν ένα νέο νόημα. Γελάστηκαν. Και τώρα το ξέρουν. Το χάος είναι από πάντα εκεί και τους παραμονεύει… Στην εχθρότητα που φέρνει μαζί της η συνήθεια ενός γάμου. Στη σαρτρική κόλαση του άλλου που σου στερεί τον ζωτικό σου χώρο. Στην υπόκωφη απέχθεια που γεννά εκφυλιστικά η οικειότητα, όταν διστάζει να αποφασίσει αν θα μετεξελιχθεί από ανοχή σε αγάπη… Στην επικριτικότητα. Σε όλα εκείνα που στην αρχή μιας σχέσης σου φαίνονται εξωτικά στον άλλον και η τριβή τα κάνει να φαίνονται πια ανυπόφορα. Κοιτούν με απόγνωση το χάος που εισέβαλε στη ζωή τους από τη μισάνοιχτη πόρτα της αυλής και είχε τη μορφή μιας αδέσποτης, πιθανόν λυσσασμένης, γάτας.






ΥΓ. Αυτό ήταν ένα ήσυχο, ωραίο βροχερό weekend, από αυτά τα μεταβατικά που ισορροπούν μεταξύ ενός χειμώνα που δεν θέλει να φύγει και μιας άνοιξης που λυσσάει να έρθει. Το δεντρολίβανο στον κήπο, παρά τον χιονιά, τα κατάφερε και άνθισε. Η αμυγδαλιά, αν και άργησε λίγο πέταξε τα πρώτα της ανθάκια. Η θάλασσα μπορεί να είναι γκρίζα το πρωί, με τις συννεφιές, το βράδυ όμως είναι ξάστερη και έχει αρχίσει να παίρνει ένα απίστευτο μπλε που σε ξεσηκώνει.