Η προφητεία του Ντον ΝτεΛίλο

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με κάνει να νιώθω τόση ευεξία όταν κάνω πεζοπορία μέσα στο δάσος. Δεν είναι μόνο το οξυγόνο, ούτε αυτή η θέα σε μια καταπράσινη θάλασσα από πεύκα ή έλατα. Δεν είναι αυτός ο μικρός φόβος που νιώθεις, ένας φόβος ανάμεικτος με ενθουσιασμό, όταν το σήμα στο κινητό χάνεται κι αρχίζεις να νιώθεις ολομόναχος σε έναν τόπο που υπάρχει και αναπτύσσεται χωρίς καμία φροντίδα, χωρίς καμία παρέμβαση. Είναι κυρίως η σιωπή. 

Όσο πιο βαθιά μπαίνεις στο δάσος και απομακρύνεσαι από τον χωματόδρομο που έχεις σταθμεύσει το αυτοκίνητό σου, τόσο πιο πολύ το φως χάνεται, ο χρόνος σταματά να έχει τη σημασία που έχει στις πόλεις όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Τώρα βρίσκεσαι μέσα στην καρδιά ενός δάσους και πρέπει να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου. Να ανασάνεις αλλιώς, να περπατήσεις διαφορετικά, να κοιτάξεις πράγματα που στην καθημερινότητα προσπερνάς: Ξαφνικά τα βρύα στο βράχο αποκτούν μια διαφορετική σημασία. Ο τρόπος με τον οποίο ο κισσός και τα αναρριχώμενα φυτά τυλίγονται στους κορμούς δείχνει την απόλυτη σοφία της φύσης. Γκαουντί και Αρ Νουβό. Ένα γιγαντιαίο γλυπτό που δημιουργήθηκε μόνο του. Περπατάς και βλέπεις την αρμονία στα χρώματα -ένας ζωντανός καμβάς που αλλάζει ανάλογα με τις εποχές- και συνειδητοποιείς ότι ο πιο ωραίος πίνακας ζωγραφικής που θα δεις ποτέ δεν βρίσκεται στα μουσεία ή στους πολυτελείς σκληρόδετους καταλόγους του MoΜΑ. Βρίσκεται στη φύση. H Τέχνη άλλωστε δεν λένε ότι είναι ό,τι απέμεινε μέσα μας από τον Θεό; 

Η σιωπή μέσα στην καρδιά ενός δάσους σε κάνει να νιώθεις σαν βρίσκεσαι στον παράδεισο. Ακούγονται μόνο τα πουλιά στα δέντρα, τα κλαδιά που σπάνε σε κάθε σου βήμα, κάποιο κελαρυστό ρυάκι, πού και πού κάποιο ζώο που αλυχτά και εύχεσαι φυσικά να είναι κάπου μακριά. Άρα δεν είναι ακριβώς σιωπή, γιατί το δάσος έχει τους δικούς του ήχους, τη δική του μουσική. Είναι η απουσία του πολιτισμού που βαφτίζουμε σιωπή. Αυτό μας συναρπάζει και ταυτόχρονα μας προκαλεί δέος. Οι θόρυβοι των αυτοκινήτων, οι μηχανές, ο ήχος από τα κλιματιστικά, τα μοτέρ των ψυγείων, η οχλαγωγία ενός café, τα κομπρεσέρ, οι ομιλίες από την τηλεόραση, η μουσική ως προσπάθεια να γεμίσει τα κενά της επικοινωνίας, όλα εδώ απουσιάζουν. Στα μικρά μονοπάτια μέσα στα δέντρα, στα βάτα και τους θάμνους χαμηλής βλάστησης βασιλεύει ένας άλλος πολιτισμός που δεν έχει ανάγκη από το ηλεκτρικό ούτε από τηλεπικοινωνίες. Η τεχνολογία εδώ δεν ρυθμίζει τη ζωή, την απορρυθμίζει. Η φύση έχει τη δική της τάξη, ακολουθεί τους δικούς της νόμους, έχει το δικό της δίκτυο. 

Όμως αντίθετα με το δάσος, οι πόλεις είναι απολύτως εξαρτημένες από την τεχνολογία. Η ζωή είναι δομημένη έτσι που ο πολιτισμός θα γίνει πολύ γρήγορα ζούγκλα χωρίς τις υπηρεσίες μιας ηλεκτρονικής και ψηφιακής εποχής. Πώς θα ήταν ο κόσμος μέσα σε μια πόλη αν η τεχνολογία ξαφνικά σώπαινε; Αν το ρεύμα κοβόταν, αν τα αεροπλάνα καθηλώνονταν στο έδαφος, αν οι ανελκυστήρες σταματούσαν, αν τα φανάρια στις λεωφόρους έβγαιναν εκτός λειτουργίας, αν οι οθόνες μας έσβηναν, αν το Internet νεκρωνόταν, αν οι δορυφόροι απορρυθμίζονταν; Ο κόσμος θα φάνταζε για λίγο παρανοϊκός, αν τον πρώτο λόγο τον έπαιρνε η φύση. Χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς μετρό, χωρίς ηλεκτρικό, θα έμοιαζε σαν σπήλαιο μέσα στο οποίο πέφτει μια απόκοσμη σιωπή. Στις σκιές του θα γιγαντώνονταν οι πιο αρχέγονοι φόβοι μας. Φόβοι που έχουμε απωθήσει, εκλογικεύσει, υπερφωτίσει. Φόβοι που διαιωνίζονται και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά μέσα στο ανθρώπινο DNA. Φόβοι που έχει τιθασεύσει ο πολιτισμός και έχει λειάνει πρώτα η εκβιομηχάνιση με τις καινοτομίες της και ύστερα η τεχνολογία. 

Ο Don Delillo, στο νέο του μικρό, αλλά πολύ περιεκτικό, μυθιστόρημα «Η σιωπή» (μτφρ. Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, σειρά Aldina, εκδ. Gutenberg) πραγματεύεται ακριβώς αυτή τη σιωπή, τη σιωπή που σκεπάζει τα πάντα σαν πέπλος όταν η τεχνολογία σωπαίνει. Οι ήρωες του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα έρχονται αντιμέτωποι ξαφνικά με μία τέτοια δυστοπία: η τεχνολογία καταρρέει σε μια μόνο στιγμή και ο κόσμος βυθίζεται σε μια σιωπή που όσο περνούν οι ώρες μοιάζει με υπερφυσικό, ανεξήγητο φαινόμενο. Δεν υπάρχει Internet, δεν υπάρχουν social media, δεν υπάρχει τηλεόραση ή ραδιόφωνο για να ενημερωθεί ο κόσμος για τη βλάβη. Δεν ξέρουν αν είναι κάτι παροδικό ή τοπικό. Δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί συμβαίνει όλο αυτό κι αν το ρεύμα θα έρθει ξανά, αν η οθόνη στα smartphones και τα laptops θα ανοίξει, αν θα μπορέσουν κάποια στιγμή να συνδεθούν με το μόντεμ για Wi-Fi ή να βρουν σήμα 4G από τον πάροχό τους. Οι άνθρωποι βρίσκονται σαν ναυαγοί σε έρημο νησί. Δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τους αγαπημένους τους, δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι υπό το φόβο πιθανόν επιθέσεων ή πλιάτσικου στα καταστήματα και τις πολυκατοικίες. 

Το βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά ταυτόχρονα με την αμερικανική έκδοση στις 20 Οκτωβρίου, θεωρείται προφητικό, καθώς αποτύπωσε, ήδη από το 2018 που είχε αρχίσει να γράφεται, την απόκοσμη εικόνα της έρημης Νέας Υόρκης και των μεγαλύτερων μητροπόλεων του πλανήτη λίγες ώρες μετά το γενικευμένο lockdown λόγω Covid-19. Όλοι, κλεισμένοι στα σπίτια μας μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας που επιβλήθηκε τον περασμένο Μάρτιο, είδαμε πρωτόγνωρες εικόνες να περνούν από τις οθόνες μας: εντελώς άδειοι εμπορικοί δρόμοι στο Μανχάταν, έρημες πλατείες στο Βερολίνο, σιωπηλά πάρκα στο Παρίσι… Μόνο σε sci-fi δυστοπική ταινία θα μπορούσε κανένας να δει νεκρή την Times Square στη Νέα Υόρκη. Φαντάζεστε όμως να συνέβαινε αυτό απροειδοποίητα και παράλληλα να κοβόταν το ρεύμα, να κατέρρεαν οι τεχνολογίες, να νέκρωναν τα πάντα; 

Ο Don Delillo στρέφει την κάμερά του και παρατηρεί πέντε μόνο πρόσωπα σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Πέντε απλούς ανθρώπους που έχουν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν το Super Bowl. Οι δυο από αυτούς, ένα ζευγάρι, έχει μόλις προσγειωθεί ανώμαλα στο αεροδρόμιο του Νιούαρκ. Ο άντρας τραυματίζεται κατά την απότομη προσγείωση και μαζί με την ποιήτρια σύζυγό του επισκέπτονται το νοσοκομείο στο οποίο έχει αρχίσει να επικρατεί πανικός. Όσο βρίσκονται στα επείγοντα το ρεύμα κόβεται και αναγκάζονται να φύγουν μέσα στο σκοτάδι με τα πόδια για να κατευθυνθούν, διασχίζοντας το έρημο Central Park, στο διαμέρισμα των φίλων τους όπου ήταν καλεσμένοι. Εκεί τους υποδέχονται οι οικοδεσπότες τους, ένα άλλο μεσήλικο ζευγάρι, μαζί με έναν τριαντάχρονο καθηγητή, πρώην μαθητή της οικοδέσποινας. Οι πέντε άνθρωποι όσο υπάρχει ακόμα το φως του σούρουπου από κεκτημένη ταχύτητα συνεχίζουν τις δραστηριότητες τους προσπαθώντας να τηρήσουν παρά την ανησυχία τους το πρόγραμμά τους. Δειπνούν υπό το φως των κεριών, συζητώντας. Ο οικοδεσπότης σαν τρολλ παριστάνει τον σπίκερ του πρωταθλήματος που δεν κατάφεραν να δουν γιατί έπεσε το ρεύμα και νέκρωσαν όλες οι συσκευές. Πρόκειται για έναν ευρηματικό μονόλογο που δίνει ένταση στην αφήγηση, σαν μονόλογος ενός θεατρικού ήρωα που ισορροπεί μεταξύ λογικής και παράνοιας, συμβολίζοντας τον τρόπο με τον οποίο μια πολιτισμένη πόλη σιγά σιγά φλερτάρει με το χάος. Όλο το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με θεατρική αφήγηση, λες και το διαμέρισμα είναι η σκηνή ενός θεάτρου. Δεν βλέπουμε πουθενά σκηνές χάους, αφηνιασμένα πλήθη που σπάνε βιτρίνες και βουτούν ότι βρίσκουν μπροστά τους σε υστερία. Όλα υπονοούνται, όλα απεικονίζονται στους διαλόγους των πέντε ηρώων που βιώνουν μια πρωτόγνωρη κατάσταση, συνειδητοποιώντας σιγά σιγά ότι η κατάρρευση των τεχνολογιών ίσως να μην είναι κάτι παροδικό. Όσο η νύχτα βαθαίνει, τόσο η απελπισία αρχίζει να γίνεται εμφανής, τόσο ο καθένας ταμπουρώνεται μέσα στο δικό του σπήλαιο και προσπαθεί να αναμετρηθεί με αυτή την απόκοσμη σιωπή, με τους πιο αρχέγονους φόβους του. 

ΥΓ. Διάβασα το βιβλίο σε ένα μόνο πρωί πίνοντας τον καφέ μου. Απόλαυσα κάθε λέξη. Ο Don Delillo είναι ένας σπουδαίος μεγάλος συγγραφέας. Κατάφερε να απεικονίσει έναν ολόκληρο κόσμο σε κατάρρευση μέσα σε μόλις 115 σελίδες, χωρίς καν να μετακινήσει τους ήρωές του από την τραπεζαρία ενός διαμερίσματος στο Μανχάταν. Τις τελευταίες σελίδες τις διάβασα μέσα στο δάσος που βρίσκεται σε απόσταση μονάχα δέκα λεπτών από το σπίτι μας. Τώρα που τελείωσε (;) το κολύμπι στη θάλασσα, άρχισαν οι πεζοπορίες στο βουνό. Αυτόν τον αλλόκοτο χειμώνα που έρχεται, τον γεμάτο περιορισμούς, οι μοναχικές βόλτες κάτω από τα πεύκα είναι μια ελευθερία που μου φαίνεται σχεδόν μαγική. 

Leave a comment