
Από όλες τις θεατρικές ηρωίδες, αν μου ζητούσαν να διαλέξω μία, θα επέλεγα αναμφίβολα τη Μάσα του Τσέχοφ. Το κορίτσι στον Γλάρο που φορά πάντα μαύρα, γιατί πενθεί τον εαυτό του. Τη Μάσα την ξέρω από πάντα. Την έχω ξετρυπώσει στο νηπιαγωγείο να κοιτάει με μπλαζέ απαξίωση το θορυβώδες λεφούσι της τάξης, στην οποία δεν θέλει με τίποτα να αφεθεί και να γίνει μέρος της. Την έχω πετύχει στο πανεπιστήμιο με καταρρακωμένο το πρόσωπό της από την πραγματικότητα, να λιμάρει κρυφά τα νύχια της κάτω από το έδρανο, κοιτώντας αποστασιοποιημένα, με μάτι λεπίδα, τους συμφοιτητές της να κρατούν σημειώσεις για το ξυράφι του Όκαμ. Την έχω εντοπίσει σε συσκέψεις πολυεθνικών εταιρειών, ανάμεσα σε άτομα με ιδιότητες, να εμβολίζει σαν τρολ χωρίς ιδιότητες κάθε πιθανότητα σοβαρής συζήτησης, απλώς για να διασκεδάσει την πλήξη της. Την έχω πετύχει να σαμποτάρει σχέση που κυνηγούσε με λύσσα, μόνο και μόνο επειδή δεν θα μπορούσε ποτέ να βολευτεί στην ιδιότητα μιας ερωμένης. Τη Μάσα την ξέρω από πάντα. Φοράει μαύρα γιατί πενθεί τον εαυτό της. Αν ξύσεις λίγο την επιφάνεια του μεταξωτού Zara φορέματός της, θα πετύχεις τη μαύρη φόδρα με την οποία η Κάρεν Χόρνεϊ έχει ράψει τα πιο ωραία της νευρωτικά κουστουμάκια. Τη Μάσα την ξέρεις κι εσύ από πάντα. Είναι ο Κάφκα που του έχουν στήσει έναν Πύργο για να τον ξεγελάσουν. Είναι ο Γούντι Άλεν στο Νευρικό Εραστή. Είναι ο Φρανσουά Βιγιόν που ξαπλώνει μεθυσμένος πάνω στο στήθος μιας ημιλιπόθυμης μεσαιωνικής πόρνης που ούτε καν ξέρει ότι μόλις περνά στην αιωνιότητα με έναν στίχο. Είναι ο Πωλ Βερλαίν και ο Ρεμπώ. Είναι οι ερωτευμένες ηρωίδες του Τρυφώ. Είναι ο Τζέιμς Ντιν στον Επαναστάτη Χωρίς Αιτία. Είναι ο Τριστάνος του Βάγκνερ. Είναι ο Λουδοβίκος Β΄ της Βαυαρίας, από το Σιδερόφραχτο Παράθυρο του Κλάους Μανν, που χτίζει παραμυθένιους πύργους γιατί τρέμει την πραγματικότητα που στο τέλος τον πνίγει. Είναι οι απροσάρμοστοι ήρωες του Ουελμπέκ που καταπίνουν τόνους υπνωτικών για να μην ξυπνήσει μέσα τους το θηρίο. Είναι ο Χόλντεν Κώλφιλντ στο Φύλακα στη Σίκαλη. Είναι η Μέριλυν που κρύβεται δειλά κάτω από τη φούστα της Μονρόε. Είναι ο Φερνάντο Πεσσόα που πηδάει από επινοημένη προσωπικότητα σε προσωπικότητα αδυνατώντας να βρει μια που να μπορεί να τον εμπεριέχει ολόκληρο. Η Μάσα είναι ο Γιόζο του Osamu Dazai. Μετά βεβαιότητας, είναι ο ίδιος ο Dazai που πέφτει, μαζί με την Γιαμαζάκι Τομίε, στα φουσκωμένα νερά του ποταμού Ταμαγκάουα και πνίγεται.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» του Osamu Dazai (εκδ. Gutenberg, μτφρ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος) συνειδητοποιώ ότι τον Γιόζο, αυτόν τον αυτοκαταστροφικό, απροσάρμοστο, νευρωτικό ήρωα του Dazai, τον ξέρω από πάντα. Είναι η Μάσα, ο Κάφκα, ο Τριστάνος, ο Ρεμπώ, ο Βιγιόν, ο Τζέιμς Ντιν, η Μονρόε, ο Χόλντεν Κώλφιλντ, ο Γούντι Άλεν… Είναι όλοι οι καταραμένοι ποιητές, οι νευρωτικοί εραστές και οι απεγνωσμένες στάρλετ μαζί. Είναι ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες. Είναι αυτός που δεν είναι πια άνθρωπος.

Ο Γιόζο δεν μπορεί να βολευτεί πουθενά. Δεν υπάρχει ούτε μια τόση δα σπιθαμή γης που να μπορεί σε αυτό τον κόσμο να τον κάνει να νιώσει καλά. Στριφογυρίζει άβολα γύρω από την ίδια του την ύπαρξη, παρατηρεί τα πάντα με βουβή απόγνωση, πνίγεται από αηδία για έναν κόσμο που μισεί γιατί δεν τον εμπεριέχει. Ο Γιόζο δεν καταλαβαίνει τον κόσμο και αποδομεί τον εαυτό του σε χίλια δυο άχρηστα πια εξαρτήματα, προκειμένου να μην μπορέσει ποτέ κανένας να τον χρησιμοποιήσει σαν άνθρωπο.

Από μικρός ο Γιόζο, που θα μπορούσε να τον λένε Osamu, καταλαβαίνει ότι κάτι υπάρχει στον κόσμο που τον κρατά μακριά σαν ανάποδος πόλος του μαγνήτη. Παραδομένος σε μια διαρκή απώθηση, σε μια συστολή που τον κρατά δεμένο μακρυά από τους ανθρώπους, για να επιβιώσει μαθαίνει να υποδύεται τον κλόουν. Κρύβεται πίσω από ένα κωμικό προσωπείο προκειμένου να αποσπάσει την πολυπόθητη αποδοχή, μιας και γι αυτό που πράγματι είναι (ή μάλλον αυτό που δεν είναι: δηλαδή, άνθρωπος) δεν πρόκειται ποτέ κανείς να τον αποδεχτεί. Ξένος μεταξύ οικείων, περιθωριακός, άβολος, αδιανόητα τρομαγμένος, επιθυμεί ταυτόχρονα να είναι το κέντρο της προσοχής αλλά και αόρατος, θέλει απεγνωσμένα να υπάρχει στο οπτικό πεδίο των άλλων αλλά παράλληλα να είναι ανύπαρκτος μέσα στην καρδιά της συνύπαρξης. Το σώμα του τον κουβαλά σαν βάρος. Ξένος και σ’ αυτό, σχεδόν εχθρικός.

Ο Γιόζο είναι ένας άνθρωπος που φοβάται τους ανθρώπους. Τρέμει την απόρριψη και ταυτόχρονα τρέχει με χίλια προς το μέρος της, προσδοκώντας μια μετωπική σύγκρουση με αυτό που αποκαλεί κοινωνία. Κάθε του πράξη είναι μια ακόμα απόπειρα να στραπατσάρει κάθε υπόνοια ανθρώπινης υπόστασης μέσα του. Η σκέψη του λειτουργεί σαν κανίβαλος, ροκανίζοντας τα θεμέλια που κρατούν όρθιο το οικοδόμημα της ζωής του. Από το σχολείο κιόλας, στην εφηβεία, κάνει τα πάντα για να αποβάλει κάθε ανθρώπινη ιδιότητα. Μπλέκοντας σε εθισμούς και τοξικές σχέσεις, μπλέκοντας με ένα μαρξιστικό κίνημα που τότε ήταν παράνομο στην Ιαπωνία, οδηγώντας ακόμα και μία ερωμένη του στην αυτοκτονία, κατρακυλάει στη λάσπη της ανυποληψίας, βάζοντάς τα με το ιαπωνικό κοινωνικό κατεστημένο και γίνεται ένας απόκληρος, ένας περιθωριακός, ένας καταραμένος σχεδιαστής manga που βυθίζεται στην άβυσσο του αλκοόλ και της μορφίνης.

Για να ξεκλειδώσει κανείς το βιβλίο του Osamu Dazai πρέπει να λάβει υπόψη το αξιακό σύστημα της Ιαπωνίας, την εποχή που ο συγγραφέας περιγράφει: Ένα αυστηρό, πνιγηρό κοινωνικό οικοδόμημα με δική του πολύ ιδιαίτερη κουλτούρα, με το αίσθημα της τιμής πολύ αυξημένο, αντιστοίχως με το στοιχείο της ανυποληψίας να παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, καταβαραθρώνοντας ολόκληρες οικογένειες στην παρακμή με το παραμικρό σφάλμα, απαξιώνοντας ανθρώπους και οδηγώντας τους για λόγους ευθιξίας στην αυτοκτονία ή περιθωριοποιώντας οποιονδήποτε δεν ακολουθεί με στρατιωτική πειθαρχία τις κατεστημένες νόρμες και τα κυρίαρχα ήθη. Ο Γιόζο, κατρακυλώντας κοινωνικά, επαναστατεί. Απορρίπτει τις ανθρώπινες ιδιότητές του μία μία, σαν να απελευθερώνει εδάφη που έχει κατακτήσει ο εχθρός. Υπό αυτή την έννοια ο Γιόζο, και ο δημιουργός του ο Osamu Dazai, καταγγέλλουν την υποκρισία μιας οικογένειας που προτιμά να σε θάψει ζωντανό παρά να αποδεχτεί ότι δεν θα γίνεις ένα ακόμα ντρεσαρισμένο πιόνι στην σκακιέρα του ιαπωνικού κοινωνικού συστήματος. Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο έχει γίνει εκδοτικό φαινόμενο στο νεανικό κοινό της Ιαπωνίας, ανάγοντας το μεταπολεμικό μυθιστόρημα σε ένα διαχρονικό επαναστατικό αριστούργημα και καθιερώνοντας τον αυτόχειρα Osamu Dazai ως μια μορφή που έχει πάρει τις διαστάσεις ενός θρύλου, ενός αθάνατου, καταραμένου ροκ σταρ των ιαπωνικών γραμμάτων.

Το Τόκιο του 1930, με τα καταγώγια που σερβίρουν sushi και και sake, είναι ο καμβάς αυτού του βιβλίου. Ένας μινιμαλιστικός, λιτός, σχεδόν μοντερνιστικός πίνακας που πίσω από το χρώμα κρύβει το σκοτάδι και το ζόφο μιας ζωής που καίγεται σαν πυροτέχνημα και εξεγείρεται από τη μανία ενός απροσάρμοστου ανθρώπου, ο οποίος τρέμει από το φόβο μήπως τελικά βρει τη θέση του σε αυτό τον κόσμο και διαλυθεί.















ΥΓ. Η Απόλλωνος, η Πετράκη, η Βουλής, η Σκούφου, η Νίκης: τα στενάκια κάτω από τη Φιλελλήνων στο Σύνταγμα, με τα ζωηρά τους χρώματα και τα μικρά μαγαζάκια που μέσα σε λίγα τετραγωνικά προσπαθούν να χωρέσουν όλο το Τόκιο, γίνονται το σκηνικό για τις πιο ωραίες συζητήσεις γι΄αυτό το βιβλίο. Με ιαπωνικό street food στο Sandos της Πετράκη -sando katsu με κολασμένο τηγανιτό κοτόπουλο με πάνκο που πλέει σε πελάγη ευτυχίας στην αγκαλιά του κινέζικου λάχανου και μιας σως από ιαπωνική μαγιονέζα, μουστάρδα karashi και τσάτνεϊ tonkatsu κι όλα αυτά μέσα σε αφράτο ιαπωνικό milk bread- και βιετναμέζικο καραμελωμένο κοτόπουλο και noodles ρυζιού στο Hanoi. Με sake και παγωμένη Coca-Cola στα πεζούλια της Απόλλωνος ή με γιαπωνέζικο ουίσκι στο Birdman, την japanese pub του Άρη Βεζενέ στη Σκούφου. Με βόλτες στη στολισμένη Αθήνα που έχει αρχίσει και γίνεται ακαταμάχητα σέξυ, ξεπερνώντας την κατάθλιψη της κρίσης και της πανδημίας και προμήθειες από τα asian μπακάλικα της περιοχής για να φτιάξουμε το δικό μας sushi στο σπίτι.