Το σπίτι στην Ιταλία, πλάι στη θάλασσα. Αυτό ερωτεύθηκα κυρίως στο Call me by your name. Στο βιβλίο η παλιά βίλα ήταν χτισμένη πάνω σε έναν λόφο που έβλεπε στο Τυρρηνικό πέλαγος. Κατέβαινες μερικά πέτρινα σκαλιά από τον κήπο και βρισκόσουν σε μια μικρή βραχώδη παραλία. Μερικά σκαλιά μόνο και, από τις μουριές στη ζέστη του μεσημεριού, ήσουν μέσα στο διάφανο νερό και κολυμπούσες. Στην ταινία το σπίτι ήταν στην ενδοχώρα, πολύ μακριά από τη θάλασσα. Για κολύμπι ο Έλιο και ο Όλιβερ πήγαιναν σε ένα γάργαρο ποτάμι με πολύ κρύο νερό. Έπαιρναν τα ποδήλατα και από έναν χωματόδρομο πήγαιναν είτε στην πόλη για να αγοράσουν βιβλία είτε στo ποτάμι για να ξαπλώσουν ολομόναχοι μέσα στα στάχυα.
Αυτή η βραδύτητα του καλοκαιριού στη Μεσόγειο, ο ήχος από τα χαλίκια στη ρόδα του ποδηλάτου, το καθησυχαστικό τερέτισμα των τζιτζικιών, το φως που περνούσε μέσα από τα φύλλα της μουριάς, το σπίτι με τους φθαρμένους τοίχους γεμάτο βιβλία, το τραπέζι στην αυλή -μισό στον ήλιο μισό στην σκιά- όπου σερβιριζόταν το πρωινό και το γεύμα κάτω από τον γέρικο πλάτανο, οι μαρμελάδες φράουλας και βερίκοκου που στραφτάλιζαν στο πρωινό φως, το πιάνο, οι βροχερές καλοκαιρινές μέρες, η μικρή πέτρινη πισίνα, οι σεζλόνγκ με το φθαρμένο ριγέ καραβόπανο, τα ολάνοιχτα παράθυρα των υπνοδωματίων με τις κουρτίνες από ελαφριά γάζα που ανέμιζαν στο αεράκι, ο έρωτας, πρώτα μεταμφιεσμένος σε αντιπάθεια και μετά απόλυτος όπως όλα τα πράγματα που ξέρεις ότι θα φύγουν μαζί με τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού… Όλα αυτά, τόσο στην ταινία του Γκουαντανίνο όσο και στο βιβλίο του Ασιμάν, με έκαναν να ερωτευθώ την ιστορία του Έλιο και του Όλιβερ.
Πρώτα είδα την ταινία και μετά από μήνες διάβασα το βιβλίο σε ένα καλοκαιρινό μεσογειακό περιβάλλον σαν αυτό που περιγράφει τόσο όμορφα ο Ασιμάν. Διάβαζα κάτω από μια μουριά ενώ τα τζιτζίκια τραγουδούσαν, κατέβαινα στη θάλασσα για κολύμπι, με το βιβλίο να με περιμένει μισοβρεγμένο πάνω στα βραχάκια, καθόμουν στην παραλία μέχρι να νυχτώσει ακολουθώντας τον Έλιο και τον Όλιβερ στον παράδεισο. Το Call me by your name ήταν ένα ευτυχισμένο βιβλίο.
Όπως όλα τα βιβλία που λεκιάζουμε τις σελίδες τους με χυμούς από φρούτα, που τα αφήνουμε για λίγο μέσα σε καλάθια της παλιάς κουζίνας με τα φρέσκα λαχανικά από το μποστάνι για να μαγειρέψουμε, που τα παίρνουμε μαζί μας στην παραλία και γεμίζουμε τη ράχη τους με άμμο, που βάζουμε κλαράκια ρίγανης ή βασιλικού ανάμεσα στις σελίδες τους για σελιδοδείκτη, που τα αφήνουνε στον στον κήπο με το ξαφνικό μελτέμι να τα ανοίγει σαν βεντάλια. Ευτυχισμένα είναι τα ταλαιπωρημένα βιβλία των πιο ανέμελων στιγμών της χρονιάς, όπου συνειδητοποιούμε τις αληθινές ανάγκες μας και ακούμε το σώμα μας, που ξυπνάμε χωρίς ρολόι όταν χορτάσουμε ύπνο, που τριγυρνάμε όλη μέρα με το αλάτι στο δέρμα και τα μαλλιά μονίμως βρεγμένα να στεγνώνουν στον ήλιο. Τσαλακωμένα λευκά μακό, τσαλακωμένες σελίδες, τσαλακωμένα δροσερά σεντόνια. Ζωές ασιδέρωτες που είναι γεμάτες πτυχώσεις για να κρυφτείς, να δροσιστείς, να φιλήσεις, να νικήσεις.
Το δεύτερο βιβλίο το διάβασα τώρα, αυτό το παράξενο καλοκαίρι με τον ιό να έχει αλλάξει την καθημερινότητά μας, ενεργοποιώντας μας για να κοιτάξουμε πιο καλά μέσα μας, να βρούμε νέα καταφύγια, νέες παραλίες ερημικές, νέα σκαλάκια που θα μας οδηγήσουν μέσα στο νερό, πιο βαθιά στην ουσία των πραγμάτων, στην ησυχία, στη βραδύτητα, εκεί όπου οι έννοιες των λέξεων είναι πιο διάφανες, πιο αληθινές.
Το Έλα να με βρεις είναι απολαυστικό, όχι από μόνο του σαν βιβλίο, αλλά γιατί θες να δεις πως είναι οι ήρωες είκοσι χρόνια μετά, να μάθεις τι σκέφτονται, τι θυμούνται, να καταλάβεις τι ένιωσαν τότε, πόσο αληθινά ήταν τα συναισθήματά τους και πόσο άντεξαν ή όχι στον χρόνο. Δεν είναι όμως σε καμία περίπτωση σαν το πρώτο. Με εξαίρεση τις τελευταίες 15 σελίδες είναι ένα βιβλίο άνισο. Tο σπίτι πλάι στη θάλασσα και η ιταλική ομορφιά απουσιάζουν, αν και είναι πάντα εκεί σαν σημείο αναφοράς, σαν υπόσχεση.
«Ποτέ δεν ήμουν μεγάλος οπαδός του πλανήτη Γη, και ούτε είχα φοβερές βλέψεις για κείνο το άλλο πράγμα που αποκαλείται ζωή, όμως η σκέψη να τρώω ντομάτες με αλάτι και λάδι και να πίνω παγωμένο κρασί καθώς θα καθόμαστε ολόγυμνοι στο μπαλκόνι μας κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού με θέα τη θάλασσα, φέρνει ρίγη στην ραχοκοκαλιά μου ακόμα και τώρα που σου μιλάω».
Το σίκουελ του Call me by your name είναι περισσότερο εστιασμένο στην ψυχολογία των ηρώων, στον τρόπο σκέψης τους. Φυσικά, αν σου άρεσε η ταινία και το πρώτο βιβλίο, το Finf Me (Έλα να με βρεις) διαβάζεται με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Οι γονείς του Έλιο έχουν χωρίσει, ο Έλιο έχει γίνει πιανίστας με έδρα τη Ρώμη και ο Όλιβερ καθηγητής πανεπιστημίου στην Αμερική. Τέσσερα κεφαλαία απαρτίζουν το νέο μυθιστόρημα: στο πρώτο παρακολουθούμε τον πατέρα του Έλιο που πηγαίνει στη Ρώμη να συναντήσει τον γιο του δεκαπέντε χρόνια μετά από εκείνο το καλοκαίρι. Στο τρένο συναντά ένα νεαρό κορίτσι και το ερωτεύεται. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Έλιο γνωρίζει έναν ώριμο δικηγόρο, έναν bon viveur που τον ερωτεύεται, χωρίς όμως να έχει ξεπεράσει ακόμα τον Όλιβερ. Στο τρίτο παρακολουθούμε τον Όλιβερ στην Αμερική, παντρεμένο με δυο παιδιά, να νοσταλγεί την Ιταλία. Και στο τελευταίο κεφάλαιο έχουμε το φινάλε την ιστορίας.
Αν το πρώτο ήταν ένα βιβλίο για τον έρωτα και το μεσογειακό καλοκαίρι, το δεύτερο είναι ένα βιβλίο για τον χρόνο, για τα λαθη, για τις ενοχές, για τη νοσταλγία. Είναι γεμάτο με ωραίες σκέψεις πάνω στην έννοια της θνητότητας, στο πόσο προσωρινοί είμαστε σε αυτόν τον κόσμο, περαστικοί που νομίζουν ότι θα ζήσουν αιώνια, που λανθασμένα θεωρούν ότι η ζωή είναι μια πρόβα για τα καλύτερα που θα έρθουν.
«Πεθαίνεις και μετά κανείς δεν μιλάει για σένα, και πριν το καταλάβεις δεν ρωτάει κάνείς, κανείς δεν λέει τίποτα, κανείς δεν ξέρει ούτε και θέλει να μάθει. Είσαι εξαφανισμένος, δεν έζησες ποτέ, ποτέ δεν αγάπησες. Ο χρόνος δεν έχει σκιά για σένα ούτε κι η αγάπη αφήνει τις στάχτες της».
Ο Ασιμάν μιλά για το παρελθόν, στρέφοντας όμως τους ήρωές του στο μέλλον. Δεν έχει νόημα η ζωή αν γραπώνεσαι σε όσα πέρασαν επισκιάζοντας το παρόν και το αύριο.
«Θεωρώ ότι είμαι ο πιο τυχερός γιος του κόσμου. Με δίδαξες πώς ν’ αγαπώ τα βιβλία, τη μουσική, ακόμα και τον εαυτό μου. Και το σημαντικότερο με διδαξες ότι έχουμε μονάχα μία ζωή και ότι ο χρόνος είναι πάντα εναντίον μας. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω, παρόλο που είμαι νέος. Απλώς, μερικές φορές ξεχνάω το μάθημα».
ΥΓ. Βγαίνω από το νερό, σκαρφαλώνω στα βράχια, διαβάζω τις τελευταίες σελίδες κάτω από τον αδύναμο πια ήλιο που ετοιμάζεται να δύσει. Είμαι στο τέλος μιας ωραίας ημέρας. Τελευταία φράση και κλείνω το βιβλίο. Το αφήνω σε ένα βραχάκι να το βρει ο επόμενος. Μου αρέσει αυτή η διαδοχή. Δίνει ένα κάποιο νόημα σε όσα περάσαμε. Ανηφορίζω το μονοπάτι ανάμεσα στις καλαμιές και τους κάκτους, οι βάρκες από ψηλά λικνίζονται ελαφρά σαν να αιωρούνται πάνω στο διάφανο τιρκουάζ νερό. Φτάνω στο αυτοκίνητο, ανοίγω τα παράθυρα, βάζω ραδιόφωνο και οδηγώ μέσα σε αυτό το υπέροχο φως της Μεσογείου. Καθώς το αυτοκίνητο επιταχύνει στον χωματόδρομο ο ήχος από τα στάχυα στον άνεμο μπερδεύεται με τη μουσική. Μοιάζω σαν να είμαι στη μέση του πουθενά, λίγο χαμένος, λίγο ανακουφισμένος από την ξαφνική σιωπή, όμως μόλις αρχίσω να κατηφορίζω στο βάθος φαίνεται ξανά η θάλασσα. Που σημαίνει νέα ταξίδια, νέες περιπέτειες, νέες απολαύσεις. Αν ποτέ η ζωή σταματήσει να μας εκπλήσσει δεν θα είναι πια ζωή, όπως λέει κι ο Έλιο.