Ο κολυμβητής με τη ροζ μάσκα

Όταν ένα βιβλίο σου αρέσει πολύ, το έχεις όλη μέρα στο νου σου. Φεύγεις για το γραφείο, οδηγείς, κάνεις συναντήσεις, στέλνεις emails κι εκεί σε μια γωνιά του μυαλού σου καραδοκεί μια φράση που διάβασες, μια εικόνα που έφτιαξες… Οι ήρωες συνεχίζουν να ζουν έξω από τις λέξεις. Ανυπομονείς να γυρίσεις σπίτι για να ξαναμπείς στον κόσμο του βιβλίου, να συνεχίσεις την ιστορία σαν να κολυμπάς σε μια ανοιχτή θάλασσα. Αυτό κάνουν τα βιβλία που σε γραπώνουν από την πρώτη φράση· σαν έρωτας κεραυνοβόλος που τον θυμάσαι όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Η συλλογή διηγημάτων «Ο Κολυμβητής» του Τζον Τσίβερ (εκδ. Καστανιώτη) είναι ένα τέτοιο βιβλίο. Το είχα διαβάσει κάποια χρόνια πριν. Τότε παρακολουθούσα με ηδονική εμμονή τη σειρά Mad Men. Ο κόσμος του Ντον Ντρέιπερ ήταν εκεί, σε κάθε διήγημα του Τσίβερ. Άντρες με καπέλα και γραβάτες και μαύρες δερμάτινες τσάντες γραφείου που περιμέναν το τρένο, σχολώντας από τη δουλειά τους στο Μανχάταν, για να επιστρέψουν σε ένα από τα πολυτελή προάστια της Νέας Υόρκης όπου διατηρούσαν μια άνετη ξύλινη μεζονέτα με κήπο και πισίνα. Τέλειοι σαν κουρδιστά στρατιωτάκια, ακολουθούσαν με ακρίβεια μια πανομοιότυπη διαδρομή: σπίτι, γραφείο, σπίτι. Lunch break με συναδέλφους σε κάποιο steak house του downtown. Μαρτίνι και μπέρμπον. Χαλαρωμένες γραβάτες και σηκωμένα μανίκια στο λευκό πουκάμισο. Τσαλακωμένη εφημερίδα στο τρένο και το βράδυ roast beef με αρακά και πουρέ στην τραπεζαρία του άψογου σπιτιού τους. Ζωή σαν διαφήμιση. Καλοκουρεμένο γκαζόν. Ηλεκτρικές συσκευές σε παστέλ χρώματα. Τραπέζι από φορμάικα. Στην ντουλάπα μια ντουζίνα ίδια κοστούμια «κρεμασμένα», όπως θα έλεγε η Σύλβια Πλαθ, «σαν άκαμπτα ψάρια». Ένας προκάτ πολυτελής παράδεισος, σαν να τον έβγαλε ολόκληρο ένας μεσίτης-Θεός από το κουτί και τον έστησε στην αυλή του μεταπολεμικού αμερικανικού ονείρου. Φεύγοντας, κούρδιζε την πυρηνική οικογένεια και την άφηνε με ελεύθερη βούληση να καταναλώνει τον μισθό. Να πληρώνει τη συνδρομή στην εφημερίδα. Να παρακολουθεί τηλεόραση στον 50ies καναπέ. Να φτιάχνει ποπ κορν και το πρωί pancakes με κατεψυγμένο μύρτιλο και σιρόπι σφενδάμου. Να φοράει βραδινό ένδυμα για να επισκεφτεί τους γείτονες για δείπνο. Να κρύβει την κόλαση και το φόβο της, την ανεπάρκειά της, κάτω από το χαλί. Ζωή με οδηγίες χρήσης. Και σιωπή, για να μην σκάσει η φούσκα και το όνειρο γίνει εφιάλτης.

Φέτος, μια μέρα του Ιουνίου, κολυμπώντας σε ένα ήσυχο προάστιο, σαν το Σέιντι Χιλ του Τσίβερ, καλοκαιρινό θέρετρο για ευκατάστατους συνταξιούχους και τόπος μόνιμης διαμονής για μεσαία και ανώτερα στελέχη που κουράστηκαν να ζουν στην Αθήνα, μια περιοχή με καλοσυντηρημένες βίλες του ’60 ή μίνιμαλ νεόδμητες μεζονέτες με τζάκι και μοντέρνες κουζίνες με νησίδα, με κατάφυτες αυλές και καγκελένια περίφραξη γεμάτη αναρριχώμενα φυτά, με τακτοποιημένα γκαράζ όπου αναπαύονται ακριβά αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, με πολίτες που στην πλαζ κάτω από το σπίτι τους συζητούν για ανατομικά μαξιλάρια Coco-mat και καφετιέρες Smeg, ενώ στο πορτοφόλι τους έχουν εκπτωτικές κάρτες για γκουρμέ μπακάλικα της περιοχής, θυμήθηκα τον κολυμβητή. Την ιστορία εκείνου του άντρα που αποφάσισε ένα καλοκαιρινό απόγευμα να κάνει το γύρο του προαστίου του κολυμπώντας από πισίνα σε πισίνα για να καταλήξει μια φθινοπωρινή βροχερή μέρα στα ερείπια της ίδιας του της κατασχεμένης ζωής. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κολυμπώντας, ένιωσα τη λαχτάρα να επιστρέψω ξανά σε εκείνο το διήγημα. Ξαναδιάβασα απνευστί όλες τις ιστορίες του Τσίβερ, υπό το νέο φίλτρο της post-covid19 πραγματικότητας που έχει ανατρέψει όλες μας τις βεβαιότητες και μας ανάγκασε να επανεφεύρουμε τα πάντα. Όπως και τότε, στην μεταπολεμική Αμερική του Τσίβερ, έτσι και τώρα πίσω από τη βιτρίνα της τέλειας, τακτοποιημένης ζωής, κρύβεται ανασφάλεια και φόβος. Οι άνθρωποι όσο κι αν συνεχίζουν τις προσπάθειες να ζουν όπως πριν την έλευση του κορονοϊού, έχουν ένα κράτημα, ένα μάγκωμα, μια σκιά στο βλέμμα. Στα μάτια τους βλέπεις μια ζορισμένη προσπάθεια να συνεχίσουν την καθημερινότητά τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα, στον θυμό τους για την υποχρεωτική μάσκα, αν ξύσεις λίγο την επιφάνεια, αντιλαμβάνεσαι ότι εκτονώνεται ολόκληρη η ανασφάλεια για όσα ήδη συμβαίνουν στην οικονομία ή έπονται εξαιτίας της πανδημίας. Την ανεμελιά του θερινού προαστίου, όπως και παντού φαντάζομαι, σκιάζουν οι περικοπές των μισθών, τα επιδόματα που αντικαθιστούν τις απολαβές των υπαλλήλων σε αναστολή, ο κίνδυνος εργασίας σε κλειστούς χώρους που τηρούν μόνο τύποις τα μέτρα ασφαλείας ή το φόβο να μπεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς για να πας στη δουλειά σου με εφιαλτικό συνωστισμό. Όπως οι ήρωες στα διηγήματα του Τσίβερ είμαστε όλοι «ανέμελοι» με τη γλώσσα του χάους να χάσκει από πάνω μας αγγίζοντας τις άκρες των μαλλιών μας. Ζορισμένη ανεμελιά κι ακόμα πιο ζορισμένη αισιοδοξία. Οι ήρωες του Τσίβερ καταρρέουν κάτω από το βάρος της υπερπροσπάθειας να παραμείνουν μέσα στον στίβο του αμερικανικού ονείρου. Κρύβουν την απελπισία τους για να μην γίνουν οι ίδιοι η παραφωνία στο τέλειο σκηνικό του ακριβού προαστίου στο οποίο ζουν. Γαντζώνονται με νύχια και με δόντια για να μην εκδιωχθούν από τον παράδεισο, όπως οι πρωτόπλαστοι, όχι εξαιτίας της ανυπομονησίας τους όπως θα έλεγε ο Κάφκα, αλλά εξαιτίας της ανεπάρκειάς τους. Ελεεινά φθαρτοί σε έναν πολυτελή κόσμο χτισμένο για να επιβιώσει και μετά από αυτούς.

Η συλλογή «Ο Κολυμβητής» αποτελείται από εννέα διηγήματα. Όλα μικρά αριστουργήματα, όλα καθρέφτης της ζωής των προνομιούχων λευκών Αμερικανών πριν τις εξεγέρσεις της ταραγμένης δεκαετίας του ’60. Ο Τσίβερ λατρεύει τα upper class προάστια παρά την δριμεία κριτική που ασκεί στην απατηλή λάμψη του αμερικανικού ονειρου, κι αυτό φαίνεται στο ύφος και τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Οι λέξεις είναι σαν πινελιές που συνθέτουν πολύχρωμους πίνακες σαν αυτούς του Χόππερ. Η μοναξιά όμως καραδοκεί. Η απελπισία φαίνεται όταν μια ξαφνική καταιγίδα χαλάει το γκάρντεν πάρτυ, όταν το μεϊκάπ στα πρόσωπα των κυριών με τα μεσάτα μίντι φλοράλ φορέματα σε γραμμή Dior αρχίζει να ξεφτίζει, μα το χαμόγελό τους παραμένει σαν σπασμός, σαν τικ που δεν μπορούν ν’ αποβάλλουν.

Τα δικά μου αγαπημένα διηγήματα είναι τρία: «Το τεράστιο ραδιόφωνο» όπου μια αστή σύζυγος κρυφακούει μέσω των συχνοτήτων του ολοκαίνουργιου ραδιοφώνου της τις συνομιλίες των γειτόνων της, τον «Διαρρήκτη του Σέιντι Χιλ» όπου ένας πρώην ευκατάστατος κάτοικος του προαστίου για να συντηρήσει την ακριβή κατοικία τους κάνει διαρρήξεις στις γειτονικές βίλες και, φυσικά, ο αξεπέραστος «Κολυμβητής» με το αναπάντεχο συγκλονιστικό τέλος.

ΥΓ. Ο καιρός στο δικό μας Σέιντι Χιλ είναι ακόμα καλοκαιρινός. Τα παιδιά βγαίνουν στ’ ανοιχτά για ιστιοπλοΐα, τα εστιατόρια σερβίρουν ακόμα σούπα σφυρίδας και καραβιδόψιχες πλάι στο κύμα, στα παραθαλάσσια κλαμπ οι twenty something χορεύουν σαν να μην υπάρχει μολυσμένο σταγονίδιο, κι όμως, στην ατμόσφαιρα κάτι αλλόκοτο και ζορισμένο αιωρείται, σαν ανασφάλεια, σαν αβεβαιότητα, σαν υπόνοια ότι αυτό ίσως να μην ήταν απλώς ένα ακόμα καλοκαίρι που σιγά σιγά φεύγει, αλλά η αρχή μιας νέας εποχής όπου η ζωή πιθανόν να μην είναι όπως την ξέραμε.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: