
H σπουδαία λογοτεχνία, αυτή που ανοίγει δρόμους και γίνεται αντικείμενο μελέτης μέσα στο χρόνο, αυτή που θρυμματίζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας, που σηκώνει τον πέπλο της πραγματικότητας και ξύνει την επιφάνεια της ζωής για να φωτίσει την πολυπλοκότητα και την αμφισημία της ανθρώπινης κατάστασης, είναι ένα βάλσαμο στην ψυχή. Διαβάζοντας αργά και απολαυστικά τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλυ Μπροντέ σε μετάφραση του Άρη Μπερλή, από τις εκδόσεις Άγρα, πέρασα σχεδόν έναν ολόκληρο μήνα στα χερσοτόπια της βικτωριανής αγγλικής υπαίθρου, ακολουθώντας τα χνάρια ενός αξέχαστου ήρωα, όπως ο Χήθκλιφ, έναν πολυσήμαντο ήρωα που ξέφυγε από τα όρια της λογοτεχνίας, αποτελώντας από τον 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας αντικείμενο επιστημονικής μελέτης από σημαντικούς επιστήμονες, ψυχολόγους, ψυχαναλυτές ή φιλοσόφους, κριτικούς λογοτεχνίας, ακαδημαϊκούς μελετητές και δοκιμιογράφους.

Πυρήνας του βιβλίου είναι ο έρωτας μεταξύ της Κάθριν και του Χήθκλιφ. Εκείνη είναι η κόρη ενός γαιοκτήμονα της άγριας βικτωριανής υπαίθρου που τη δέρνει αλύπητα ο άνεμος και η αγριότητα της φύσης, κι εκείνος ένα ορφανό (;) εγκαταλειμμένο, πεινασμένο και ξυπόλυτο παιδί που το μαζεύει ο πατέρας της από τους δρόμους σε ένα ταξίδι του στο Μάντσεστερ, αγνοώντας τις αληθινές του ρίζες. Το παιδί είναι πολύ μελαχρινό, κανείς δεν ξέρει αν είναι παιδί περιπλανώμενων τσιγγάνων που χάθηκαν ή μεταναστών από την Ινδία που πέθαναν. Το ίδιο, είναι τόσο μικρό που δεν είναι σε θέση να εξηγήσει. Ο Χήθκλιφ μένει μαζί με την οικογένεια του αφέντη του μεγαλώνοντας σαν γιος του. Ο ηλικιωμένος άνδρας αγαπά το αγόρι και το επιβάλλει στα δύο παιδιά του, την Κάθριν και τον Χίντλυ, αλλά ο δεύτερος αρχίζει να μισεί το νεοφερμένο αγόρι γιατί αφενός ζηλεύει την αδυναμία που του έχει ο πατέρας του και αφετέρου γιατί διαπιστώνει ότι το ορφανό αγριεύει και το κακομαθαίνει η αγάπη του γέρου, αντί να το ημερεύει. Έτσι ο χολωμένος Χίντλυ αρχίζει να το υποβάλλει σε βασανιστήρια. Η σκληρότητα του Χίντλυ γίνεται ακόμα πιο βάναυση όταν η Κάθριν αρχίζει να δένεται με τον Χήθκλιφ, αναγνωρίζοντας σε αυτόν μια δίδυμη ψυχή. Ο θάνατος του πατέρα όμως θα αλλάξει τις ισορροπίες και καθώς το Γουάδεριν Χάιτς περνά στην κυριότητα του Χίντλυ, ο Χήθκλιφ μετατρέπεται από γιος σε υπηρέτη. Παράλληλα, η Κάθριν ερωτεύεται με τον γιο και κληρονόμο του γειτονικού κτήματος και μετά το γάμο της μετακομίζει στο Θράσκρος Γκρέηντζ. Ο Χήθκλιφ φεύγει πληγωμένος και εξαφανίζεται από προσώπου γης, μέχρι να επιστρέψει μετά από χρόνια πλούσιος και εκδικητικός για να διεκδικήσει την αγαπημένη του Κάθριν και να διαβρώσει τον κόσμο που τον απέρριψε, τον κόσμο που αντιπροσωπεύουν ο Χίντλυ και ο Έντγαρ.

Ο ανορθόδοξος τρόπος -για τα ρομαντικά ιδεώδη της εποχής της- με τον οποίο η Έμιλυ Μπροντέ (1818-1848) χτίζει τον χαρακτήρα του θρυλικού ήρωά της, δίνει στο μυθιστόρημα αυτό ένα στοιχείο καινοτομίας που το καθιστά ακατανόητο, δυσερμήνευτο, ανακόλουθο στο κοινό και τους κριτικούς της εποχής της. Ο Χήθκλιφ από τη μια είναι ένα ορφανό και από την άλλη ένας διεφθαρμένος, τραχύς και αδίστακτος άνδρας που ενσαρκώνει το απόλυτα κακό. Η Κάθριν πάλι είναι ακατανόητη: ποιον αγαπά, πού είναι το ρομαντικό της επίκεντρο και γιατί δείχνει τόσο ανισόρροπη; Η Έμιλυ Μπροντέ υφαίνει ένα κουβάρι, έναν δυσερμήνευτο για την εποχής της γρίφο, που σοκάρει. Όπως αναφέρει στον κατατοπιστικότατο και καλοδουλεμένο του πρόλογο ο Άρης Μπερλής -ένα μικρό δοκίμιο που θα σας πρότεινα να διαβάσετε σαν επίμετρο, μετά την ανάγνωση του ίδιου του μυθιστορήματος-, η υποδοχή του Wuthering Heights της Μπροντέ ήταν αμήχανη και αρνητική, όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1847. Οι Βρετανοί κριτικοί αναγνωρίζουν την πρωτοτυπία του έργου, αλλά το αντιμετωπίζουν ως «παράξενο», «τραχύ», «αηδιαστικό», μυθιστόρημα από το οποίο λείπει το ηθικό δίδαγμα. Ο διάσημος Αμερικανός κριτικός Edwin Percy Whipple, ο οποίος κατά τα μέσα του 19ου αιώνα έχει μεγάλη επιρροή στους λογοτεχνικούς κύκλους, μάλιστα, το χαρακτηρίζει «κακό μυθιστόρημα». O διαβολικός Χήθκλιφ προκαλεί μένος. Κάποιοι γράφουν δημόσια στα περιοδικά της εποχής ότι το βιβλίο αξίζει μόνο για την πυρά. Χρειάζονται να περάσουν τρία χρόνια μέχρι τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» να πάρουν μια θετική κριτική και στον διαβολικό χαρακτήρα του Χήθκλιφ να ανιχνευθεί -πίσω από το σκληρό προσωπείο- ένα σκοτεινό βάθος που θα έπρεπε να κατανοηθεί.

Η άγρια ποίηση, τόσο στο λόγο όσο και στα συναισθήματα ή τα τοπία, που η Έμιλυ Μπροντέ σκιαγραφεί, έχει αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές ποιητών της εποχής. Έτσι, η αποδοχή του βιβλίου έρχεται στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Η τραγική μοίρα των ηρώων του φέρνει στον νου, κατά τον Algernon Swinburne, σαιξπηρικά έργα, όπως ο Βασιλιάς Ληρ. Η Βιρτζίνια Γουλφ επισημαίνει την ικανότητα της Έμιλυ Μπροντέ «να κοιτά έξω τον κόσμο -έναν διχασμένο κόσμο, γιγαντιαίας αταξίας- και να νιώθει μέσα της τη δύναμη να τον κλείσει ενοποιημένο σ’ ένα βιβλίο».

Αυτή η αταξία του κόσμου που φωτίζει η Έμιλυ Μπροντέ, είναι το βασικό στοιχείο στην πολυσήμαντη ερμηνεία της ανθρώπινης κατάστασης. Όπως το ίδιο το βιβλίο που κατά τη συγγραφέα και δοκιμιογράφο Mary Sinclair (1870-1946) είναι «αυτογενές και αυθύπαρκτο» ένα μυθιστόρημα που κατά την ίδια «δεν ανήκει σε καμία σχολή και δεν ακολουθεί καμία τάση», έτσι και οι ήρωές του δεν είναι «παράξενοι», ασυνάρτητοι, ασυνεπείς ή ανακόλουθοι, όπως είχαν χαρακτηριστεί όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα το 1847, αλλά απολύτως συμβατοί με την πολυπλοκότητα των ανθρώπων. Ο Χήθκλιφ δεν είναι ένας μονοσήμαντα κακός άνθρωπος που θέλει να διαφθείρει, να τσακίσει και να καταστρέψει από αγνή ατόφια κακία τις δύο οικογένειες, τους Έρνσω και τους Λίντον, βυθίζοντας σε δυστυχία και τα δυο σπίτια του τόπου, το τραχύ Γουάδεριν Χάιτς και το τρυφηλό Θράσκρος Γκρέηντζ, αλλά ένα πληγωμένο, συμπλεγματικό αγρίμι που η απόρριψη και το αίσθημα μειονεκτικότητας, κινητοποιεί μέσα του έναν μηχανισμό άφατης σκληρότητας και τον καθιστά ήρωα τραγικό με την αρχαιοελληνική ερμηνεία του όρου. Η Κάθριν πάλι, που ενώ αγαπά τον Χήθκλιφ κατανοώντας βαθιά την τραχύτητά του ως ασπίδα μιας τσακισμένης ευαισθησίας, αγαπά ταυτόχρονα και τον ευγενικό και λεπτό στους τρόπους Έντγκαρ Λίντον, και, μην μπορώντας να διαχειριστεί τον διχασμό της ανάμεσα στους δύο διαφορετικούς κόσμους που συμβολίζουν αυτοί οι δύο άντρες, παραδίδεται σε μια υστερία που την οδηγεί στο θάνατο.

Το βιβλίο όλο, ενώ παίζει έξυπνα με δίπολα, τα υποσκάπτει βαθιά για να δώσει φως στα σκοτάδια τόσο της ανθρώπινης αμφίσημης φύσης όσο και του άτακτου αυτού κόσμου όπου διαρκώς δυνάμεις όμοιες αλλά και αντίρροπες, δυνάμεις άναρχες και οργανωμένες, μάχονται ανάμεσα στο χάος και την αρμονία, πολύπλοκα και χαοτικά, όπως πολύπλοκος και χαοτικός είναι τελικά ο ίδιος ο άνθρωπος.







Η αφηγηματική τεχνική που ακολουθεί η Έμιλυ Μπροντέ (μέσω διαμεσολαβητών -της υπηρέτριας Νέλλυ Ντην που αφηγείται τα γεγονότα του παρελθόντος και του ενοικιαστή του Θράσκρος Γκρέηντζ, του κ. Λόγκγουντ που παρακολουθεί με ενδιαφέρον την διαπλεκόμενη ιστορία των οικογενειών Έρνσω και Λίντον και την αφηγείται σε εμάς με τη σειρά του σε αυτό το βιβλίο) ενισχύει το τραγικό στοιχείο της ιστορίας. Η Νέλλυ Ντην μιλά σαν πρώτη του Χορού σε ένα αρχαίο δράμα, εξιστορώντας ένα έπος σαν ευριπίδεια δούλα που αναθυμάται όσα τραγικά έζησε η κυρά της και όσα ακόμα βαραίνουν τους επιγόνους των Λίντον και Έρνσω. Αυτή η χρονική απόσταση από τα γεγονότα δίνει κάτι επικό στα πρόσωπα και κάτι τραγικό στην αφήγηση, καθώς ο λόγος, το δέος και τα συναισθήματα της υπηρέτριας ανεβάζουν τους τόνους, κάνοντας ακόμα και τα πιο απλά καθημερινά πράγματα από τη ζωή των ηρώων να φαντάζουν σαν μέρη μιας ολόκληρης μηχανιστικής που κινεί τα γρανάζια μιας τραγωδίας. Η σταδιακή διαβρωτική δράση του αδίστακτου Χήθκλιφ, έπρεπε να φωτιστεί ο κόσμος αλλιώς, υπό το πρίσμα του Ρεαλισμού, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, για να γίνει κατανοητή. Πίσω από την σκληρότητα του μαινόμενου αυτού άνδρα κρύβεται ολότελα ένα πληγωμένο αγόρι που σβήνει όλη του την ύπαρξη στο όνομα μιας αγάπης άνευ όρων για την Κάθριν που έχασε για πάντα. Ο υπόγειος μετασχηματισμός του Χήθκλιφ σε τραγικό ήρωα δεν είναι άλλος παρά ο καθρέφτης για τον μετασχηματισμό που υφίσταται κοινωνικά, καλλιτεχνικά, πολιτισμικά ο ίδιος ο 19ος αιώνας. Το μυθιστόρημα της Έμιλυ Μπροντέ που ήταν ακατανόητο όταν κυκλοφόρησε υπό το κυρίαρχο φίλτρο του Ρομαντισμού, αρχίζει να γίνεται αντιληπτό και μεγαλειώδες υπό το φίλτρο μιας νέας εποχής που αναδύεται, αλλάζοντας τις ισορροπίες σε κάθε τομέα, φέρνοντας αφενός τους Αστούς στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και αφετέρου μια νέα λογοτεχνική ματιά που ακτινογραφεί διαφορετικά τον κόσμο, φωτίζοντας την αμφισημία του.

YΓ. Διαβάζοντας το ωραίο δοκίμιο του Άρη Μπερλή, με την πλούσια βιβλιογραφία για το αριστούργημα της Έμιλυ Μπροντέ και το επιδραστικό του μοναδικό ταξίδι μέσα στο χρόνο, από τον 19ο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας, μου άνοιξε η όρεξη για λογοτεχνικά δοκίμια: Στάινερ, Άουερμπαχ, Μπλουμ, Μπαχτίν κ.ά. Βιβλιοβιβλία. Βιβλία που οδηγούν σε άλλα βιβλία. Δηλαδή, σκέτη απόλαυση!

