
«Αυτόν τον -εκκωφαντικό ήσυχο- χειμώνα που με περιμένει, λέω να τον φωταγωγήσω με την αίγλη της ευλογημένης απραξίας».


Δανείζομαι τη φράση από ένα άρθρο που έγραψε η Μαλβίνα το 1995 στο περιοδικό Γυναίκα (συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες», εκδ. Κάκτος). Έφαγα τον τόπο για να ξετρυπώσω το -σκονισμένο και κιτρινισμένο πια- βιβλίο του υπέροχου αυτού πλάσματος στη βιβλιοαποθήκη που διατηρώ στο χειμερινό μας σπίτι και το διαβάζω ξανά, εικοσιέξι χρόνια μετά, με τη λάμψη στα μάτια που σου προσφέρουν οι λέξεις, οι παύσεις, ο τρόπος σύνταξης, με δυο λόγια το στυλ των αληθινά ευφυών ανθρώπων. Ήμουν μαθητής όταν διάβαζα τα άρθρα της στο περιοδικό που βουτούσα από το κομοδίνο της μητέρας μου. Κείμενα ενός ζορισμένου κοριτσιού που ξόρκιζε τα πάθη και τις αδυναμίες του με τσιτάτα από τον Κούντερα και τον Μπρυνκέρ, που χρησιμοποιούσε ιστορίες του Μπροχ και του Γκομπρόβιτς για μιλήσει για γελοίους έρωτες και αιχμηρές γυναικείες γυναίκες που ήτανε «στη γη βελόνι που πατάς και σ’ αγκυλώνει». Τη Μαλβίνα είχα την τύχη να τη γνωρίσω από κοντά, όταν εργαζόμουν σε ένα αντρικό περιοδικό στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Οι συναντήσεις μας για τσάι στο υπέροχο νεοκλασικό σπίτι της απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, λίγο πριν πεθάνει, ήταν για εμένα απολαυστικές, γιατί η Μαλβίνα παρά την επιτυχία είχε παραμείνει ένα κορίτσι που συζητούσε για γκομενικά και βιβλία με τον ενθουσιασμό και τη συνενοχή 16χρονης σε κάποιο sleep over με τους φίλους της από το σχολείο. Το απέραντο σπίτι παρέμενε ολόκληρο στο σκοτάδι. Φως, μόνο στο δωμάτιό της. Σε υποδεχόταν με μεταξωτή ρόμπα, φορώντας απαραιτήτως κραγιόν, σε έναν βενετσιάνικου στυλ καναπέ. Στο βάθος του λιτού δωματίου, με τα βαριά ξύλινα έπιπλα, το οποίο έμοιαζε με μοναστηριακό κελί, υπήρχε μια μικρή ροτόντα γεμάτη ως απάνω με βιβλία. Τα ίδια βιβλία που αρκούν για μια ζωή, έλεγε. Προυστ, Τζόυς, Μούζιλ, Ντοστογιέφσκι, Σταντάλ, Φλομπέρ, Ουίλιαμς, Κούντερα, Μπρυκνέρ… Διαβάζω τα άρθρα της που ήταν γραμμένα σε γραφομηχανή, σαν να ξεφυλλίζω ένα περιοδικό μιας άλλης δεκαετίας. Ενώ περιγράφουν μια εντελώς άλλη εποχή, πριν τη μετάλλαξη που έφερε η τεχνολογία, τα κινητά, το διαδίκτυο, -όταν έδινες ραντεβού με κάποιον για καφέ από το σταθερό τηλέφωνο με το σγουρό μακρύ καλώδιο και τον συναντούσες περιμένοντάς τον με τις ώρες στον πεζόδρομο του Εν Δελφοίς, διαβάζοντας αβίαστα το βιβλίο σου, χωρίς φυσικά να υπάρχει iPhone για να τον εντοπίσεις-, τα άρθρα της έχουν ακόμα τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα ενός ανθρώπου που διαφέρει από τους άλλους. Έγραφε χωρίς κλισέ μόνο για ό,τι της έκαιγε τα νύχια, με μια λαχτάρα να μοιραστεί όσα τις άνοιγαν τα μάτια. Φράσεις-κλειδιά ως δάνεια από βιβλία γύρω από τις οποίες ύφαινε μεθοδικά όλη νύχτα έναν ιστό σαν εργατική αράχνη για να παγιδεύσει την κοινοτοπία ενός κόσμου που τη θεωρούσε -εκείνη και όσους της έμοιαζαν- αλλόκοτους. Αγαπημένο της θέμα: ο έρωτας, φυσικά. Το μοναδικό πράγμα που μπορεί στ’ αλήθεια να αναποδογυρίσει ολόκληρο το οικοδόμημα που έχει χτίσει ένας άνθρωπος για να ζει κοντά, αλλά σε απόσταση ασφαλείας από τους άλλους. Προστατευμένοι από δουλειές, μισθούς, δραστηριότητες, συνεχή κοινωνική ζωή, κλεισμένοι σαν στρείδια μέσα στο κέλυφος μιας οικογένειας που μας περιφρουρεί, τακτοποιημένοι μέσα στο στενό αλλά βολικό, κομψό κοστούμι της δημόσιας εικόνας μας, ελεεινά αξιοπρεπείς, ντρεσαρισμένοι από κοινωνικές συμβάσεις, είμαστε όλοι εκτεθειμένοι -πιθανά θύματα- στα τροχαία του έρωτα. Μέχρι χθες ζωντανοί, σήμερα ολότελα ερωτευμένοι, άρα κομμάτια. Ο έρωτας μονάχα μπορεί να μας διαλύσει, να σκίσει το κοστούμι μας, να μας ξεκουνήσει από τον καναπέ των ημερών μας, να μας βγάλει από το λήθαργο μιας ζωής του κουτιού, αγορασμένη από πολυτελές premium πολυκατάστημα. Τα άρθρα της περιγράφουν -εκθέτουν ανεπανόρθωτα για να ακριβολογούμε- τους φαιδρούς μικροαστικούς έρωτες, με τον τρόπο που το έκανε ο Κούντερα στους «Γελοίους Έρωτες» (εκδ. Εστία). Υπολογιστικούς έρωτες σαν αυτούς που σατιρίζει ο Μπρυκνέρ για να υποδείξει την ένδεια του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου, έρωτες που ούτε να τους φτύσει, εδώ που τα λέμε, δεν θα ήθελε ο Ρενέ Ζιράρ με την τριγωνική του επιθυμία και τον μαζοχιστή που κατά βάθος είναι ένας απογοητευμένος αφέντης (Ρομαντικό ψεύδος & μυθιστορηματική αλήθεια, εκδ. Ίνδικτος). Η Μαλβίνα ήταν της σχολής του Ζιράρ: αντιμετώπιζε τον έρωτα σαν μια αρχιτεκτονική του ψεύδους. Παρατηρούσε τους ερωτευμένους μέσα από το μικροσκόπιο του Μπαρτ, αναλύοντάς τον με την εργαλειοθήκη της σημειολογίας, όπως είχε ξεπατικώσει από τον Κούντερα. Γι αυτό τα άρθρα της τρεις δεκαετίες μετά είναι ακόμα φρέσκα και ζωηρά, σαν να γράφτηκαν χθες. Αν αφαιρέσεις τα στοιχεία που προδίδουν την εποχή που δημοσιεύτηκαν, παραμένουν επίκαιρα, γιατί ο έρωτας και οι στρατηγικές του, είναι σαν τις πολεμικές τέχνες, δεν παλιώνουν ποτέ.

«Αυτόν τον -εκκωφαντικό ήσυχο- χειμώνα που με περιμένει, λέω», λοιπόν, «να τον φωταγωγήσω με την αίγλη της ευλογημένης απραξίας». Με αφράτα παπλώματα σε τσαλακωμένες βαμβακερές παπλωματοθήκες που μέσα τους κρύβεται μια τρυφερή καρδιά από μετάξι. Με ωραία κείμενα στο προσκέφαλο. Παλιά ή νέα, δεν έχει σημασία. Με στοίβες βιβλίων στο κομοδίνο. Με καυτούς καφέδες στην πορσελάνη. Με κομμένα λουλούδια από τον κήπο. Με κλαδιά χειμωνιάτικου βασιλικού στη γαλατιέρα, για να μοσχοβολά το δωμάτιο μέσα στη νύχτα. Με σειρές και ταινίες που βασίζονται σε βιβλία. Με την καινούρια Ρεβέκκα στο Μάντερλεϊ και τον παλιό Χίτσκοκ στην κόψη του γκρεμού. Με πρωινές ομίχλες. Με ατελείωτες ώρες διάβασμα. Με περιπάτους πλάι στη θάλασσα. Με βόλτες για ποδήλατο. Με διαλογισμό στον ήλιο. Με μια απραξία που μου έχει λείψει και μου θυμίζει τα φοιτητικά μου χρόνια στο πρώτο μου σπίτι, ένα μικρό άσπρο-μπλε δώμα γεμάτο βιβλία. Θα τελειώνω τις δουλειές μου και θα ανοίγω τα παράθυρα με τα ξύλινα στόρια για να απολαμβάνω το φως, κοιτώντας από το λευκό μας ανάκλιντρο στο σαλόνι τα σύννεφα που μαζεύονται στ’ ανοιχτά, πάνω από τη θάλασσα.

Από τον περασμένο Μάρτιο ζούμε μόνιμα πια στο #summerhouse και σκοπεύουμε να παραμείνουμε εδώ όσο περισσότερο γίνεται. Είναι ο πρώτος χειμώνας που θα περάσω στην εξοχή -αν τα καταφέρουμε δηλαδή και δεν φορτώσουμε μια νύχτα το Μini με βιβλία, ανατομικά μαξιλάρια, σκυλιά, γατιά και φουσκωμένους ακόμα ροζ μονόκερους, για να επιστρέψουμε στην περίκλειστη θαλπωρή του ασπρόμαυρου διαμερίσματός μας με τις παχιές γκρι μοκέτες- και νιώθω πραγματική ευλογία στην προοπτική να ξυπνώ και να πίνω καφέ στον κήπο, διαβάζοντας τυλιγμένος με ένα θεόρατο και αφράτο πουπουλένιο μπουφάν.

Ακόμα είναι καλοκαίρι κάτω από τον ήλιο, με το ζόρι φθινόπωρο στη σκιά. Αύριο θα πάω για κολύμπι. Σήμερα δεν πρόλαβα τον ήλιο. Είχα μάθημα για το πανεπιστήμιο, εξ αποστάσεως, πράγμα που σημαίνει application τύπου skype με κλειστή κάμερα και μικρόφωνο, διάλεξη για τις απαρχές του βυζαντινού πολιτισμού στο κρεβάτι με τα πιτζαμάκια, με καφέ στην τσαγιέρα και τάρτα φράουλας από το Fresh στον ξύλινο δίσκο. Διάλεξη πολυτελείας, δηλαδή, από αυτές τις απολαυστικές του κορονοϊού, χωρίς έδρανα σε καταθληπτικά αμφιθέατρα που μυρίζουν μούχλα, χωρίς μετακινήσεις.



Μετά το μάθημα, άνοιξα τα παράθυρα να μπει φως και διάβασα τις τελευταίες σελίδες από το καινούργιο βιβλίο του Γκράχαμ Σουίφτ «Να ‘μαστε, λοιπόν…» που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις Μίνωας. Έρωτας κι εδώ το θέμα. Ερωτικό τρίγωνο για την ακρίβεια. Ένας κομπέρ σαν αυτούς τους παλιούς των καμπαρέ, ένας ταχυδακτυλουργός και μια νεαρή πανέμορφη ηθοποιός που επί σκηνής βοηθά τον μάγο να βγάζει ουράνια τόξα από το στόμα του ή ξαπλώνει μέσα σε μαύρα κουτιά για να τεμαχιστεί με σπαθιά, αλλά παραμένει άθικτη στο φινάλε γελώντας πονηρά στο κοινό. Τζακ, Ρόνι, Ίβι. Τρεις νεαροί που αναζητούν την τύχη τους στο Μπράιτον του 1959, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία μετά τον καταστροφικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τρεις ρομαντικοί του παλιού επαρχιακού θεάτρου σε μια εποχή που στρέφεται αλλού: χορεύει ήδη rock ‘n’ roll, σπάει τα αυγά του συντηρητισμού με ροκ αναρχία, κυριαρχείται ολότελα από το σινεμά και τις νέες τεχνολογίες. Στην αρχή ο ταχυδακτυλουργός Ρόνι ερωτεύεται την Ίβι και εκτός από τη σκηνή μοιράζονται και το κρεβάτι τους. Μετά την παράσταση κάνουν παρέα με τον ατίθασο Τζακ που αλλάζει τα κορίτσια πιο συχνά από το παπιγιόν του παλιακού θεατρικού κοστουμιού του. Ένα βράδυ που ο Ρόνι φεύγει για το νοσοκομείο για να αποχαιρετήσει την ετοιμοθάνατη μητέρα του, η Ίβι πέφτει στην αγκαλιά του Τζακ. Ο Ρόνι, επιστρέφοντας μαθαίνει την οδυνηρή αλήθεια για την προδοσία της αρραβωνιαστικιάς του και του καλύτερού του φίλου και ανακαλύπτει ότι η μαγεία του έρωτα στην οποία πίστεψε δεν ήταν παρά μια οφθαλμαπάτη, ένα φτηνό τρικ, ένα trompe l’oeil από αυτά που σκαρφίζονταν οι κλόουν για να ξεγελούν το κοινό.

Ο βραβευμένος με Booker Γκράχαμ Σουίφτ είναι αφηγητής παλιάς κοπής. Δεν χρειάζεται πυροτεχνήματα για να γραπώσει τον αναγνώστη με τη μία. Μιλά απλά και σιγά σιγά, σχεδόν αθόρυβα, σε τυλίγει με τον αφηγηματικό του ιστό. Ξεκίνησα να διαβάζω το νέο του μυθιστόρημα με μια αμφίθυμη διάθεση, γιατί δεν είμαι θιασώτης της μαγείας, αντιθέτως με απωθούσαν πάντα τέτοιου είδους θεάματα, και ξαφνικά, όταν ο συγγραφέας άρχισε να αφηγείται τα παιδικά χρόνια του Ρόνι άρχισα να απολαμβάνω το βιβλίο πολύ.

Αγάπησα τον Ρόνι που ως παιδί, για να σωθεί από τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου το ’45, φυγαδεύτηκε από τη μητέρα του σε μια ανάδοχη οικογένεια που ζούσε σε μια έπαυλη στην αγγλική εξοχή, όπως συνέβη με χιλιάδες άλλα παιδιά εκείνη την εποχή. Ο Ρόνι αγάπησε περισσότερο την ανάδοχη οικογένεια από την πραγματική, βίωσε αδιάφορα τον πνιγμό του ναυτικού πατέρα του, το πλοίο του οποίου βομβαρδίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο στον Ατλαντικό, κι όταν ήρθε η ώρα να επιστρέψει στην αληθινή του μητέρα ένιωσε να ασφυκτιά από τις ενοχές και το μίσος του για την στερημένη ζωή που εκείνη μπορούσε να του προσφέρει. Αυτή η ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα του, η αντίδρασή του τη νύχτα που έμαθε ότι πνίγηκε ο πατέρας του, συνθέτουν ένα πολύ δυνατό ψυχογράφημα της γενιάς που μεγάλωσε μέσα στον πόλεμο και εξηγεί πολλά για τον μεταπολεμικό κόσμο μέσα στην επίπλαστη ευημερία του οποίου μεγαλώσαμε οι μετέπειτα γενιές, μέχρι να σκάσει η φούσκα της ύφεσης πάνω από το κεφάλι μας.

Διαβάζω κριτικές από τον ξένο Τύπο για το βιβλίο και επιμένουν στο στοιχείο της μαγείας. Για μένα, αυτό το βιβλίο του Γκράχαμ Σουίφτ δεν μιλά για τη μαγεία, μιλά για την απομάγευση. Για το πόσο οδυνηρό, αλλά απίστευτα λυτρωτικό, είναι να ανακαλύπτεις ότι ο κόσμος δεν είναι μια πίστα απογείωσης, όπως πίστευες στα 20, αλλά μια πίστα διαρκούς προσγείωσης στην πραγματικότητα, όπως ανακαλύπτεις στα 30 ή στα 40, για να κάνεις τελικά ειρήνη με τις ουτοπίες και τις ψευδαισθήσεις σου, για να σταματήσεις να αναζητάς λαγούς σε καπέλα που δεν υπάρχουν, για να ξέρεις ότι ο έρωτας δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου, δεν συγκρίνεται σε βάθος με τίποτα τελικά με το μεγαλείο της αργόσυρτης συντροφικότητας που θρέφεται με ρεαλισμό, δεν είναι τίποτα μπροστά σε μια ζωή γεμάτη νοιάξιμο, φροντίδες, αγάπη.