An Irish Night

Ένα μουντό, εντελώς ιρλανδέζικο απόγευμα, κάπως βροχερό, μια ιρλανδέζικη ξανθή μπίρα συναντά μια κοκκινομάλλα συγγραφέα από τη Βόρεια Ιρλανδία, σε μια ιρλανδική παμπ, υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός Ιρλανδού που τρώει χοιρινά λουκάνικα μήλου με πουρέ και (θεϊκή) gravy, βλέποντας ιρλανδέζικο ποδόσφαιρο σε ένα συνδρομητικό κανάλι της Ιρλανδίας… Ο Ιρλανδός του λουκάνικου είναι εντελώς άκακος, καμία σχέση με τον Ιρλανδό του Σκορσέζε που ήταν μπουκιά και συχώριο (με την κακή, κυριολεκτική έννοια), αφού τη μια στιγμή έτρωγες δίπλα του σπαγγέτι Ναπολιτάνα ρουφώντας αμέριμνος το μακαρόνι και την επόμενη στιγμή έβλεπες τις τσιπούρες ανάποδα στον βυθό της θάλασσας με τα πόδια σου καλά χωμένα σε σαράντα κιλά μπετόν. 

Αυτή όλη η ιρλανδική σάγκα, θα μπορούσε να είναι ενδεχομένως η αρχή από ένα μυθιστόρημα -εννοείται ιρλανδικό- που δεν θα γράψω ποτέ. Διότι αφενός δεν είμαι Ιρλανδός και αφετέρου δεν καταλαβαίνω γρι από ιρλανδικά. Είναι όμως η ιστορία μιας ωραίας βόλτας σε μια γειτονιά της Γλυφάδας που αγαπώ πολύ. Εκεί, κάπου πάνω από την Πλατεία Εσπερίδων, στο τέλος της Γιαννιτσοπούλου, απέναντι από το θρυλικό Queen με τα ξακουστά burgers της δεκαετίας του ’80, υπάρχει μια ιρλανδέζικη παμπ που την έχω συνδυάσει με τις ωραιότερες βιβλιοβόλτες. Η συνταγή είναι πάντα η ίδια και την ακολουθώ κατά γράμμα: πρώτα, στάση για αγορά βιβλίου στο Public της παραλίας (μου αρέσει πολύ το ξενόγλωσσο τμήμα του) και μετά φαγητό στο Molly Malone’s, την πρώτη αυθεντική ιρλανδέζικη παμπ που άνοιξε πριν από 19 χρόνια, τα Χριστούγεννα του 2003, στην Ελλάδα ένας Ιρλανδός, ο Mike. Εμείς, μεταξύ μας, δεν λέμε ποτέ «Molly Malone’s», για να συνεννοηθούμε χρησιμοποιούμε τον κωδικό «Ιrish» και εννοούμε τραγανό fish & chips με ιρλανδέζικο μπακαλιάρο κρυμμένο σε μια κριτσανιστή κρούστα που συνοδεύεται με πατάτες τηγανητές, πουρέ αρακά και σως ταρτάρ.

Λέμε «Ιrish» και λιποθυμάμε στη σκέψη ενός σιγομαγειρεμένου τρυφερού roast beef με λαχανικά (που αν είμαστε τυχεροί ίσως το προλάβουμε καμιά Κυριακή). Λέμε «Ιrish» και το μάτι μας γυαλίζει καθώς σκεφτόμαστε αυτόματα ελεύθερες καταδύσεις με το κουτάλι σε μια σκεπαστή αυθεντική πίτα Beef Guinness Pie, με κολασμένες μπουκιές ιρλανδέζικου μοσχαριού και λαχανικών που έχουν ροδίσει εξαίσια, μέσα στην αγκαλιά μιας gravy με μπίρα Guinness. Αυτή η πίτα είναι ένα παραδοσιακό πιάτο της Ιρλανδίας που συνδυάζει τα δύο πιο διάσημα ατού της ιρλανδέζικης γαστρονομίας: την μπίρα Guinness και το ιρλανδέζικο βοδινό. Ιρλανδικά μπορεί να μην ξέρω λέξη, την ιρλανδέζικη κουζίνα όμως τη μιλάω φαρσί. Dublin Coddle και ξερό Irish Soda Bread. 

Το Irish, η παμπ του Mike, είναι στο top-5 των πραγμάτων που μου έλειψαν θανατηφόρα την περίοδο της πανδημίας, όταν κόψαμε εντελώς τα σούρτα φέρτα στους κλειστούς χώρους. Μου έλειπαν τα ραντεβού μας εκεί μετά την Λυρική για παγωμένη μπύρα και, αν προλαβαίναμε την κουζίνα ανοιχτή, για Panko Chicken Goujons, λωρίδες κοτόπουλου παναρισμένες σε κινέζικη φρυγανιά που τις βουτάς σε σως μουστάρδας και μελιού. Μου έλειπαν τα κυριακάτικα μεσημέρια όπου κάναμε κράτηση για roast beef. Μου έλειπαν οι νύχτες που μετά το σινεμά πηγαίναμε μεσοβδόμαδα, ενώ έξω έκανε φρικτό κρύο, για να φάμε το αγαπημένο μας πιάτο δια του δύο: ένα νησί από πουρέ πατάτας που βρέχεται από έναν ωκεανό από ζωμό κρέατος με κόκκους μουστάρδας, με τρία χοιρινά λουκάνικα μήλου στην κορυφή του και ένα σύννεφο από θρυμματισμένο τραγανό κρεμμύδι να το σκεπάζει.

Αυτές τις μέρες, χαζεύοντας τη θάλασσα από την αυλή ενός cafe, εδώ κάτω από το σπίτι μας, μας έπιασε μια νοσταλγία για εκείνες τις ιρλανδέζικες φθινοπωρινές βόλτες μας, πριν την πανδημία. Τις πολύβοες βόλτες μας, τις αστικές, που τρώγαμε δίπλα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και σε φωταγωγημένα πεζοδρόμια γεμάτα κόσμο, που σουλατσάραμε αμέριμνοι χαζεύοντας φουτουριστικά branded sneakers στις βιτρίνες. Που κολυμπούσαμε χωρίς μάσκες και απολυμαντικά στην ανθρωποθάλασσα του Zara και του H&M. Που παίρναμε κεριά από το Jo Malone με βασιλικό, θυμάρι και μοσχολέμονο για να μυρίζει το υπνοδωμάτιο του άλλου μας σπιτιού, του ασπρόμαυρου, Καραϊβική. Που αγοράζαμε μαρμάρινες μαύρες αλατιέρες, πιπεριέρες και γκρι σουπλά από τα Zara Home. Που γκρίνιαζα γιατί έπρεπε να κάτσουμε ατέλειωτες ώρες στο κομμωτήριο και σκότωνα το χρόνο μου διαβάζοντας το Μίμησις του Auerbach και κρατώντας σημειώσεις για το μάθημα της λογοτεχνίας, ανάμεσα σε κυρίες με αλουμινόχαρτα στο κεφάλι. Κι όλα ήταν συνυφασμένα με κάποιον τρόπο με αυτή την παμπ, ακόμα κι όταν της κάναμε απιστίες με το Tartare ή το Peccati di Gola. 

Επιστρέψαμε στο «Irish» μετά από σχεδόν τρία χρόνια -παρά κάτι μήνες- και ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Χαρήκαμε που ήταν όλα εκεί, στη θέση τους, όλα ίδια, κι ας μην είμαστε εμείς ίδιοι, κι ας αλλάξαμε τα πάντα, σπίτια, δουλειές, συνήθειες, διαδρομές. Ο Hermes βρήκε τη γνωστή του θέση, εμείς παραγγείλαμε ακριβώς τα ίδια όπως κάθε φορά, με την εμμονική ακρίβεια του ανθρώπου που θέλει να χτίσει ξανά μια αίσθηση, μια ανάμνηση, μια εικόνα που την πήρε μαζί του ο χρόνος. Σηκώσαμε τα ποτήρια, τσουγκρίσαμε βιαστικά σαν απόμαχοι Ιρλανδοί ψαράδες που δεν χασομερούν με τέτοια πριν πιουν την πρώτη γουλιά της παγωμένης μπύρας τους και ήπιαμε στην υγειά της δικής μας μικρής Ιρλανδίας που την άφησε ανέγγιχτη η πανδημία.

ΥΓ. 1. Το βιβλίο που αγόρασα είναι το καινούργιο της Maggie O’Farrell. Η δημοφιλής (κοκκινομάλλα) συγγραφέας από τη Βόρεια Ιρλανδία, που γνωρίσαμε από το μυθιστόρημα Άμνετ, μας ταξιδεύει στη Φλωρεντία του 1561, για να αφηγηθεί τη συναρπαστική ιστορία της Λουκρητίας των Μεδίκων. Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι μιας οργιώδης έκρηξη χρωμάτων μέσα στην καρδιά μιας τροπικής ζούγκλας. Το ερωτεύθηκα με την πρώτη ματιά. 

ΥΓ. 2. Εννοείται ότι, μετά το Irish, πήγαμε απέναντι, για παγωτό μηχανής σε χωνάκι, από το Queen. 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: