
Η σημερινή θάλασσα στο λιμάνι που είχε το ψυχρό χρώμα του πάγου μου θύμισε μια άλλη θάλασσα, απειλητική, σε ένα βιβλίο που διάβασα μέσα στην καρδιά του Αυγούστου, σε λίγες μόνο ώρες, μα δεν το ξέχασα κι ας πέρασαν μήνες.

Πρόκειται για την πολύ δυνατή νουβέλα «Η θάλασσα» του Μιχάλη Μακρόπουλου (εκδόσεις Κίχλη). Μια δυστοπική ιστορία για τους πάγους που λιώνουν και τη θάλασσα που σκεπάζει τις παράκτιες περιοχές, αλλά και μια πανδημία που ξεσπά από έναν παλιό μετεωρίτη που ήρθε στην επιφάνεια όταν έλιωσε ένα παγόβουνο. Οι επιζώντες φτιάχνουν υπόγειες πόλεις και ο Μακρόπουλος αφηγείται την ιστορία ενός κοριτσιού και της φίλης του που εγκαταλείπουν την υπόγεια πόλη όπου ζουν και αναζητούν την τύχη τους καιρό μετά την καταστροφή στον έξω κόσμο, στον ερημωμένο πολιτισμό που τον σάρωσε η θάλασσα και η εγκατάλειψη. Δεν είναι τόσο το θέμα που σε κάνει να σκέφτεσαι αυτό το βιβλίο καιρό αφού το διαβάσεις, είναι κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις λέξεις για να αφηγηθεί την ιστορία του. Είναι τόσο ωραία γραμμένη αυτή η νουβέλα που είναι ολόκληρη ένα ποίημα για τη νοσταλγία, για την αγάπη, για τη ζωή που μπορεί να κυλά μέσα στην απλότητά της ακόμα κι αν όλα έχουν καταρρεύσει, ακόμα κι αν έχουν χαθεί για πάντα όσα ήσουν, όσα αγάπησες.
Πώς μπορεί όμως κάποιος να χωρέσει σε μια μικρή νουβέλα πενήντα οκτώ σελίδων τη μεγαλύτερη απειλή που έχει ποτέ αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα στη μακραίωνη ιστορία της; Πώς είναι δυνατόν να περιγράψει την κατάρρευση του πολιτισμού μας μετά από μια ολοκληρωτική οικολογική καταστροφή; Να μιλήσει για τα συναισθήματα των επιζώντων, να αφηγηθεί την ιστορία τους, να φωτίσει το παρελθόν τους, να περιγράψει το εφιαλτικό παρόν και το αβέβαιο μέλλον τους, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα σπουδαίο λυρικό βιβλίο;
Η απάντηση είναι απλή: η οικονομία της ποίησης είναι το μυστικό του συγγραφέα. Η οικονομία της ποίησης είναι αυτή που τον βοηθά να προσεγγίσει ένα τόσο μεγάλο θέμα σε ένα τόσο σύντομο γραπτό. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος αγαπά τις λέξεις, τις παντρεύει, τις ενώνει, τις συνδυάζει, σχεδόν ηδονικά, κι αυτό φαίνεται στο κείμενό του. Πλέκει έναν αφηγηματικό ιστό από πάγο και νερό που μοιάζει με τους κρυστάλλους του χιονιού -τις υπέροχες εξάγωνες συμμετρικές νιφάδες που είναι αδύνατον να τις δεις δια γυμνού οφθαλμού. Οι λέξεις του είναι σε σημεία σαν στίχοι που κρύβονται μέσα σε ένα πεζό κείμενο όπως οι περίτεχνες νιφάδες κρύβονται μέσα στο απόλυτο λευκό του χιονιού που πέφτει και λιώνει στη γυμνή χούφτα μας όταν έρθει σε επαφή με τη θερμότητα του δέρματος. Με φόντο την παγωμένη θάλασσα που έχει αφανίσει το μεγαλύτερο μέρος της Γης, σκεπάζοντας χώρες ολόκληρες, βυθίζοντας στο νερό πόλεις, αφανίζοντας οικογένειες, σαρώνοντας απόλυτα τον κόσμο όπως τον ξέρουμε, μιλά για την αγάπη, για τη σκιά της μάνας, για το αόρατο σκοινί που μας δένει με το παρελθόν μας, για τις ρίζες του κάθε ανθρώπου που ακόμα κι αν φύγει για πάντα μακριά από το πατρικό χώμα δεν ξεχνούν ποτέ την ζέστη υγρασία του. Εστιάζοντας στα συναισθήματα ενός κοριτσιού που επιβίωσε από την καταστροφή ο συγγραφέας μιλά για το οικουμενικό, καταφέρνοντας έτσι να χωρέσει μια πανανθρώπινη καταστροφή σε λίγες μονάχα σελίδες. Αφηγείται την ιστορία του σαν να γράφει ποίηση. Δεν θέλει να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη με εφέ επιστημονικής φαντασίας, δεν θέλει να του κόψει την ανάσα με δυστοπικές περιγραφές ενός πολιτισμού που αφανίστηκε, αλλά να τον κάνει να νιώσει τη μοναξιά, τη νοσταλγία, τον πόνο, τη σιωπηλή απόγνωση του κοριτσιού που επέζησε, σαν να απαγγέλλει μια πανανθρώπινη τραγωδία που σε γραπώνει βαθιά στην καρδιά.
Η στιγμή που το κορίτσι φεύγει από το υπόγειο καταφύγιο όπου ζούσε δυστυχισμένη για να βγει ξανά στο φως είναι σπουδαία, ενώ η περιγραφή της επιστροφής της στο σπίτι είναι τόσο λυρική που σου φέρνει στα μάτια δάκρυα. Αν έχεις αγαπήσει έστω και έναν άνθρωπο στον κόσμο και τον έχεις χάσει, αποκλείεται η σκηνή όπου το κορίτσι ανοίγει την πόρτα του πατρικού του σπιτιού και μπαίνει ξανά στην έρημη πια κουζίνα της μάνας της να μην χαραχτεί μέσα σου ανεξίτηλα.


«Τους άφησα πίσω, παντοτινά καταδικασμένους στη φωτογραφική ακινησία ενός οριστικού αποχαιρετισμού».



ΥΓ. Κλείνοντας, κρατήστε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο, για να πάρετε μια γεύση από το υπέροχο κείμενο του Μακροπούλου: «Κάθε ξεχωριστή εικόνα κλείνει ατόφιο όλον μου τον εαυτό μέσα της, όπως το κουκούτσι από το δέντρο κλείνει μέσα του όλο το δέντρο. Είμαι τα χέρια της μητέρας μου που καθαρίζουν το ροδάκινο· είμαι ο σκύλος που με γαβγίζει· είμαι η σαύρα που τρυπώνει ανάμεσα στις πέτρες στη ρημαγμένη χορταποθήκη· είμαι το άγανο που μπλέχτηκε στα κοριτσίστικα μαλλιά μου. Δεν μπορούν να μπουν σε μια σειρά όλα αυτά. Μόνο σαν σκόρπιες εικόνες, ξέχωρες, μπορούν να υπάρχουν. Αν τα έβαζα σε μία σειρά, η αλήθεια τους θα χανόταν και εγώ δεν θα υπήρχα πια μέσα τους».