Διάφανο σαν το φως, δυνατό σαν τα κύματα 

Το διάφανο φως και η θάλασσα, η καυτή άμμος και τα κύματα της Βαλτικής, οι αμμόλοφοι και οι απέραντες παραλίες της, τα ψαροχώρια με τις φτωχικές καλύβες των χωρικών πλάι στις ξύλινες αριστοκρατικές επαύλεις με τις μεγάλες βεράντες και τα ντιβάνια ντυμένα με ολομέταξα περσικά χαλιά, είναι το σκηνικό στο εξαίσιο ιμπρεσιονιστικό μυθιστόρημα «Κύματα» του Έντουαρντ φον Κάιζερλινγκ (εκδ. Loggia).

Ο γεννημένος στα μέσα του 19ου αιώνα Γερμανός συγγραφέας από τη Βαλτική, απόγονος μιας οικογένειας αριστοκρατών γαιοκτημόνων από τη Βεστφαλία, σε αυτό το μικρό σε έκταση λογοτεχνικό διαμάντι που δεν ξεπερνά τις 200 σελίδες, εκφράζει το κίνημα του Ιμπρεσιονισμού στη λογοτεχνία. Ο Κάιζερλινγκ (1880-1946) σκιαγραφεί αριστοτεχνικά την παρακμή του παλιού κόσμου στο γύρισμα του 20ού αιώνα -στο fin de siecle- και τον σταδιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας προς έναν κόσμο όπου επικρατεί ο μοντερνισμός σε κάθε έκφανση της ζωής: από τις κοινωνικές τάξεις μέχρι την οικονομία, κι από την Τέχνη μέχρι τις παραγωγικές δυνάμεις και την επιστήμη. 

Η κοινωνική αλλαγή που συντελείται, παρά το γεγονός ότι είναι κολοσσιαία, καθώς τα μακραίωνα ήθη της αριστοκρατίας συντρίβονται πάνω στα αιχμηρά βράχια του μοντέρνου αστικού κόσμου, στο έργο του Κάιζερλινγκ, το οποίο είναι μια ωδή στο φυσικό φως και τη θάλασσα, απεικονίζεται με όρους ζωγραφικής, όχι με αδρές γραμμές, αλλά με τη λεπτότητα, τη φωτεινότητα που αλλάζει διαρκώς, την καθάρια παλέτα, τις χαλαρές διακεκομμένες πινελιές που θα χαρακτήριζαν έναν πίνακα του Ιμπρεσσιονισμού. Εδώ, όλα είναι χαμηλότονα, τα συναισθήματα ακολουθούν τις διαθέσεις του καιρού, τα πάθη ξυπνούν με τις καταιγίδες και σβήνουν με τη νηνεμία μιας λιακάδας, ακόμα και οι τραγωδίες του έρωτα, αυτές που γεννά κι αυτές που υποδαυλίζει, αυτές που εμπεριέχει στο κύτταρό του ως πράξη βαθιά επαναστατική και ικανή να αλλάξει τα πάντα, γίνονται μέρος της απολαυστικής «ιμπρεσσιονιστικής εικονοποιίας» του Κάιζερλινγκ. Σαν ζωντανός καμβάς που αλλάζει από σελίδα σε σελίδα, ακολουθώντας την πορεία του φωτός και το πέρασμα από την καρδιά του καλοκαιριού στο φθινόπωρο, το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα αληθινό έργο Τέχνης που δεν το χορταίνεις. Οι φράσεις είναι σαν κύβοι ζάχαρης που λιώνουν στο στόμα αργά και ηδονικά, σε ένα αριστουργηματικό κείμενο γεμάτο εικόνες και διαλόγους γεμάτους λεπτή ειρωνεία, το οποίο αποδίδεται με μεγάλη φροντίδα στα ελληνικά από την Αναστασία Χατζηγιαννίδη.

Η ομορφιά και η αγριάδα της θάλασσας, τα κύματα που άλλοτε σκάνε ανέμελα πάνω στην καυτή άμμο και άλλοτε γίνονται θηρία που καταπίνουν βάρκες, ψυχές και αισθήματα, η τρυφηλότητα μιας καλοκαιρινής μέρας που μια οικογένεια αριστοκρατών την περνά στη θάλασσα, με τις γηραιές κυρίες της συντροφιάς να ρίχνουν πασιέντζες νωχελικά, ενώ οι νεότεροι κολυμπούν ξέγνοιαστοι στο παγωμένο νερό, δίνουν τη θέση τους στη μοναχικότητα μιας έρημης φθινοπωρινής παραλίας όπου ένας άνθρωπος τη διασχίζει σιωπηλά προσπαθώντας να χτίσει από την αρχή τον εαυτό του. Ο Κάιζελινγκ, παραδομένος πια σε μια σχεδόν ολική τυφλότητα, όταν γράφει -μεταξύ 1905 και 1908- αφηγούμενος στις αδερφές του αυτή την ιστορία, ανασυνθέτει νοσταλγικά τα σκηνικά των παιδικών του χρόνων, τον οικείο σε αυτόν αριστοκρατικό κόσμο που χάνεται αργά και σβήνει, τα νεανικά του αργόσυρτα καλοκαίρια στις ακτές της Βαλτικής, χρησιμοποιώντας το εύρημα ενός ερωτικού κουαρτέτου, γύρω από το οποίο προβάλει ευφυώς τον κοινωνικό μετασχηματισμό της εποχής. 

Η ηρωίδα, μια νεαρή όμορφη πρώην κόμισσα, η Ντοραλίς, που εγκατέλειψε τον γηραιό σύζυγό της για τα μάτια ενός όμορφου, άφραγκου ζωγράφου, του Χανς Γκριλ, απολαμβάνει μαζί με τον εραστή της τις ανέμελες διακοπές τους σε ένα ψαροχώρι της Βαλτικής. Ο κοινωνικά κατακριτέος έρωτάς τους σκανδαλίζει τα μέλη μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας που επίσης έχει καταλύσει για να περάσει το καλοκαίρι σε μια παρακείμενη έπαυλη της περιοχής. Η οικογένεια του βαρόνου Φον Μπούτλαιρ -η συντηρητική πεθερά του, η στρατηγίνα Φον Πάλικο, η κόρη της και τα εγγόνια της-, παρακολουθεί με αμηχανία τη νεαρή πρώην κόμισσα που έχει σπάσει την κοινωνική σύμβαση ζώντας ελεύθερη το πάθος της. Οι δύο μεγαλύτερες γυναίκες σοκαρισμένες κατακρίνουν τη Ντοραλίς για την ανηθικότητά της, ενώ οι νεαρότεροι όσο την γνωρίζουν τόσο πιο πολύ γοητεύονται από την ανεμελιά και το θάρρος της και την ακολουθούν σαν μαγεμένοι, παίζοντας μαζί της στα κύματα. Τη νηνεμία και τη γλυκιά πλήξη του καλοκαιριού θα διαταράξει η άφιξη του νεαρού ανθυπολοχαγού Χίλμαρ φον ντε Χαμ, ο οποίος αν και αρραβωνισμένος με τη Λόλο, τη μεγαλύτερη κόρη της βαρόνης Φον Μπούτλαιρ, ερωτεύεται κεραυνοβόλα την ατίθαση Ντοραλίς, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο ερωτικό κουαρτέτο. Πανταχού παρούσα στην ιστορία, η θάλασσα, που πότε αναζωογονεί και πότε φονεύει, γίνεται ο πυρήνας στο λογοτεχνικό αυτό κόσμημα του Κάιζερλινγκ. 

Οι εικόνες, ατελείωτες και ηδονικές, με ένα φως που κόβει την ανάσα σαν να βλέπεις πίνακα του Μονέ, του Ρενουάρ, του Ντεγκά. Οι φασματικές αχτίδες του πρωινού ήλιου, οι οποίες περνούν μέσα από ένα ποτήρι, βάφοντας την επιφάνεια του τραπεζιού που έχει στηθεί πρόχειρα πλάι στο κύμα για να φιλοξενήσει τα λιτά γεύματα της οικογένειας φον Μπούτλαιρ, τα άγρια κύματα με τα οποία παλεύει ο Χανς όταν βγαίνει για ψάρεμα με μια μικρή ξύλινη παλιά βάρκα στα ανοιχτά, ο άνεμος που σφυρίζει στην άγρια νύχτα, η ερωτική απόγνωση που απεικονίζεται στα πρόσωπα του δράματος, φωτισμένα αχνά από την τρεμάμενη αχλή ενός κεριού, μα πάνω απ’ όλα, η θάλασσα, είναι οι αληθινοί πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου που το διάβασα δυο φορές: την πρώτη βουλιμικά και τη δεύτερη πιο αργά, προσεκτικά, μελετώντας το φως και τα χρώματα, όπως θα παρατηρούσα τη διαφορά των αποχρώσεων στα νούφαρα, ανάλογα με τη θέση του ήλιου, από πίνακα σε πίνακα του Μονέ. 

ΥΓ. Η σκηνή με το γαλάζιο φόρεμα, στις σελίδες 133-136, όπου περιγράφεται η φθορά της οικειότητας, η διαβρωτική παρακμή στον έρωτα της πρώην κόμισσας με το νεαρό ζωγράφο, είναι συγκλονιστική. Η σημειολογία ενός φορέματος από την παλιά αριστοκρατική ζωή της Ντοραλίς γίνεται το νήμα που θα ξετυλίξει το κουβάρι, αφενός της παθολογίας του έρωτα και αφετέρου ολόκληρου του κοινωνικού μετασχηματισμού που αυτός συμβολίζει στον «καμβά» του Κάιζερλινγκ. 

One Reply to “”

  1. Τα email σου απόλαυση! Περιγράφεις με γεύση, μυρωδιά και αφή! Οπότε σε διαβάζω, μου τρέχουν τα σάλια, φυσικά καταλήγω να τα αγοράζω όλα και να τα κάνω μια μπουκιά! 😄🌺❤️🙏🏻🙏🏻🙏🏻

    Liked by 1 person

Leave a comment