Ένα μακρύ Σάββατο 

Στο πικάπ παίζει ένας δίσκος του Μότσαρτ, το σπίτι μυρίζει σιρόπι κεράσι που μόλις έχει κυλήσει ηδονικά πάνω σε μια βουτυράτη κρέμα από τυρί, το σκυλί ράθυμο παριστάνει ότι κοιμάται στον καναπέ αλλά παρακολουθεί τα πάντα με τα μάτια μισόκλειστα και τη μουσούδα του κρυμμένη μέσα στα αφράτα μαξιλάρια, ο καυτός καφές αχνίζει στην κανάτα, ένα κερί καίει πλάι στα φλιτζάνια με τα ντελικάτα κουταλάκια και τη ζαχαριέρα γεμάτη λαχταριστούς κύβους καφέ ζάχαρης. Από το μισάνοιχτο παράθυρο έρχεται η μυρωδιά του νωπού χώματος, μπερδεμένη με τα αρώματα από τις τριανταφυλλιές και τις ολάνθιστες κερασιές. Τα πουλιά τιτιβίζουν. Η κουρτίνα ανεμίζει στο πρωινό αεράκι. Η βροχή έχει μόλις σταματήσει και ο Τζορτζ Στάινερ υποδέχεται τη Λωρ Αντλέρ, στο σπιτάκι του κήπου, έναν υπέροχο χώρο γεμάτο στοίβες από βιβλία σε κάθε γωνιά, με βιβλιοθήκες ασφυκτικά γεμάτες με παλιούς διαβασμένους και ξαναδιαβασμένους -επίμονα- τόμους, με ταλαιπωρημένα βιβλία που έχουν τσακισμένη ράχη και είναι γεμάτα υπογραμμίσεις και σημειώσεις με μολύβι στα κενά πλαίσια των σελίδων, με βινύλια κλασικής μουσικής σε χάρτινες φθαρμένες θήκες πεταμένα στο πάτωμα, με κιτρινισμένα χειρόγραφα και τετράδια πάνω στο ακατάστατο γραφείο και μια φουντωτή φωτιά στο τζάκι που τραβά την υγρασία από αυτό το ήσυχο δωμάτιο της αγγλικής εξοχής, πενήντα μίλια βόρεια του Λονδίνου, σε έναν ήσυχο, κατάφυτο δρόμο του Κέμπριτζ, όπου ένα από τα πιο λαμπρά πνεύματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ένας νομάς των γραμμάτων και των Τεχνών, έχει στήσει τον δικό του επίγειο παράδεισο. 

Ο Τζορτζ Στάινερ, αν και ένας από τους πιο συναρπαστικούς αφηγητές του δυτικού κόσμου, παραδόξως αντιπαθούσε τις συνεντεύξεις. Παρά το γεγονός ότι είχε περάσει όλη του τη ζωή μιλώντας σε χιλιάδες φοιτητές στα αμφιθέατρα και τις βιβλιοθήκες, στα γραφεία και τις αίθουσες διαλέξεων των πιο μεγάλων πανεπιστημίων, παρά τη συναρπαστική αρθρογραφία του στα πιο σπουδαία περιοδικά του κόσμου -το Economist και το New Yorker-, παρά τις απολαυστικές ομιλίες και διαλέξεις που έδινε κατά καιρούς ως καλεσμένος πολιτιστικών ιδρυμάτων σε μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου -από το Τόκιο μέχρι το Άμστερνταμ-, αρνιόταν πεισματικά να μιλά σε δημοσιογράφους. Ευτυχώς, για εμάς, υπέκυψε στις πιέσεις της Γαλλίδας δημοσιογράφου και συγγραφέως Λωρ Αντλέρ. Η βιογράφος μεγάλων προσωπικοτήτων όπως η Μαργκερίτ Ντιράς, η Χάνα Άρεντ, η Σιμόν Βέιλ και ο Φρανσουά Μιτεράν, συνάντησε τον Στάινερ αρκετές φορές, μεταξύ 2002 και 2014 για μια σειρά από συζητήσεις που έγιναν υπό την αιγίδα του ραδιοφωνικού σταθμού France Culture. Oι απολαυστικές συνομιλίες της Αντλέρ με τον Στάινερ μάς χάρισαν το σπουδαίο βιβλίο «Ένα μακρύ Σάββατο» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δώμα σε μια μετάφραση-κέντημα του Θάνου Σαμαρτζή.

Από το υπέροχο εξώφυλλο του βιβλίου της Αντλέρ, ο αναγνώστης, ήδη, μπαίνει στο γραφείο του Στάινερ, σε ένα αυτόνομο σπιτάκι στο βάθος του κήπου, που ο θρυλικός καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας του πολιτισμού είχε μετατρέψει σε βιβλιοθήκη.

Προλογίζοντας τις συνεντεύξεις που ακολουθούν, η Αντλέρ μάς ταξιδεύει στην κατοικία του Στάινερ στο Κέμπριτζ. Στα έξι κεφάλαια που ακολουθούν, μαζί με τον επίλογο, ο Στάινερ μιλά στην αρχή εμφανώς αμήχανος και στη συνέχεια πιο χαλαρός, για τη «μοίρα του εβραϊσμού», για το νόημα της διαρκούς περιπλάνησης, για τα παιδικά του χρόνια, για την περίοδο που έζησε στην Αμερική σπουδάζοντας, μακρυά από την Ευρώπη -την οποία βίωσε σαν εξορία-, για τον έρωτα, για το φεμινισμό, για την ξενοφοβία, για τη Βαβέλ και τα όρια του λόγου («Κανείς δεν χρησιμοποιεί τα λόγια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως ένας άλλος. Τα λόγια είναι όσα και οι άνθρωποι»), για τα ποιήματα που είναι μια μάχη με τις λέξεις, για τα στοιχεία που καθιστούν ένα έργο μεγάλο, για τα σπουδαία βιβλία στα οποία επιστρέφει κανείς ξανά και ξανά ανακαλύπτοντας κάθε φορά ένα άλλο βιβλίο, για τα ηλεκτρονικά μέσα και την ανάγνωση, για το μέλλον του βιβλίου, για τη μνήμη και τη σημασία αποστήθισης των φράσεων που διαβάζεις κάπου και αποκωδικοποιούν πτυχές από το άπειρο που είσαι, για την υπερτιμημένη μπούρδα της conceptual art που του προκαλεί βαθύτατη αηδία («Σ’ εκείνους που δηλώνουν ότι κάνουν μεγάλη Τέχνη εκθέτοντας μπουκάλια με ούρα στο πάτωμα της Tate Gallery, λέω ήρεμα: “Είστε ανόητοι κακομοίρηδες!”. Δεν έχω άλλη λέξη»), για τη σημασία της μουσικής που είναι κάτι σαν οξυγόνο στη ζωή του, για την κυρίαρχη στην τεχνολογία γλώσσα των 40 λέξεων που νερώνει τον πολιτισμό, για τον Θεό που έχει βγει από το κάδρο αφήνοντας γυμνό έναν πολιτισμό όπως ο ευρωπαϊκός που χτίστηκε πάνω στην ιδέα του Θεού, για το ενδεχόμενο, ύστερα από την εποχή του μεταμοντερνισμού και την απόλυτη σχετικοποίηση των πάντων, «να μπαίνουμε στη μεγάλη εποχή της κοροϊδίας». 

Στις σελίδες αυτού του βιβλίου οι «κήποι είναι σκηνικά κρυφών συναντήσεων και ερωτικής μαγγανείας», ο «κακάσχημος Σωκράτης» και η Αντιγόνη περπατούν πλάι στο Νίτσε και τον Μπετόβεν, ο Χάιντεγκερ και η Χάνα Άρεντ αναμετριούνται με τα σφάλματα, την κληρονομιά και την υστεροφημία τους, ο Φρόιντ πέφτει από το ντιβάνι του, ο Προυστ δίνει μάχη, στα χρόνια του Kindle, του iPad και του Twitter, με την ελλειμματική προσοχή και καταφέρνει μια σαρωτική νίκη, ο Ναμπόκοφ διαλέγει μεταξύ Άντας ή πάθους, ο Λύττον Στράτσεϋ σκανδαλίζει τον πατέρα της Βιρτζίνια Γουλφ, εντοπίζοντας ίχνη σπέρματος στο λευκό αέρινο καλοκαιρινό φόρεμα της αδερφής της, Βανέσσας, ο Πούτιν βεβηλώνει την καφκική ειρωνεία στην Ουκρανία («Και η υπέροχη ειρωνεία είναι ότι σήμερα στην Ουκρανία τον αντισημιτισμό τον καταγγέλλει ο Πούτιν. Μόνο ένας Κάφκα θα μπορούσε να επινοήσει κάτι τέτοιο!» έλεγε προφητικά ο Στάινερ ήδη από το 2014).

Ο Στάινερ μιλά και το δικό μου δωμάτιο γεμίζει με τα αρώματα από τον δικό του κήπο, που άλλοτε είναι φωτεινός κι άλλοτε ζοφερός, άλλοτε λαμπρός σαν το ευρωπαϊκό πνεύμα και άλλοτε σκοτεινός σαν τη βαρβαρότητα που φυτρώνει σαν άγριο ζιζάνιο στη γη της Ευρώπης πνίγοντας την ελπίδα. Ο Στάινερ μιλά και κάτι φωτίζεται μέσα μας. Οι λέξεις ξεκλειδώνουν πράγματα, οδηγούν σε νέα βιβλία, φέρνουν νέα νοήματα, ρίχνουν ένα καθαρό φως σε όσα ζούμε.

Σε αυτές τις συζητήσεις, αυτού του απολαυστικού βιβλίου που δεν θες να τελειώσει, ο Στάινερ γεμάτος συναισθήματα, χιούμορ, περιπαικτικό πνεύμα -τσιγκλώντας συχνά τη συνομιλήτριά του ακόμα και με κουβέντες που σε κάποια σημεία θα μπορούσαν υπό το σημερινό φίλτρο μιας στείρας πολιτικά ορθής μέγγενης να παρερμηνευθούν- μιλά χωρίς φόβο, με την απόλυτη διαύγεια ενός ανθρώπου που γλίτωσε στο παρά πέντε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής θηριωδίας, χάρη στη προνοητικότητα του πατέρα του ο οποίος λίγο πριν ξεσπάσει η χιτλερική παράνοια -κυριολεκτικά λίγες μόνο ώρες πριν τη γερμανική εισβολή στο Παρίσι- πήρε την οικογένειά του και έφυγαν για τη Νέα Υόρκη. 

Ο Στάινερ κουβαλώντας μια ολόκληρη ζωή στις πλάτες του την ενοχή του αγοριού που επέζησε, μαζί με ένα ακόμα παιδί, από μια ολόκληρη τάξη εβραιόπουλων τα οποία χάθηκαν μαρτυρικά στους θαλάμους αερίων των ναζί, κατάφερε να γίνει μεταπολεμικά για το ευρωπαϊκό πνεύμα η μνήμη, η ζωντανή Ιστορία, η ερινύα, η σειρήνα που προειδοποιεί για επερχόμενους πιθανούς κινδύνους, η υπενθύμιση ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν είναι ένα άτρωτο σώμα, ούτε απόρθητο οικοδόμημα, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που διαρκώς εξελίσσεται, αναπτύσσεται, ανθεί, κάνει άλματα, αλλά παράλληλα, μπορεί να οπισθοδρομεί, να λοξοδρομεί, να χάνει το βηματισμό, του, να πέφτει, να τσακίζεται, να θρυμματίζεται και να παραπαίει χάνοντας ακόμα και το νόημα της ύπαρξής του. 

Στο βιβλίο αυτό, ειδικά προς το τέλος, από όπου προκύπτει και ο συγκλονιστικός τίτλος «Ένα μακρύ Σάββατο», ο σπουδαίος διανοητής που έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 2020, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορονωϊού, δίνει -όπως άλλωστε και στο συγγενικό βιβλίο του «Η Ιδέα της Ευρώπης» (εκδ. Δώμα, μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής)-, μια ηχηρή προειδοποίηση για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η γερασμένη Ευρώπη, η οποία έχει απομακρυνθεί από τις πνευματικές της ρίζες, μένοντας γυμνή και ευάλωτη στις επιθέσεις. «Η Ευρώπη, για την ώρα έχει μετατραπεί στην ήπειρο του παγκόσμιου τουρισμού: οι άνθρωποι έρχονται για να κάνουν τη βόλτα τους και να δουν τη γηραιά Ευρώπη. Η Ευρώπη έχει γίνει γίνει ένα μεγάλο μουσείο, και το να ζεις σε αυτήν έχει μετατραπεί σε πολύ μεγάλη πολυτέλεια. Αλλά είναι δύσκολο να μιλήσεις για το μέλλον, για ένα θετικό μέλλον στην Ευρώπη (…) Περάσαμε δυο χιλιάδες συναρπαστικά χρόνια. Το να είσαι Ευρωπαίος υπήρξε ένα πράγμα συναρπαστικό. Θα είναι μάλλον λιγότερο συναρπαστικό στο μέλλον». 

Αυτό εννοεί ακριβώς και η φράση του Στάινερ που βλέπουμε στον τίτλο του βιβλίου. Τι εννοείτε λέγοντας «Ζούμε ένα μακρύ Σάββατο;» ρωτά η Λωρ Αντλέρ. Και ο Στάινερ εξηγείται: «Πήρα από την Καινή Διαθήκη το σχήμα Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή. Δηλαδή: ο θάνατος του Χριστού την Παρασκευή, το σκοτάδι να απλώνεται πάνω στη γη, το καταπέτασμα του Ναού να σκίζεται στα δύο· ύστερα η αβεβαιότητα που για τους πιστούς πρέπει να συνοδευόταν από έναν ανείπωτο τρόμο: η αβεβαιότητα του Σαββάτου όπου δεν συμβαίνει τίποτα, τίποτα δεν κουνιέται· και τέλος, η ανάσταση της Κυριακής. Είναι ένα σχήμα απέραντης εκφραστικής δύναμης. Ζούμε την καταστροφή, το μαρτύριο, την αγωνία, κι ύστερα περιμένουμε. Και για πολλούς το Σάββατο δεν θα τελειώσει ποτέ. Ο Μεσσίας δεν θα έρθει και το Σάββατο θα συνεχίσει. Τώρα πώς πρέπει να ζήσουμε αυτό το Σάββατο; Αυτό το Σάββατο του αγνώστου, της χωρίς εγγυήσεις αναμονής, είναι το Σάββατο της Ιστορίας. Υπάρχει σε αυτό το Σάββατο μια μηχανική της απελπισίας -ο φρικτά θανατωμένος και ενταφιασμένος Χριστός- και ταυτόχρονα της ελπίδας. Η απελπισία και η ελπίδα είναι ασφαλώς οι δύο όψεις του νομίσματος της ανθρώπινης συνθήκης. Μας είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε την Κυριακή, με εξαίρεση (και αυτό είναι πολύ σημαντικό) το πεδίο της ιδιωτικής ζωής. Οι άνθρωποι που ζουν έναν ευτυχισμένο έρωτα έχουν γνωρίσει Κυριακές, στιγμές ανάτασης, στιγμές ολικής μεταμόρφωσης (…) Χωρίς την ελπίδα της Κυριακής, μόνη διέξοδος θα ήταν μάλλον η αυτοκτονία (…) Αλλά οφείλουμε να συνεχίσουμε· είμαστε οι φιλοξενούμενοι της ζωής προκειμένου να συνεχίσουμε να παλεύουμε, να προσπαθούμε να βελτιώσουμε λιγάκι τα πράγματα. Να τα κάνουμε καλύτερα. Θα γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα Κυριακή; Αμφίβολο».

ΥΓ. Αυτό το φθινόπωρο, το τρίτο που περνάμε στο σπίτι στην εξοχή, ανακαλύψαμε ότι από τη δική μας εξίσωση, για να κάνουμε αυτό το μακρύ Σάββατο λίγο πιο απολαυστικό, λείπουν μερικές αποδράσεις στο άλλο μας σπίτι, το χειμερινό, το ασπρόμαυρο. Την έχουμε δει νομάδες, λοιπόν, φέτος.

Τα σακβουαγιάζ είναι ετοιμοπόλεμα, ο Hermes μαζεύει γρήγορα τα χνουδωτά κουνάβια του που βρίσκονται διάσπαρτα σε κάθε δωμάτιο, τα βιβλία πάνε κι έρχονται από σπίτι σε σπίτι, κι εμείς είμαστε σε μια διαρκή μετακίνηση από την εξοχή στην πόλη και τούμπαλιν για να κάνουμε τα δικά μας: για να απολαύσουμε αυτό το Νοέμβριο την χαμένη ποίηση της αστικής ευδαιμονίας όσο ακόμα αντέχουμε να τρώμε σε τραπεζάκια έξω, για να οργανώνουμε απολαυστικές πεζοπορίες στο Κέντρο της πόλης αναζητώντας καινούργια εστιατόρια, μικρά μπιστρό με έξυπνη κουζίνα, γαστροκουτούκια, φούρνους που φτιάχνουν θεϊκά μπριός και φλαν με κρέμα που λιώνει στο στόμα, για να απολαμβάνουμε τις βόλτες του Hermes στους κήπους των αθηναϊκών πεζοδρομίων, με καφέ στο χάρτινο κύπελλο, σταματώντας για να μυρίσουμε το άρωμα των κόκκων του καφέ που αλέθονται μπροστά μας, για να πάρουμε σβάρνα τα μουσεία και τις εκθέσεις, για να φάμε αυθεντικές ναπολιτάνικες πίτσες και να μοιραστούμε ιστορίες με νέους ανθρώπους, για να πιούμε σπιτικές λεμονάδες από γυάλινα βαζάκια με χάρτινο καλαμάκι στα πιο 70s πεζούλια της πόλης, για να διαφωνούμε (ή να συμφωνούμε ή να συμφωνούμε ότι διαφωνούμε) με την πολεμική που ανοίγει το νέο βιβλίο του Μπρυκνέρ (εκδ. Πατάκη) για τη μετατροπή του λευκού ετεροφυλόφιλου άνδρα σε αποδιοπομπαίο τράγο στα νέα τερέν της πολιτικής ορθότητας, γύρω από ένα πιάτο με κρητικό ξηρό ανθότυρο με πιπέρι, πίνοντας Μαρουβά στα τραπεζάκια του Μικιό, για να διαβάζουμε στα καφέ της γειτονιάς μας Φουκουγιάμα (εκδ. Ροπή) για την εποχή που η πολιτική μετατοπίζει ολικά το κέντρο βάρους της από την οικονομία στις ταυτότητες και όσα πολύ εύστοχα γράφει ο καθηγητής Δημήτρης Τζιόβας στο εξαιρετικό του δοκίμιο «Η Ελλάδα από τη Χούντα στην κρίση» (εκδ. Gutenberg) όπου ακτινογραφεί την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης υπό το φίλτρο των ταυτοτήτων, για να τσακωνόμαστε με πάθος στα social media μετά από κάθε νέο επεισόδιο του Maestrο για το αν ο Παπακαλιάτης καινοτομεί ή αντιγράφει, για να βλέπουμε τα επεισόδια από το νέο κύκλο του The Crown στο Netflix ξαπλωμένοι στο λευκό καναπέ μας… Μας έχει πιάσει ένας νέος έρωτας για την Αθήνα, την περπατάμε ξανά με λαχτάρα και κάτω από τις φορτωμένες με καρπούς νεραντζιές ανακαλύπτουμε ότι έχει ανθίσει ξανά, σαν να έχει ομορφύνει πολύ, μετά το σοκ της πανδημίας. Κυριακή με όσα συμβαίνουν στον ξεκουρδισμένο πλανήτη -με τον απασφαλισμένο Πούτιν, την ενεργειακή κρίση, την τρομακτική ακρίβεια κ.ά- μπορεί να μην είμαστε πολύ σίγουροι ότι θα γνωρίσουμε, αλλά τα Σάββατά μας έχουμε σκοπό να τα περάσουμε φίνα. 

One Reply to “Ένα μακρύ Σάββατο ”

  1. Υπέροχο κείμενο! Εικόνες και λέξεις καθημερινές που ακουμπούν μυαλό και καρδιά.Πόσο ωραίος τίτλος και πόσο ελπιδοφόρος το “ένα μακρύ Σάββατο”.Κρατάω πάνω πάνω,  συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, ξεκουρδισμένος πλανήτης, να βελτιώσουμε λιγάκι τα πράγματα.Ευχαριστώ για τις λέξεις.Φιλικά, Αγγελική 

    Like

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: