

Σκέψου ένα γραφείο εφημερίδας. Νύχτα, λίγο μετά αφού έχει κλείσει η ύλη. Μισάνοιχτα στόρια. Καπνός. Τασάκια με αποτσίγαρα πάνω σε στοίβες με παλιές εφημερίδες. Γραφομηχανές με μαύρα πλήκτρα που τους λείπει το Ρ ή το Μ ή το Ψ. Μολύβια με σπασμένη μύτη. Στάχτη και χυμένος καφές πάνω στη φθαρμένη μοκέτα. Κάπου στο βάθος ένα τηλέφωνο κουδουνίζει μέσα στο ημίφως. Από τα παράθυρα φαίνεται η θάλασσα. Το λιμάνι. Άδειο. Σιωπηλό. Η προβλήτα με τις σκουριασμένες δέστρες. Τα γυμνά κατάρτια. Το μπετόν.
Σκέψου τη θάλασσα, το σκοτεινό νερό, σαν ψίθυρος λίγο πριν ξεσπάσει η βροχή, απειλητική, παράξενα πράσινη κοντά στο λιμάνι από τις λάμπες του ηλεκτρικού και κατάμαυρη στα ανοιχτά, πέρα απ’ το φάρο. Ένας κίτρινος ουρανός έτοιμος να εκραγεί, να σκάσει μπροστά σου σε χίλια δυο κομμάτια, και ένα νερό που ανά πάσα στιγμή θα κυριαρχήσει στα πάντα, όχι με ορμή αλλά με μια ήσυχη, μοχθηρή, απόκοσμη δύναμη.
Σκέψου τη στάθμη του νερού να ανεβαίνει, τη θάλασσα να γλείφει την προβλήτα, τους δρόμους να γίνονται χείμαρροι, το έδαφος να υποχωρεί, το νερό να μπαίνει στα σπίτια, να χώνεται σε στρώματα, σε σώματα, σε ντουλάπια με κονσέρβες θαλασσινών, να διαβρώνει μυστικά, να ξυπνά μοναξιές, να σκάβει και να ξετρυπώνει μύχιους φόβους, να παρασέρνει προλήψεις και να τις διασπείρει σε όλη την πόλη σαν μάστιγα που κολλάει πρώτα στο νου και μετά προσβάλει το σώμα.
Σκέψου τώρα μια σειρά από συμβάντα, αλλόκοτα, μαγικά σαν αρχαίος εφιάλτης, που μοιάζουν σαν να τα ξύπνησε η μοχθηρή βροχή. Σκέψου κούκλες σε παλιά κάστρα που μιλούν με φωνή ανθρώπινη. Νομίσματα που παίζουν μουσική. Σκέψου μια μαζική παραίσθηση, έναν φόβο που φέρνει φόβο, μια βροχή που πέφτει ασταμάτητα με αμείωτη ένταση για τέσσερις ημέρες…
Το μυθιστόρημα «Σκοτεινό Νερό» του Ναπολιτάνου Νικόλα Πουλιέζε που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις πολύ κομψές νέες εκδόσεις Loggia -σε μετάφραση της Ευαγγελίας Γιάννου- είναι όλα τα παραπάνω. Είναι ένα πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο που σε υπνωτίζει και σαν το σκοτεινό νερό που περιγράφει σε παρασύρει σελίδα σελίδα σε έναν παράξενο κόσμο ο οποίος ισορροπεί μεταξύ μαγικού ρεαλισμού, ποίησης και δημοσιογραφικού χρονικού.
Βασικός κορμός στην αφήγηση είναι ένας δημοσιογράφος, ο Κάρλο Αντρεόλι. Δουλεύει σε μια τοπική εφημερίδα και καλύπτει τις καταστροφές που προκαλεί η επίμονη βροχή η οποία πλήττει την πόλη του, τη Νάπολη. Αληθινή ηρωίδα φυσικά είναι η ιταλική παραθαλάσσια πόλη με την άναρχη δόμηση και τις παλιές υποδομές, μια πόλη του νερού που άλλοτε το υγρό στοιχείο την ευεργετεί κι άλλοτε την πνίγει. Οι ιστορίες των κατοίκων με φόντο τη βροχή καταγράφονται πότε με μια ψυχρή σχεδόν δημοσιογραφική αποστασιοποίηση -μέρος της ακαταμάχητης γοητείας της γραφής του Πουλιέζε- και πότε με μια λυρικότητα που σε σημεία γίνεται αγρίως απολαυστική. Ο Πουλιέζε και το Σκοτεινό Νερό του είναι ένα ποίημα από αυτά που βρίσκεις σε μια παλιά τσαλακωμένη εφημερίδα, ξεχασμένο για χρόνια, που ξαφνικά κάποιος το ανασύρει στο φως κι αυτό ταξιδεύει από στόμα σε στόμα, κυλάει σαν νερό μέσα στην πόλη, κατρακυλάει στα πεζοδρόμια, περνά από μπαρ και τρατορίες και παρασέρνει μεθυσμένα λόγια, ξεχειλίζει από υπονόμους ολόλαμπρο σαν λασπωμένο διαμάντι, γίνεται θρύλος…
Ένα τέτοιο βιβλίο υπήρξε στ’ αλήθεια και το μυθιστόρημα του Πουλιέζε. Η ιστορία του είναι συγκλονιστική! Ο Πουλιέζε, όντας ο ίδιος δημοσιογράφος, έγραψε στον ελεύθερο χρόνο του αυτό το μυθιστόρημα βασιζόμενος σε ένα πραγματικό γεγονός: την υποχώρηση του εδάφους σε έναν δρόμο στη Νάπολη, μια βροχερή μέρα, όπου έγινε η αφορμή για να σκοτωθεί ένας περαστικός. Ο αδερφός του Πουλιέζε, ο οποίος δούλευε για τη θεατρική διασκευή ενός κειμένου του Καλβίνο, έδωσε το χειρόγραφο στον σπουδαίο συγγραφέα και του ζήτησε τη γνώμη του. Ο Καλβίνο ενθουσιάστηκε και το επέστρεψε ζητώντας κάποιες διορθώσεις. Ο Πουλιέζε τις έκανε και ο Καλβίνο ζήτησε κι άλλες. Ο Πουλιέζε στύλωσε τα πόδια και τελικά το βιβλίο εκδόθηκε στην αρχική του μορφή σε μια σειρά με βιβλία του Μπόρχες, του Καλβίνο και του Χέμινγουέι. Όταν η έκδοση εξαντλήθηκε το βιβλίο το σκέπασε η λήθη. Μετά από χρόνια όμως το μυθιστόρημα, όπως και η βροχή που περιγράφει ο Πουλιέζε, άρχισε να ταξιδεύει από στόμα σε στόμα, να κυκλοφορεί σε φωτοτυπίες και κλεψίτυπα μεταξύ των φοιτητών και τελικά, μετά το θάνατο του συγγραφέα, έγινε -ευτυχώς για εμάς- εκδοτικό γεγονός.

















YΓ. Διαβάστε το βιβλίο αν θέλετε να απολαύσετε ένα αυθεντικό, δυνατό κείμενο. Μην περιμένετε μια δυστοπία με γραμμική αφήγηση και πλοκή γεμάτη δυσοίωνες περιγραφές μια πνιγμένης Νάπολης. Πρόκειται για έναν εσωτερικό βαθύ μονόλογο μιας πόλης που φλερτάρει με το απόκοσμο και ξορκίζει τους φόβους της με λέξεις.