H βλάβη

Σε έναν κόσμο όπου ο Θεός είναι από καιρό νεκρός, έναν κόσμο που μοιάζει με άδεια μισοφωτισμένη σκηνή του Μπέκετ, έναν κόσμο γεμάτο εκκωφαντική σιωπή, τόσο έντονη που γίνεται βαβούρα, σε έναν κόσμο όπου τα μυστήρια όλα έχουν εξηγηθεί από μαθηματικά μοντέλα και αλγόριθμους, έναν κόσμο που μέσω της τεχνολογίας προσπαθεί να τιθασεύσει τη φύση και να ελέγξει μάταια τα φυσικά φαινόμενα, έναν κόσμο όπου η πληροφορία είναι το νέο αγαθό, έναν κόσμο που μοιάζει απολύτως προγραμματισμένος για να λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένη μηχανή σερβίροντας διαφημίσεις, δημιουργώντας πλαστές επιθυμίες, καλύπτοντας κάθε γωνιά με data, ο άνθρωπος κινδυνεύει μονάχα από το ανθρώπινο λάθος, από ένα τεχνικό σφάλμα, μια στιγμιαία ανωμαλία του συστήματος, μια ανθρώπινη στιγμή αδυναμίας, μια παράβλεψη, μια βλάβη.

Αυτόν τον κόσμο αποκαλύπτει ο Ελβετός δραματουργός Φρήντριχ Ντύρενματ (1921-1990) στη συλλογή Η Βλάβη, Το Τούνελ, Ο Σκύλος, με μία συγκλονιστική νουβέλα και δύο διηγήματα, που κυκλοφόρησε (ξανά στα ελληνικά) φέτος σε μετάφραση του Γιάννη Καλλιφατίδη από τις εκδόσεις Αντίποδες. Σε αυτόν τον ορθολογικό κόσμο της απομάγευσης ο Ντύρενματ πετά μικρές δόσεις ανορθολογισμού, προσπαθώντας να τον εκτροχιάσει εκ των έσω, κινητοποιώντας τον αναγνώστη να σκεφτεί έξω από το καλά οργανωμένο πλαίσιο της επικρατούσας σκέψης, έξω από την κυρίαρχη κουλτούρα της επιδερμικής πληροφορίας, της προκάτ άποψης και της κατανάλωσης ως αυτοσκοπού. «Δεν απειλούμαστε πλέον από κανέναν Θεό, καμία δικαιοσύνη, κανένα χτύπημα της μοίρας, όπως στην Πέμπτη Συμφωνία, αλλά από τροχαία ατυχήματα, από καταρρεύσεις φραγμάτων εξαιτίας ελαττωματικής κατασκευής, από την αφηρημάδα κάποιου εργατοτεχνίτη, με αποτέλεσμα να προκληθεί έκρηξη σ’ ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει ατομικές βόμβες, από λανθασμένες ρυθμίσεις σε εκκολαπτικές μηχανές. Σ΄ αυτό τον κόσμο που είναι γεμάτος βλάβες οδηγεί και ο δικός μας δρόμος. Στη σκονισμένη άκρη του, δίπλα σε γιγάντιες ρεκλάμες για υποδήματα Bally, αυτοκίνητα Studebaker, παγωτά, δίπλα στις αναμνηστικές πλάκες για τους νεκρούς των τροχαίων, υπάρχει ακόμα χώρος για μερικές πιθανές ιστορίες, στις οποίες η ανθρωπότητα κοιτάζει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός συνηθισμένου ανθρώπου, κάθε απλή αναποδιά αποκτά απρομελέτητα καθολικό χαρακτήρα». Παίζοντας έξυπνα με το ανορθολογικό στοιχείο ο συγγραφέας υποσκάπτει κάθε βεβαιότητα -κάθε ψευδαίσθηση βεβαιότητας για να είμαστε ακριβείς- που έχει ο σύγχρονος άνθρωπος της υψηλής τεχνολογίας, της επιστήμης, του marketing, της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, του αναδυόμενου ψηφιακού πολιτισμού, ότι ο κόσμος οδεύει με ασφάλεια προς τα εμπρός σαν τρένο που κυλά ανεμπόδιστα στις ράγες. Είμαστε όλοι επιβάτες σε μια μηχανή που πηγαίνει με ταχύτητα στο μέλλον απαλλαγμένη από όλο αυτό το άχθος της παλιάς σκέψης, χωρίς Θεό, χωρίς ηθικά εμπόδια, χωρίς περιττές ενοχές, χωρίς συνειδησιακές εμπλοκές. Όλα είναι λυμένα. Όλα τα μυστήρια έχουν εξηγηθεί, όλα τα φιλοσοφικά αδιέξοδα έχουν φωτιστεί, όλες οι απαντήσεις έχουν δοθεί, και ο μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν έχει πια παρά να γεμίσει το κενό που άφησαν πίσω τους η ξεπεσμένη θεολογία και η φιλοσοφία. Να το γεμίσει ως απάνω με ασήμαντες πληροφορίες, καταναλώνοντας data και ικανοποιώντας ανάγκες που κάποιος αλγόριθμος του δημιουργεί. 

Στη νουβέλα Η Βλάβη, ένας εμπορικός αντιπρόσωπος αναγκάζεται, όταν το πολυτελές αυτοκίνητό του χαλάει, να διανυκτερεύσει στο μικρό χωριό μιας επαρχίας μέχρι το συνεργείο να επιδιορθώσει τη βλάβη. Ένας ηλικιωμένος προθυμοποιείται να τον φιλοξενήσει επειδή η μοναδική πανσιόν της περιοχής είναι κλεισμένη από ένα συνέδριο μικροκτηνοτρόφων. Το βράδυ στο δείπνο ο ηλικιωμένος άντρας που στο παρελθόν ήταν δικαστής και τρεις ακόμα φίλοι του, ένας πρώην εισαγγελέας, ένας δικηγόρος και ένας δήμιος, τον καλούν να παίξει μαζί τους ένα ιδιαίτερο παιχνίδι. Το τραπέζι μετατρέπεται σε έδρανο δικαστηρίου και με το νεόφερτο άντρα ως κατηγορούμενο στήνουν μια δίκη για να ανακαλύψουν τα εγκλήματά του. Όσο το δείπνο προχωρά, το κρασί ρέει άφθονο, οι μεθοδικές ερωτήσεις του δικαστή και του εισαγγελέα φωτίζουν τις ίντριγκες και τις μεθοδεύσεις του εμπορικού αντιπροσώπου για να αναρριχηθεί επαγγελματικά και εκμαιεύουν την ομολογία ενοχής του. Πριν το επιδόρπιο το παιχνίδι των ηλικιωμένων αγριεύει και ο εμπορικός αντιπρόσωπος έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια που έχει απωθήσει: η πορεία για την προαγωγή του δεν ήταν ακριβώς στρωμένη με καλές προθέσεις. Οι ενοχές του αρχίζουν να τον στριμώχνουν καθώς ανασύρονται πράγματα που είχε απωθήσει. Ο εισαγγελέας ζητά την εσχάτη των ποινών καθώς έχει πειστεί ότι το έγκλημα του κατηγορούμενου έγινε εκ προ μελέτης. Κανένα ελαφρυντικό.
Ο Αλφρέντο αρχίζει να φοβάται ότι το παιχνίδι ίσως να μην είναι τελικά τόσο αστείο όσο νόμιζε στην αρχή. Υπάρχει άλλωστε και ένας δήμιος στο τραπέζι. Τι παράξενα που τα φέρνει η ζωή! Αν το αυτοκίνητό του δεν είχε πάθει βλάβη τόσο ξαφνικά δεν θα κινδύνευε τώρα οι τρελόγεροι να τον οδηγήσουν στην κρεμάλα. Ο εισαγγελέας, τσουγκρίζοντας το ποτήρι του με τον κατηγορούμενο, του ζητάει να μην ανησυχεί, γιατί το έγκλημα κάποιου μπορεί να είναι η ύστατη ευκαιρία του να βγει από τον λάθος δρόμο: «Αγαπητέ φίλε Aλφρέντο, όλοι εμείς σε αυτό το τραπέζι έχουμε αποβάλει προ πολλού την προκατάληψη να αντιμετωπίζουμε το έγκλημα ως κάτι άσχημο και τρομερό, να θεωρούμε πως η ομορφιά είναι αποκλειστικό προνόμιο της δικαιοσύνης, έστω και με τον τρόμο που ενδεχομένως κρύβει μέσα της μια τέτοια ομορφιά. Απεναντίας, αναγνωρίζουμε και στο έγκλημα την ομορφιά ως την απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει δικαιοσύνη». 

Προσωπικά διαβάζοντας αυτή την ιστορία με το αναπάντεχο τέλος, δεν στάθηκα στην έννοια της δικαιοσύνης, αλλά στο ρόλο που μπορεί να παίξει μία βλάβη στη ζωή μας. Η βλάβη νομίζουμε ότι μας βγάζει από το δρόμο μας, ότι μας καθυστερεί. Μπορεί όμως η βλάβη να είναι απλώς μια αφορμή, μια παράκαμψη, μια διασταύρωση που να μας οδηγήσει στο σωστό δρόμο ή να είναι ο καταλύτης για να γίνουμε αυτό που είμαστε. Μια βλάβη μπορεί να φρενάρει για λίγο την πορεία μας, να μας αναγκάσει να σταματήσουμε. Αυτή η υποχρεωτική στάση, η πρόσκαιρη ακινησία, μπορεί να μας βοηθήσει να εξετάσουμε τι πήγε στραβά, μπορεί να είναι μια καλή ευκαιρία να κοιτάξουμε πίσω, να μελετήσουμε τα πράγματα ώστε να τα κατανοήσουμε σε βάθος και να δούμε πού φταίξαμε, πού κάναμε λάθος, πού υπήρξαμε άδικοι συνειδητά ή ασυνείδητα, να «δικάσουμε» τον εαυτό μας και να δούμε αν είμαστε αθώοι ή ένοχοι για τα μικρά ή μεγαλύτερα εγκλήματά μας, για μια πιθανή αμέλεια που οδήγησε τη ζωή μας σε «βλάβη» με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Ή να μας φανερώσει τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί εις βάρος μας και με απόλυτη διαύγεια να βγούμε από ένα αδιέξοδο και να τραβήξουμε το σωστό δρόμο ή να ανοίξουμε ένα νέο μονοπάτι. Υπό αυτή την οπτική γωνία, ακόμα και μία βλάβη μπορεί να είναι μια ευκαιρία να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μπορεί να είναι το εφαλτήριο για την απελευθέρωσή μας, το πρώτο βήμα σε μια πορεία αυτογνωσίας, η βάση για να χτίσουμε μια ζωή που υπακούει περισσότερο στην ηθική ή την αισθητική μας, ή και γιατί όχι, να χτίσουμε έναν καλύτερο πιο δίκαιο κόσμο. 

Αν διάβαζα τη συγκεκριμένη νουβέλα του Ντύρενματ έναν χρόνο πριν, πιθανόν να μην την είχα δει υπό αυτό το πρίσμα. Θα διάβαζα τη Βλάβη ως μια αριστουργηματική -καφκικής σύλληψης- ιστορία που μιλά για τη δικαιοσύνη και την ηθική σε έναν κόσμο βαθιά ανήθικο και θα πήγαινα παρακάτω. Η νουβέλα Η Βλάβη, όμως, εν καιρώ πανδημίας, όπου όλος ο πλανήτης είναι ολόκληρος μια βλάβη που έχει τινάξει στον αέρα όλες τις βεβαιότητες της προ-covid19 εποχής, διαβάζεται -ή τουλάχιστον έτσι την προσέλαβα εγώ- ως ένα έργο που μιλά για το πόσο εύθραυστη είναι η ζωή μας. Ο Ντύρενματ δεν μίλησε σε μένα μόνο για τη δικαιοσύνη, αλλά και για το πόσο μας αρέσει να θάβουμε τη βία μας πίσω από καλές προθέσεις, να χτίζουμε έναν ψεύτικο κόσμο που είναι τέλειος και τακτοποιημένος στην επιφάνεια, γεμάτος υποδόρια σκληρότητα, ανοιχτούς λογαριασμούς, εκλογικεύσεις, απωθημένη αγριότητα, εγκλήματα στο όνομα της εξέλιξης, παγίδες που στήνουμε για να επιβιώσουμε, μικρές ασήμαντες επιθέσεις προκειμένου να τα «καταφέρουμε». Έναν κόσμο καλογυαλισμένο σαν την Studebaker του ανυποψίαστου ήρωα που εξαιτίας μιας μηχανικής βλάβης τον αφήνει στο δρόμο, για να βρει τη μοίρα του στη μέση του πουθενά, να αναμετρηθεί με τη συνείδησή του, να ανακαλύψει έκθαμβος ότι τελικά πίσω από τον δικό του τακτοποιημένο μικρόκοσμο καραδοκούσε το χάος. 

ΥΓ. Το βιβλίο το διάβασα τον Αύγουστο σε ένα μόνο μεσημέρι με φοβερή ζέστη. Διάβασα τη Βλάβη σε ένα λιμανάκι, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο, και μέχρι να περάσω στο Τούνελ η βλάβη είχε συντελεστεί. Μια ξαφνική καταιγίδα χάλασε την καλοκαιρινή μέρα. Ο ουρανός σκοτείνιασε, το τιρκουάζ μελάνιασε, η θάλασσα αγρίεψε, οι παραθεριστές μάζεψαν ομπρέλες, πολυθρόνες, μονόκερους και σκόρπισαν. Η ανεμελιά των διακοπών εκτροχιάστηκε. 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: