(Ή αλλιώς μια μικρή ωδή στην ιδέα του café, όπου ο περιπλανώμενος μοναχικός κάθεται για να πιει τον καφέ του διαβάζοντας ή φυλλομετρώντας τα βιβλία που μόλις αγόρασε).

Γιατί να δουλεύεις μέσα ενώ μπορείς απλώς να στήσεις το μικρό αυτοσχέδιο γραφείο σου έξω, γράφοντας τα κείμενά σου ή οργανώνοντας τα email και τις εκκρεμότητές σου απολαυστικά, καθώς περνάς από το πρωινό στο brunch; Οι πιο ωραίες ημέρες είναι αυτές που παίρνεις το λάπτοπ σου και ενώ περιμένεις το επαγγελματικό ραντεβού σου, κάνεις μια βιβλιοβόλτα με καφέ, βιβλία και αφράτα viennoiserie και γλυκά. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη ευδαιμονία από το να έχει πιάσει βροχή και να τρυπώνεις για να δουλέψεις κάτω από τις ομπρέλες ενός café, πίνοντας έναν καπουτσίνο και τρώγοντας ένα κρουασάν με κρέμα αμυγδάλου ή ένα flan parisien με μπισκότο βουτύρου, κρέμα patisserie και βανίλια Μαδαγασκάρης;

Πάντα μου άρεσαν τα café, οι μπουλανζερί, τα μπαρ στο απογευματινό ημίφως, τα μπιστρό ή οι τρατορίες με τα μικρά τραπεζάκια τους στο πεζοδρόμιο. Να παίρνω το βιβλίο μου, το μαύρο Moleskine τετράδιό μου, τα καλοξυσμένα μολύβια και το χαρακάκι της Filofax, με το οποίο έχω εμμονή, και να πίνω τον καφέ μου χαζεύοντας τους περαστικούς που περνούν, τις κυρίες με τα σκυλάκια τους, τις παρέες που επιστρέφουν από το σχολείο, τους ηλικιωμένους που περπατούν δίχως να βιάζονται, ψάχνοντας μια καλή αφορμή για να ανοίξουν συζήτηση και να πουν δυο λόγια.

Τα καφενεία είναι κάτι παραπάνω από απλοί τόποι ή στέκια, είναι τοπόσημα μιας ολόκληρης πόλης, ένα σύμβολο επικοινωνίας, ένα μέρος όπου ακόμα κι αν είσαι μοναχικός δεν είσαι ποτέ μόνος. Στα μικρά μαύρα noir βιβλιαράκια της Άγρας, στον Μαρή, τον Σιμενόν, τον Μανσέτ, τα καφενεία ή τα μπαρ (αν πρόκειται για αμερικανική λογοτεχνία όπως στα βιβλία του Τζέιμς Ελρόι ή του Ρέιμοντ Τσάντλερ) είναι τόποι όπου τα παράνομα ζευγάρια συναντιούνται κρυφά, όπου οι ποιητές ή οι ερωτευμένοι γράφουν τις -συχνά ανεπίδοτες- επιστολές τους, ενίοτε είναι το σημείο όπου καταστρώνουν τα σκοτεινά σχέδιά τους οι επίδοξοι δολοφόνοι, όπου ο Μαιγκρέ στις ιστορίες του παρατηρεί και εξιχνιάζει τα πιο μυστηριώδη εγκλήματα, μέρη όπου οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς κάθονται στο πιο ερημικό, απομονωμένο τραπέζι για να γράψουν. Η Μαργαρίτα Καραπάνου έγραψε τον «Υπνοβάτη» στο αγαπημένο της καφενείο στο λιμάνι της Ύδρας. Ο Σεφέρης το μεγαλύτερο μέρος από τις Μέρες του, τα υπέροχα ημερολόγιά του (εκδ. Ίκαρος), τα γράφει καθισμένος σε ένα καφενείο πίνοντας ελληνικό καφέ ή τρώγοντας στρείδια σε ένα μπιστρό στο Λονδίνο. Ο Ρολάν Μπαρτ έπινε πάντα τον καφέ του έξω, κρατώντας σημειώσεις με τις σκέψεις του σε ένα μικρό τετράδιο στο καφέ κοντά στο σπίτι του.




Το «Ημερολόγιο Μπαρ», ο Άντονι Γκαρθία Πόρτα μαζί με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο το γράφουν μαζί αλλά εξ’ αποστάσεως, καθισμένοι σε διαφορετικά καφενεία, ο ένας στη Βαρκελώνη και άλλος στη Χερώνα. Η ιστορία αυτή που διαδραματίζεται σε ένα άδειο μπαρ, όπου ο ήρωας τρυπώνει νωρίς το πρωί ενώ έξω βρέχει για να πιει καφέ με λικέρ συζητώντας με τον ιδιοκτήτη για τη μυστηριώδη αυτοκτονία ενός χιλιανού σε παρακείμενη πολυκατοικία, περιλαμβάνεται με το μυθιστόρημα «Συμβουλές από έναν μαθητή του Μόρρισον σε έναν φανατικό του Τζόυς» των Πόρτα και Μπολάνιο, σε έναν κοινό τόμο, ο οποίος κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Κρίτωνα Ηλιόπουλου.






Το καφενείο, το μικρό μπιστρό, το μπαρ είναι για τη λογοτεχνία τόπος ιερός. Ένα τέμενος, όπου όπως λέει ο Κλαούντιο Μάγκρις, ο σπουδαίος συγγραφέας του Δούναβη και του Μικρόκοσμοι (εκδ. Πόλις) «είσαι μόνος, με χαρτί και μολύβι και το πολύ-πολύ δύο τρία βιβλία, γαντζωμένος στο τραπέζι σου, σαν ναυαγός που τον δέρνουν τα κύματα». Για τον Μάγκρις, μάλιστα, «το καφενείο είναι μια πλατωνική Ακαδημία. Σ’ αυτή την Ακαδημία δεν διδάσκεται τίποτα, αλλά μαθαίνονται η κοινωνικότητα και η απομυθοποίηση».



Ο Τζωρτζ Στάινερ, το πάει ένα βήμα μπροστά: τα καφενεία είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η πεμπτουσία του ευρωπαϊκού πνεύματος. «Η Ευρώπη αποτελείται από καφενεία, από cafés. Αυτά εκτείνονται από το αγαπημένο καφενείο του Πεσσόα στη Λισσαβόνα μέχρι τα cafés της Οδησσού, που τα στοιχειώνουν οι κακοποιοί του Ισαάκ Μπάμπελ. Απλώνονται απ’ τα cafés της Κοπεγχάγης, που προσπερνούσε ο Κίρκεγκωρ στους μοναχικούς του περιπάτους, μέχρι τους πάγκους των καφενείων του Παλέρμο. […] Χαράξτε το χάρτη των καφενείων και θα έχετε μια απ’ τις πιο ουσιαστικές οριοθετήσεις της “ιδέας της Ευρώπης”» γράφει στο απολαυστικό βιβλίο του Η Ιδέα της Ευρώπης (εκδ. Δώμα, μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής), το οποίο περιλαμβάνει μια σημαντική διάλεξη που ο σπουδαίος διανοητής είχε δώσει για την Ευρώπη στο συνέδριο του ινστιτούτου Nexus τo 2004. Και συνεχίζει: «Το καφενείο είναι τόπος για κρυφές συναντήσεις και για συνωμοσίες, για διανοητικές συζητήσεις και για κουτσομπολιά, για τον Flâneur και για τον ποιητή ή τον μεταφυσικό με το σημειωματάρι του. Είναι ανοιχτό σε όλους, αλλά την ίδια στιγμή είναι μια λέσχη, μια μασονία, που προσφέρει πολιτική ή φιλολογική-λογοτεχνική αναγνώριση και προγραμματική παρουσία. Ένα φλιτζάνι καφέ, ένα ποτήρι κρασί, ένα τσάι με ρούμι σού εξασφαλίζουν έναν χώρο για να δουλέψεις, να ονειρευτείς, να παίξεις σκάκι ή απλά να περάσεις τη μέρα σου καθισμένος κάπου ζεστά. Είναι λέσχη του πνεύματος και ταχυδρομείο του άστεγου. Στο Μιλάνο του Σταντάλ, στη Βενετία του Καζανόβα, στο Παρίσι του Μπωντλαίρ, τα καφενεία φιλοξενούσαν την πολιτική αντιπολίτευση, τον παράνομο φιλελευθερισμό. Τρία βασικά cafés στην αυτοκρατορική και μεσοπολεμική Βιέννη συγκροτούσαν την αγοράν, τον τόπο όπου εκφράζονταν και συγκρούονταν οι αντιμαχόμενες σχολές αισθητικής και πολιτικής οικονομίας, ψυχανάλυσης και φιλοσοφίας. Όποιος ήθελε να συναντήσει τον Φρόυντ ή τον Καρλ Κράους, τον Μούζιλ ή τον Κάρναπ, ήξερε ακριβώς σε ποιο καφενείο να κοιτάξει, σε ποιο Stammtisch (*το τραπέζι στο οποίο μαζεύεται μια παρέα σε τακτά χρονικά διαστήματα και το οποίο είναι κρατημένο ειδικά για αυτήν) θα μαζεύονταν. Ο Δαντόν και ο Ροβεσπιέρος συναντήθηκαν μια τελευταία φορά στο Procope. Όταν τα φώτα σβήνουν στην Ευρώπη, τον Αύγουστο του 1914, ο Ζωρές δολοφονείται μέσα σ’ ένα καφενείο. Σ΄ένα café της Γευνεύης ο Λένιν γράφει την πραγματεία του για τον εμπειριοκριτικισμό και παίζει σκάκι με τον Τρότσκυ. Παρατηρήστε τις οντολογικές διαφορές. Μια αγγλική παμπ, ένα ιρλανδικό μπαρ έχουν κι αυτά τη δική τους αύρα και μυθολογία. Τι θα ήταν η ιρλανδική λογοτεχνία δίχως τα μπαρ του Δουβλίνου; Πού θα πρωτοσυναντούσε ο Δρ. Ουάτσον τον Σέρλοκ Χολμς, αν όχι στο Museum Tavern; Όμως δεν πρόκειται για καφενεία. Δεν έχουν σκακιέρες, δεν προσφέρουν δωρεάν εφημερίδες στους πελάτες. Ο ίδιος ο καφές δεν έγινε δημόσια συνήθεια στη Βρετανία παρά πολύ πρόσφατα , και διατηρεί ακόμα την ιταλική του αύρα. Το αμερικανικό μπαρ παίζει ζωτικό ρόλο στην αμερικανική λογοτεχνία και στον αμερικανικό ερωτισμό, στον μυθικό ψυχισμό του Σκοτ Φιτζέραλντ και του Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ. Η ιστορία της τζαζ είναι αξεχώριστη απ΄ αυτό. Αλλά το αμερικανικό μπαρ είναι ένας ναός με χαμηλό φωτισμό, όπου συνήθως επικρατεί το σκοτάδι. Πάλλεται από τη μουσική, η οποία συχνά είναι εκκωφαντική. Η κοινωνιολογία του, η ψυχολογική του στόφα είναι διαποτισμένες από τη σεξουαλικότητα, από την παρουσία -ελπιζόμενη, φαντασιακή ή πραγματική- των γυναικών. Κανείς δεν γράφει τόμους φαινομενολογικής ανάλυσης σ΄ ένα αμερικανικό μπαρ. Στο αμερικανικό μπαρ τα ποτά πρέπει να ανανεώνονται, για να συνεχίσει να είναι καλοδεχούμενος ο πελάτης. Υπάρχουν “μπράβοι” για να διώχνουν τους ανεπιθύμητους. Όλα αυτά τα στοιχεία ορίζουν ένα ήθος ριζικά διαφορετικό από εκείνο του Café Central ή του Deux Magots ή του Florian. “Θα υπάρχει μυθολογία όσο υπάρχουν ζητιάνοι” έγραψε κάποτε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ένας παθιασμένος επαΐων και προσκυνητής των καφενείων. Η “ιδέα της Ευρώπης” θα έχει περιεχόμενο όσο θα υπάρχουν καφενεία».



ΥΓ. Οι πιο ωραίες βιβλιοβόλτες γίνονται όταν περπατάς άσκοπα στην πόλη και περιδιαβαίνεις τις γειτονιές με την τσάντα σου φορτωμένη βιβλία, χαζεύοντας τα σπίτια και τους κήπους, προσπαθώντας να φανταστείς τις ζωές των ανθρώπων πίσω από τα μισάνοιχτα παράθυρα. Τι απόλαυση, όταν καμιά φορά σε ένα φωτισμένο δωμάτιο το βράδυ πετύχεις την υπέροχη, φευγαλέα θέα μιας βιβλιοθήκης κατάφορτης με βιβλία. Αυτή είναι η ωραιότερη περίοδος του χειμώνα για τέτοιες βόλτες. Οι βιτρίνες και τα μαγαζιά έχουν αρχίσει να στολίζονται για τα Χριστούγεννα, οι διακοπές είναι μπροστά σαν υπόσχεση και η πόλη ετοιμάζεται για την πρώτη της γιορτή μετά την κλεισούρα πανδημίας.