Athens Noir: Ακολουθώντας τα ίχνη του Τομ Ρίπλεϊ

Η νέα ασπρόμαυρη σειρά Ripley του Netflix, μου ξύπνησε ξανά την (ακόρεστη) πείνα για μια βουτιά στα ερεβώδη βάθη της Πατρίτσια Χάισμιθ. Όλα αυτά τα στυλιζαρισμένα πλάνα του εξαιρετικού Steven Zaillian, με έκαναν να ξεσκονίσω από τη βιβλιοθήκη μου τους πέντε τόμους με τα νουάρ μακελειά του πιο αγαπημένου μου αντιήρωα από τα μαύρα βιβλιαράκια της Άγρας και να ακολουθήσω ξανά αυτό το καλοκαίρι τα ίχνη του Τομ Ρίπλεϊ.

Ο Ρίπλεϊ δεν είναι απλώς μια ωραία, καλογραμμένη ιστορία. Είναι το στάιλινγκ μιας ολόκληρης εποχής που δεν υπάρχει πια. Τα βιβλία της Χάισμιθ είναι σαν καμβάδες ενός κόσμου που έχει χαθεί μαζί με μαύρα τηλέφωνα των μπαρ (υπάρχει ένα τέτοιο ακόμα στο Galaxy της Σταδίου), μαζί με τα διθέσια σπορ κάμπριο αυτοκίνητα, με τις θεϊκές θηλυκές καμπύλες που λάτρεψε το παλιό καλό Χόλιγουντ, με τα αυθεντικά ραφεία που ενίοτε στο σύμπαν του Τζον Λε Καρέ ήταν βιτρίνα για τις συναντήσεις αδίστακτων πρακτόρων, τις ταμπακέρες με το μονόγραμμα, τα καλοραμμένα κοστούμια από ανάλαφρο καλοκαιρινό ύφασμα, τις μαρινιέρες της Ριβιέρας, τα πικάπ που παίζουν Mina του 1958, τους μεταλλικούς δίσκους με τα φλιτζάνια του εσπρέσο και το θρυλικό Moka Pot που σχεδίασε για πρώτη φορά ο Luigi Di Ponti το 1933, τα παλιά φθαρμένα διαβατήρια, τις γραφομηχανές και τα ταχυδρομεία, τα σκοτεινά σοκάκια της Ρώμης, τα παλιά καφενεία, τις ανοιχτές βεράντες στη Μεσόγειο, τα μανικετόκουμπα, τα Μartini στις δύο το μεσημέρι, τις τσαλακωμένες εφημερίδες που άφηναν μελάνι στα χέρια, την αναλογική εποχή πριν το email, τα ψηφιακά ίχνη και το DNA που έκανε το έγκλημα να φαίνεται σαν χειροκίνητο θέατρο σκιών στα χέρια ενός διεστραμμένου μαριονετίστα.

Ξεκινώντας από το πρώτο βιβλίο της πενταλογίας -και σαφώς το καλύτερο-, τον Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ, ανακαλύπτω κάτι που με εκπλήσσει: Διαβάζω το βιβλίο σαν να μην το έχω διαβάσει μέσα στα προηγούμενα χρόνια άλλες τρεις φορές. Η Πατρίτσια Χάισμιθ είναι ανεξάντλητη. Στρέφοντας την κάμερά της από τον ντετέκτιβ στον εγκληματία, κάνει μια ρήξη που την καθιστά μοναδική. Γίνεται χρονογράφος «αυτής της γλυκιάς αρρώστιας», ένας ακάματος εξερευνητής της ανθρώπινης διαστροφής. Νιώθοντας και η ίδια λίγο αποσυνάγωγη, θα βρει παρηγοριά στο αλκοόλ, τα βιβλία, τη γοητεία του νουάρ και τις περιστασιακές ερωμένες που αδυνατούν όμως να καλύψουν το κενό που έχει αφήσει στη ζωή της η ψυχρότητα μιας απορριπτικής μητέρας. (Εξαιρετική επί του θέματος η φροϋδική προσέγγιση του έργου και της ζωής της μέσα από το ντοκιμαντέρ «Loving Highsmith» της Ελβετής Εύα Βίτια που είδαμε πέρυσι στις Νύχτες Πρεμιέρας).

Όπως έγραφα ένα χρόνο πριν, με αφορμή την επέτειο των 28 χρόνων από το θάνατο της Χάισμιθ, σε ένα κείμενό μου για τα «Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου», στο iefimerida: «για τους μελετητές του έργου της, αυτή η σχέση λατρείας/απέχθειας με τη μητέρα της και η κλιμακούμενη αντιπάθεια για τον πατριό της ήταν ο πυρήνας του έργου της, αλλά και η αιτία που η Χάισμιθ επέλεξε τη νουάρ λογοτεχνία για να εκφραστεί δημιουργικά. Όχι τόσο το έγκλημα ως πράξη, αλλά οι ψυχολογικές προεκτάσεις αυτού, όλα εκείνα τα συναισθήματα, οι ψυχικές διεργασίες που οδηγούν κάποιον να σκοτώσει, άρχισαν να τραβούν το ενδιαφέρον της Πατρίτσια. Τα βιβλία της καταξιώθηκαν όχι ως μονοεπίπεδες αστυνομικές ιστορίες σε στιλ whodunit, οι οποίες εξαντλούνται στην πλοκή και την εύρεση του δολοφόνου, αλλά αποτελούν το παράδειγμα μιας εξαιρετικής πολυεπίπεδης λογοτεχνίας που, χρησιμοποιώντας το μανδύα της αστυνομικής ιστορίας, έχει ως στόχο να αναδείξει τις κοινωνικές πτυχές του εγκλήματος, αλλά κυρίως την ψυχοσύνθεση του εγκληματία. Οι ήρωές της είναι από τη μεριά του θύτη, όχι του ντετέκτιβ που ερευνά, είναι παραβατικές προσωπικότητες, άτομα που εγκληματούν, απατεώνες που κερδοσκοπούν, χαμαιλέοντες που αλλάζουν ταυτότητες, υιοθετώντας νέους εαυτούς για να κρυφτούν από το νόμο ή για να εξαπατήσουν τα θύματά τους».

O Ρίπλεϊ δεν υποδύεται έναν ρόλο για να εξασφαλίσει απλώς τα χρήματα του Ντίκι Γκρίνφιλντ που θα του προσφέρουν την καλή ζωή που λαχταρά: ένα ωραίο, πολυτελές διαμέρισμα με θέα στις στέγες και τους τρούλους της Ρώμης, λευκά κολλαρισμένα πουκάμισα, μια πένα στη μέσα τσέπη του σακακιού του, χειροποίητα loafers, ένα παλάτσο στη Βενετία, βραδιές με στρείδια και σαμπάνια, αλλά και ένα κοσμικό όνομα που θα τον βάλει στα καλύτερα σαλόνια. Ο Ρίπλεϊ, μέσα από το έγκλημα, γίνεται ο εαυτός που ένιωθε μέσα του ότι ήταν αλλά αδυνατούσε λόγω κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων να ενσαρκώσει. Δεν υποδύεται τον άτυχο Ντίκι, γίνεται ο Ντίκι.

Η σειρά του Netfix είναι πιο πιστή στο βιβλίο από την κινηματογραφική μεταφορά του 1999 στη μεγάλη οθόνη, από τον Άντονι Μινγκέλα, με τον Ματ Ντέιμον και τον Τζουντ Λο. Εκείνη η ταινία, ήταν μεν ένα φοβερό eye candy, με όλο αυτό το απέραντο γαλάζιο της ιταλικής Ριβιέρας, αλλά αυθαιρετούσε ακόμα και σε βασικά στοιχεία στο χαρακτήρα των ηρώων και στην πλοκή της Χάισμιθ. O Άντριου Σκοτ είναι υποδειγματικός ως Ρίπλεϊ, καλύτερος, πιο σκοτεινός, πιο διεστραμμένος και από τον Αλέν Ντελόν ή Ματ Ντέιμον.

Πέρασα τρεις ημέρες, με το βιβλίο και τη σειρά, πραγματικά απολαυστικές. Θα κρατήσω τα υπόλοιπα τέσσερα βιβλία της Χάισμιθ με τον Ρίπλεϊ για το καλοκαίρι, ως αντίδοτο στα readers block που παθαίνω καμία φορά μετά από ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Τα νουάρ της Άγρας πάντα με βγάζουν από την αναγνωστική ανηδονία. Ένας Σιμενόν, ένας Μανσέτ, μια Χάισμιθ πάντα μου ανοίγουν την όρεξη και με βάζουν ξανά στο παιχνίδι.

Φωτογραφία: Salvador Goboy/Unsplash

ΥΓ. Φωτογραφικά έκανα μια μικρή ασπρόμαυρη βόλτα στη νουάρ Αθήνα, ακολουθώντας τα φανταστικά ίχνη του Τομ Ρίπλεϊ για ένα 24ώρο. Τα πρωινά γράμματα στη γραφομηχανή, τα πικάπ με τους δίσκους του Miles David από τα 60ies, τα ραντεβού για πρόβα στο ράφτη, η στάση για Martini και βενετσιάνικα τσικέτι στο Felicità, η γοητεία των ξενοδοχείων, οι βιτρίνες με τα καλοραμμένα κοστούμια, τα χτένια στο φοβερό Rick’s, το ολοκαίνουργιο εστιατόριο στην Κηφισιά που είναι εμπνευσμένο από τη θρυλική Καζαμπλάνκα.

Leave a comment