
Οι μέρες είναι ολόιδιες σαν μία μόνο μέρα. Ολόκληρη την εβδομάδα βρέχει σχεδόν ασταμάτητα. Όταν κοπάζει η βροχή κατεβαίνουμε στη θάλασσα.

Στο σακίδιό μου έχω ολοκαίνουρια βιβλία που παρέλαβα εχθές από τις εκδόσεις Gutenberg: τα σονέτα του Ρίλκε, τα διηγήματα του Πεσσόα για τα μυστήρια του θανάτου, το νέο πολύ ιδιαίτερο μυθιστόρημα του νομπελίστα Χάντκε και η ιστορία του ήρωα της αντίστασης Βίτολντ Πλέτσκι που διείσδυσε στο Άουσβιτς. Αυτό το διάστημα δεν θέλω τίποτε άλλο, μονάχα τα βιβλία μου, τη μουσική που ακούω στο iDagio και καυτό καφέ. Καμιά φορά, νωρίς το πρωί, όταν ξυπνάω από τους ήχους της καταιγίδας, από τις αστραπές ή από τον αέρα που κάνει τα στόρια πίσω από το κρεβάτι μου να τρίζουν σαν παλιό ξύλινο πλοίο δεμένο στο λιμάνι, σκέφτομαι με ευδαιμονία ότι αυτόν τον αργόσυρτο χειμώνα της απόλυτης ησυχίας στην εξοχή τον ονειρευόμουν χρόνια τώρα και τον είχα ανάγκη. Έναν χειμώνα που τον περνάω διαβάζοντας και κάνοντας βόλτες στη θάλασσα ή στο δάσος. Έναν χειμώνα με τα βιβλία μου, όπως στις πρώτες φράσεις του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου: «Σηκώθηκε η θάλασσα πάλι σήμερα, καθώς τη συνταράζουν οι ριπές του ανέμου. Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα […] Δραπέτευσα σε τούτο το νησί, με λίγα βιβλία και το παιδί – το παιδί της Μελίσα. Δεν ξέρω γιατί χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη, “δραπέτευσα”. Οι χωριάτες αστειεύονται και λένε πως μόνο ένας άρρωστος άνθρωπος θα μπορούσε να διαλέξει τέτοιον απόμερο τόπο για να χτίσει απ’ την αρχή τον εαυτό του. Εντάξει λοιπόν, ήρθα εδώ για να γιατρευτώ – αν θέλετε να το πούμε έτσι… Τη νύχτα ο άνεμος μουγκρίζει και το παιδί κοιμάται ήσυχο στο ξύλινο λίκνο του κοντά στο παραγώνι που βουίζει, ανάβω μια λάμπα και βηματίζω πάνω κάτω, σκέφτομαι τους φίλους μου – την Τζάστιν και τον Νεσίμ, τη Μελίσα και τον Μπαλτάζαρ. Γυρίζω και ξαναγυρίζω τη σιδερένια αλυσίδα της μνήμης, κρίκο τον κρίκο, στην πόλη όπου ζήσαμε για τόσο λίγο μαζί […] Έπρεπε να φτάσω κάπου μακριά απ’ όλα τούτα για να μπορέσω όλα να τα καταλάβω…».


Τις αγαπώ αυτές τις μουντές μέρες. Για τη σιωπή και την ηρεμία τους. Από τη βροχή και το νοτιά αυτή την εβδομάδα η θάλασσα έχει φουσκώσει, αλλά σε τούτη την πλευρά είναι σχεδόν πάντα ατάραχη. Έχει ένα γκριζοπράσινο χρώμα από τη συννεφιά και μοιάζει με λίμνη. Το νερό σκέπασε σιγά σιγά την προβλήτα στην παραλία και η θάλασσα έχει τραβηχτεί έξω, εξαφανίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της αμμουδιάς στους μικρούς κολπίσκους όπου το καλοκαίρι διαβάζω τα βιβλία μου.

Είναι παράξενο να ανακαλύπτω ότι τον χειμώνα αυτό το εξοχικό παραθαλάσσιο θέρετρο που το έχουμε συνηθίσει γεμάτο κόσμο, με φωταγωγημένους δρόμους, εστιατόρια, μπαρ και λουόμενους που κατεβαίνουν από τις μονοκατοικίες τους περπατώντας για να κολυμπήσουν στους κολπίσκους, να διαβάσουν στα βράχια απολαμβάνοντας τον ήλιο, είναι τόσο σιωπηλό, αλλά ακόμα πιο όμορφο κι από το καλοκαίρι. Ο χειμώνας εδώ είναι σαν διαλογισμός. Αλλού η θάλασσα είναι ήρεμη σαν λάδι κι αλλού γεμάτη μεγάλα κύματα. Περπατάς στη νωπή αμμουδιά και από πάνω σου είναι ένας ατέλειωτος ουρανός γεμάτος αφράτα σύννεφα. Κάθε ώρα που βγαίνεις από το σπίτι το φως κάνει το ίδιο τοπίο να δείχνει αλλιώς. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να σε «γιατρέψει» από αυτό που στον Χέρτσογκ του Μπέλοοου αναφέρεται ως πλεκτάνη που στήνει εις βάρος μας ο σύγχρονος τρόπος ζωής.












Με ζεστό πουπουλένιο μπουφάν βρίσκω την πιο στεγνή από όλες τις αναποδογυρισμένες βάρκες στην ακτή. Κάθομαι εκεί στην βρεγμένη άμμο, μπροστά από το νερό που είναι σαν «καθάριο κρύσταλλο που ηχεί και που συντρίβεται ηχώντας» στα βράχια. Διαβάζω Ρίλκε. Τα σονέτα προς τον Ορφέα σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή. Με ένα υπέροχο επίμετρο του μεταφραστή που σε κάνει να λαχταράς το βιβλίο.

Πενήντα πέντε σονέτα που γράφτηκαν τον Φλεβάρη του 1922, τέσσερα χρόνια πριν το θάνατο του ποιητή. Ο Ρίλκε γράφει αυτά τα αυτόνομα σονέτα που συνθέτουν ένα ενιαίο ποίημα -ένα «άσμα» όπως αναφέρει ο κ. Κεντρωτής-, που γεννιέται στο χαρτί σε λίγες μόνο ημέρες όταν συγκλονισμένος ο ποιητής μαθαίνει το θάνατο της δεκαεννιάχρονης χορεύτριας Βέρα Ουκάμα Κνόοπ από λευχαιμία, ασθένεια από την οποία τελικά θα αποβιώσει και ο ίδιος. Ορφέας είναι ο Ρίλκε που θρηνεί τραγουδώντας τη δική του Ευρυδίκη. Επί της ουσίας είναι ο θρήνος για την ίδια τη θνητότητα των έμβιων όντων, για την τόση ομορφιά της ζωής που φεύγει μέσα από τα χέρια μας όσο κι αν τη λαχταράμε, σαν το νερό που γλιστράει πάνω στην άμμο και επιστρέφει ξανά πίσω στην απεραντοσύνη της θάλασσας.
«Πόσος “μυθικός” Ορφέας απαντάται στα σονέτα του Ρίλκε;», αναρωτιέται ο μεταφραστής. «Σίγουρα περισσότερος από όσο απαντάται “Ευρυδίκη”, αλλά και εξαιρετικά αποσπασματικός, και σχεδόν πάντα μέσω Οβιδίου. Ο μέγας ρωμαίος ποιητής στο ενδέκατο βιβλίο των Μεταμορφώσεών του μάς αφηγείται τον τρόπο, με τον οποίο οι θρακικές Μαινάδες, οι πιστές ακόλουθοι του θεού Διονύσου, μανιασμένες από την περοφρόνηση του Ορφέα στο πρόσωπό τους, λιθοβολούν και ραβδίζουν τον αοιδό την ώρα που έκρουε τα νεύρα της λύρας του· επειδή, όμως, η μουσική που ακουγόταν ήτα τόσο όμορφη και θελκτική, τα ραβδιά και οι πέτρες αρνούνταν να τον χτυπήσουν, κάτι που έκανε τις Μαινάδες να μανιάσουν ακόμα περισσότερο και να του ξεσκίσουν τις σάρκες με διάθεση βακχική και οργιαστική. Tα οβιδιακά αυτά στοιχεία απαντώνται εν σπέρματι και σκόρπια στα σονέτα του Ρίλκε· όπως επίσης εν σπέρματι και σκόρπια απαντώνται και άλλα μυθολογικά “δεδομένα” […] Και σε όλα αυτά δίπλα, που εν σπέρματι και σκόρπια απαντώνται στα σονέτα, υπάρχει δίκην μπάσο κοντίνουο και τούτο το εντελώς σημαδιακό: η νύξη για τη δύναμη της μουσικής και του άσματος που βάζει βράχια και δέντρα να χορεύουν και που γοητεύει όχι μόνο τα άγρια ζώα, αλλά ακόμα και αυτό το “κτήνος” του θανάτου – πρόκειται για εκείνη τη δύναμη που κάνει τα ποτάμια να σταματούν και έπειτα να ξαναρχίζουν τη ροή τους,… πρόκειται για εκείνη τη δύναμη που κάνει τa σώματα να πεθαίνουν και έπειτα να ξαναρχίζουν τη ζωή τους».

Μετά τη βόλτα, στο σπίτι, στο ημίφως του δωματίου μου, με ένα φλιτζάνι καυτό τσάι και σπιτικά μπισκότα με γλυκάνισο, με τραβηγμένες τις κουρτίνες για να βλέπω τον ουρανό, συνεχίζω να διαβάζω την κατάβαση του Ρίλκε στον Άδη. Παράλληλα ακούω τον «Ορφέα», την όπερα του Κλαούντιο Μοντεβέρντι που σηματοδοτεί το πέρασμα από την αναγεννησιακή στην μπαρόκ πολυφωνία, τη θρυλική αυτή όπερα -τη σημαντική για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής μουσικής- με την υπέροχη τοκάτα, την ωραιότερη εισαγωγή σε όπερα που σβήνει αμέσως μετά από έναν λυτρωτικό μουσικό λυγμό.