Οι μιμόζες και οι αμυγδαλιές έχουν ήδη ανθίσει και η διάθεσή μου μαζί τους, καθώς η μεθεόρτια καταθλιψούλα (κάτι ανάμεσα σε μετα-χριστουγεννιάτικη νωθρότητα και υπαρξιακό χάος) αντιμετωπίστηκε με ένα συναρπαστικό βιβλίο που μου ξύπνησε παλιούς βρετανικούς έρωτες.

Το βιβλιοκαφέ
Ξέθαψα τα φθαρμένα λαδί Adidas Gazelle μου από τα βάθη των 90ies, κάτι παλιά τεύχη του Face με την Κέιτ Μος στο εξώφυλλο, ξαναδείδα το πιο αγαπημένο μου από όλα τα βιντεοκλίπ των Βlur στο Youtube, θυμήθηκα που ήμουν το πρωί που σκοτώθηκε η πριγκίπισσα Νταϊάνα, νοστάλγησα εκείνο το βράδυ του 1998 που είδα το Velvet Goldmine στο υπόγειο του κινηματογράφου Έλλη στην Ακαδημίας…

Kαι πίνοντας τσάι στον ωραίο Βιβλιοστάτη στο Χαλάνδρι, με τον Τζόναθαν Κόου αγκαζέ, άρχισα να ψάχνω την σωστή συνταγή για να φτιάξουμε το βράδυ αγγλικό roast beef στο σπίτι με θεϊκή gravy.

Ο Βιβλιοστάτης, στον πρώτο όροφο ενός εμπορικού κέντρου στον πολυσύχναστο πεζόδρομο του Χαϊμαντά στο Χαλάνδρι, είναι μια ωραία έκπληξη! Ένας πολύ ωραίος, μοντέρνος χώρος γεμάτος με βιβλιοθήκες, με βιβλία που δεν είναι προς πώληση, αλλά δανείζονται με καρτέλες στους πελάτες που έρχονται εδώ για να πιουν το καφέ τους διαβάζοντας ή φοιτητές που γράφουν τις εργασίες τους στο λάπτοπ.

Υπάρχει ένα πιάνο, ένα σαξόφωνο, πολλές γάτες απ΄ έξω, κέικ και τάρτες στις γυάλινες καμπάνες πάνω στο μπαρ, ένα σκάκι, ένα πικάπ και δίσκοι βινυλίου και cd με κλασική μουσική. Είναι ο τέλειος χώρος που με έκανε να δω με άλλο μάτι το Χαλάνδρι (που ομολογουμένως δεν συμπαθώ ιδιαίτερα σαν περιοχή).
Info: Χαϊμαντά 17, Χαλάνδρι, τηλ. 2106811378 | instagram.com/vivliostatiscafe
Το βιβλίο
Bourville: Το διαιρεμένο βασίλειο, Jonathan Coe, εκδ. Πόλις
Από το υπερήφανο πούρο του Ουίνστον Τσώρτσιλ, στην ηττημένη φράντζα του Μπόρις Τζόνσον. Από το ψυχρό αίμα της πάντα cool Βασίλισσας Ελισάβετ, στη συναισθηματική διάρροια της πριγκίπισσας Νταϊάνα (που επί δεκαέξι συναπτά έτη έκανε συστηματικά, Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο, το πρωτόκολλο μαλλιά κουβάρια). Από το νεοφιλελευθερισμό της Μάργκαρετ Θάτσερ, στον Τρίτο Δρόμο του Τόνι Μπλερ. Από τον Τζέιμς Μποντ, στον Μπένι Χιλ. Από το βρετανικό φλέγμα του BBC, στον λαϊκισμό των βρετανικών ταμπλόιντ. Από την απόλυτη τυπολατρία, στην πανκ αναρχία. Από τον Τσαρλς Ντίκενς, στον Χάρι Πότερ. Από τον κοσμοπολιτισμό της Μεγάλης Βρετανίας, στον απομονωτισμό του Brexit. Από τα καπέλα τούρτα-σαρδέλα στις ιπποδρομίες του Άσκοτ, στις καρώ ζαρτιέρες της Βίβιαν Γουέστγουντ. Από την αποθέωση της βασιλικής οικογένειας στα γιορτινά μπαλκόνια του Μπάκιγχαμ, στον ακόρεστο κανιβαλισμό της στα πρωτοσέλιδα των βρετανικών φυλλάδων.

Tι είναι σ’ αλήθεια η περίφημη «βρετανικότητα» και πώς όλες αυτές οι αντιφάσεις που δεν το σκοτώνουν, κάνουν, τελικά, αυτό το έθνος ακόμα πιο (απολαυστικά) ροκ; Θα μπορούσε ποτέ ένα σύγχρονο μυθιστόρημα να απαντήσει τόσο βαθιά, τόσο συναρπαστικά και τόσο εύστοχα, με χιούμορ και συναίσθημα, σε αυτά τα ερωτήματα που κανονικά άπτονται της κοινωνικής επιστήμης; Ο σπουδαίος Τζόναθαν Κόου, με την λεπίδα μιας ευφυούς ενσυναίσθησης και την ικανότητα ενός ανατόμου της σύγχρονης Ιστορίας, με το βιβλίο του «Bourville: Το διαιρεμένο βασίλειο» (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις), παίρνει τη μεταπολεμική Βρετανία και την τεμαχίζει σε επτά γεγονότα-σταθμούς, για την μελετήσει στο χειρουργικό του τραπέζι, προσπαθώντας ενδεχομένως και ο ίδιος -μαζί με τους ήρωές του που παραδέρνουν αμφίθυμοι, άλλοτε διαυγείς και άλλοτε μπερδεμένοι, άλλοτε ηττημένοι και άλλοτε νικητές, ανάμεσα στις μυλόπετρες της Ιστορίας- για το τι σόι πράγμα είναι αυτή η αλλόκοτη χώρα που από τη μια τραγουδά περήφανα, συγκινημένη, το «God Save The Queen» του βρετανικού εθνικού ύμνου και από την άλλη, ροκάρει, τραγουδώντας με αυθάδεια το «God save the queen, The fascist regime» των Sex Pistols.
Στις 486 σελίδες του πιο μεστού του βιβλίου, ο Κόου, σκιαγραφεί το μεταπολεμικό πορτραίτο του «Διαιρεμένου Βασίλειου» που πλέει χωρίς ποτέ να χάνει το στυλ και το χιούμορ του σε μια θάλασσα από νίκες και ήττες, απογοητεύσεις και υποσχέσεις, οράματα και εφιάλτες, που το χτυπούν αλύπητα οι μεγάλες του ανισότητες, που στα θολά νερά του λαϊκισμού άλλοτε αντικρίζει την αίγλη μιας αλλοτινής μεγαλοπρέπειας η οποία ξεθωριάζει και άλλοτε σιχτιρίζει με την ίδια της διττή φύση που την κάνει πότε βασιλιά και πότε παλιάτσο.
Ο Κόου από τις πρώτες κιόλας σελίδες, σε μια συζήτηση ενός Αυστριακού, του Λούντβιχ, κι ενός Σκωτσέζου, του Μαρκ, λίγες μόλις εβδομάδες μετά το Brexit, δίνει το στίγμα ολόκληρου του βιβλίου: «Όπως γνωρίζεις, Μαρκ, είμαι αμετανόητα αγγλόφιλος. Πρωτοπήγα στο Λονδίνο το 1997, στο απόγειο της πανκ. Δεν μου άρεσε και τόσο πολύ αυτή η μουσική, όμως η στάση ζωής ήταν σαγηνευτική για έναν νεαρό που είχε μεγαλώσει στο Σάλτσμπουργκ, μια υπερβολικά συντηρητική πόλη, χωρίς τον παραμικρό αντικομφορμισμό, απ΄ όσο ήξερα τουλάχιστον. Θυμάμαι πως ήταν το Αργυρό Ιωβηλαίο της Βασίλισσας, και όλοι για ένα διάστημα τραγουδούσαν είτε τον εθνικό ύμνο ή το “God Save The Queen” των Sex Pistols. Το γεγονός αυτό, ότι είχατε ταυτόχρονα αυτά τα δύο τραγούδια στα χείλια σας, έδειχνε θαυμάσια τον εθνικό σας χαρακτήρα. Νομίζω πως τότε ήταν που είδα μια ταινία του Τζέιμς Μποντ, Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε, και άκουσα τις επευφημίες των θεατών όταν άνοιξε το αλεξίπτωτό του και εμφανίστηκε η σημαία της Μεγάλης Βρετανίας. Μα πόσο ακραία βρετανικό αυτό! Κολακεύονται και την ίδια στιγμή αυτοσαρκάζονται. Έμεινα στο Λονδίνο τρεις μήνες και κατέληξα ερωτευμένος με το καθετί που ανακάλυψα εκεί: τη βρετανική μουσική, τη βρετανική λογοτεχνία, τη βρετανική τηλεόραση, την αίσθηση του χιούμορ – μέχρι και το φαγητό άρχισε να μου αρέσει. Ένιωσα πως υπήρχε τέτοια ενέργεια και εφευρετικότητα σε αυτό το μέρος που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού στην Ευρώπη και ότι όλα αυτά γίνονταν χωρίς αλαζονεία, με αυτή την απίθανη ειρωνεία που είναι τόσο μοναδική στους Βρετανούς. Και τώρα, εκείνη η γενιά κάνει… τι; Ψηφίζει Brexit και Μπόρις Τζόνσον; Μα τι έχουν πάθει;».
Η αφήγηση χρονικά ξεκινά λίγο μετά το Brexit και λίγο πριν το πρώτο λοκντάουν, με την εγγονή της Μαίρης, της βασικής ηρωίδας του βιβλίου -χαρακτήρα που όπως αποκαλύπτει ο συγγραφέας βασίζεται στην ίδια του τη μητέρα που πέθανε από Covid19 στα μέσα του 2020. Η Μαίρη είναι μητέρα και γιαγιά, χήρα, πρώην καθηγήτρια φυσικής αγωγής που έχει μεγαλώσει στο Bournville, ένα ήρεμο προάστιο του Μπέρμιγχαμ το οποίο δημιουργήθηκε γύρω από τις εκτάσεις της βρετανικής σοκολατοποιίας Cadbury.

Η σοκολάτα αυτή όπως θα δούμε αποτελεί ένα έξυπνο αφηγηματικό σχήμα, το οποίο ο ευρηματικός Τζόναθαν Κόου χρησιμοποιεί για να μιλήσει για τις σχέσεις της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το εργοστάσιο της Cadbury, που είναι σύμβολο των παιδικών χρόνων της Μαίρης και της οικογένειάς της, τόσο των προγόνων όσο και των απογόνων της, παρήγαγε τη φημισμένη αγγλική σοκολάτα που έχει γίνει μήλον της έριδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τον περιβόητο «Πόλεμο της Σοκολάτας» που έλαβε χώρα από την πρώτη μέρα που η Βρετανία εντάχθηκε στην ΕΕ το 1973, μαζί με τη Δανία και την Ιρλανδία, όταν κάποιες χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία απαγόρευσαν στην Αγγλία να πουλά τις σοκολάτες της γιατί δεν παράγονταν μόνο από κακάο, αλλά και από φυτικό λίπος.
Ο αναγνώστης στην πορεία του βιβλίου, από το πρώτο μέχρι το έβδομο κεφάλαιο, θα παρακολουθήσει μέσα από μια γραμμική αφήγηση ολόκληρη την ζωή της Μαίρης, από τα έντεκά της χρόνια το 1945, την Ημέρα Νίκης της Ευρώπης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι το ξέσπασμα του κόβιντ το 2020, όταν η υπέροχη αυτή ηρωίδα θα πεθάνει νοσώντας αποκλεισμένη στο σπίτι της. Επτά στιγμές που είναι κομβικές για τη σύγχρονη «βρετανικότητα» (η Ημέρα Νίκης στην Ευρώπη, η Στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ Β΄, ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου με την Αγγλία να παίζει ενάντια στη Γερμανία, η ανακήρυξη του Καρόλου σε Πρίγκιπα της Ουαλίας, ο γάμος Καρόλου και Νταϊάνα, η κηδεία της Νταϊάνα και τέλος η 75η επέτειος της Ημέρας Νίκης στην Ευρώπη το 2020) γίνονται ο άξονας γύρω από την οποία ο Κόου αφηγείται την ιστορία της οικογένειας της Μαίρης: το φλερτ με έναν αριστερό νεαρό, ο γάμος της με έναν συντηρητικό άλλο νεαρό, τον Τζέφρι, που ο παππούς του καταγόταν από τη Γερμανία αλλά είχε παντρευτεί Αγγλίδα και ζούσε στο Μπέρμιγχαμ, τα τρία παιδιά τους που τα παρακολουθούμε να ενηλικιώνονται και να δημιουργούν τις δικές τους οικογένειες.

Το Brexit, ο ρατσισμός, οι ενδοοικογενειακές διαμάχες, η μοναξιά του κόβιντ και οι συνέπειες της κοινωνικής αποστασιοποίησης, ο γάμος και οι φθορές τους, οι λεπτές ισορροπίες μεταξύ διαφορετικής νοοτροπίας ανθρώπων που συγγενεύουν και αναγκάζονται να συνυπάρξουν, η θέση της Βρετανίας στον κόσμο και την Ευρώπη, ο Θατσερισμός και οι ανισότητες της σύγχρονης Αγγλίας, η σχέση λατρείας/μίσους των Βρετανών με το παλάτι, η βαθιά σύνδεση της μοναρχίας με την βρετανικότητα, ο διχασμός των Βρετανών πριν και μετά το δημοψήφισμα, η ομοφυλοφιλία και το outing στην οικογένεια, ο Πόλεμος της Σοκολάτας, το φαινόμενο Νταϊάνα, ο λαϊκισμός του Μπόρις Τζόνσον και άλλα πολλά θίγονται με καίριο τρόπο, καθώς οι ήρωες του Τζόναθαν Κόου βλέπουν τις ζωές τους να πλέουν μέσα στα ρευστά νερά της Ιστορίας: άλλοτε ήρεμα στα ατάραχα νερά μιας λίμνης και άλλοτε να παρασύρονται από τα αγριεμένα νερά μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας.
Το βιβλίο αυτό είναι όχι απλώς εφάμιλλο του εμβληματικού «Τι ωραίο πλιάτσικο!» που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου, αλλά πολύ πιο μεστό, πιο δεμένο, πιο συναισθηματικά ώριμο. Ο Κόου μεγαλώνοντας έχει βρει ξανά τη φόρμα του, δημιουργώντας μια αφήγηση που ρέει αβίαστα, που σου προσφέρει αναγνωστική ηδονή και ταυτόχρονα σε προβληματίζει χωρίς διδακτισμό, σε κάνει να γελάς με το υπέροχο χιούμορ του και σε συγκινεί.

Η σοκολάτα
Ε οπωσδήποτε Cudbury με αυτό το βιβλίο! Μου αρέσει πολύ με το τσάι η Starbar που είναι λεπτή φίνα και τσαχπίνα, με σοκολάτα απ΄ έξω και sexy καραμέλα από μέσα.

Μου αρέσει επίσης και η τραγανή Double Decker, που όπως λέει ο Κόου, είναι δίπατη σαν τα κόκκινα λεωφορεία του Λονδίνου.

Το soundtrack
Ανοίγουμε παράθυρα και πριν πάμε στο αγγλικό μπακάλικο του Χαλανδρίου για scones και shortbreads, έτσι, για την αναρχία, βάζουμε Sex Pistols: God Save The Queen / She ain’t no human being / There is no future / In England’s dreaming… Δεν μου αρέσει η πανκ. Και λάτρευα τη Βασίλισσα Ελισάβετ. Το ομολογώ, ήμουν πάντα ή της κλασικής μουσικής ή της φωταγωγημένης ποπ. Προτιμούσα τον Freddie Mercury, τον Elton John, τον George Michael, τον Robbie Williams. Aπό τις παραμάνες των Sex Pistols, μου άρεσαν πιο πολύ τα glam rock πούπουλα του David Bowie (πριν και -κυρίως- μετά τον Ziggy Stardust) ή τα Britpop κοκάλινα γυαλιά του Damon Albarn και του Jarvis Cocker. Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, να προσθέσω ότι μου άρεσε και η Kylie Minogue (και από όλες τις Μαντόνες μού άρεσε πιο πολύ αυτή που είχε ερωτευθεί τον Γκάι Ρίτσι και είχε μετακομίσει σε αγγλικό πύργο της βρετανικής αριστοκρατίας στην εξοχή, ταΐζοντας τις κότες με πλισέ φούστα και ελισαβετιανή ζακετούλα στο shooting της Βρετανικής Vogue).

Το μπακάλικο
Στο BR Food, το βρετανικό μπακάλικο του Χαλανδρίου, θα βρεις scones για το τσάι, κονσέρβες με baked beans, σοκολάτες Cadbury, shortbreads, βαζάκια με σως ταρτάρ για το Fish & Chips, πίτες του βοσκού, αλατισμένο βούτυρο, βολβούς, λουκάνικα μήλου, τσάγια, αγγλικές καραμέλες κ.ά.

Clotted cream δεν έχει. Το λέω για να μην κάνετε χαρούλες άδικα.
Info: Τζαβέλλα 27, Κάτω Χαλάνδρι, τηλ. 2130 246012 | brfoods.gr/shop/brfoods

Το roast beef
Σύντομα στο iefimerida θα ανεβάσω γαστρονομικό ρεπορτάζ σε φοβεrό (ψαγμένο) χασάπη που έχει το ωραιότερο μοσχαράκι με επικάλυψη πιπεριών για το κυριακάτικο roast beef. Eκεί θα έχω και τη σχετική συνταγή, αλλά και τα μυστικά τόσο για το σωστό ψήσιμο όσο και για να φτιάξετε την τέλεια gravy. Μέχρι τότε κάθε Κυριακή, ο Ιρλανδός φίλος μου Μάικλ, φτιάχνει στην αγαπημένη μου pub Molly Malone’s (Γιαννιτσοπούλου 8, Γλυφάδα, τηλ. 2108944247) ένα θεϊκό roast beef, με λεπτοκομμένες φέτες τρυφερού μοσχαριού και πουρέ που τον περιχύνεις με την gravy και πας στον παράδεισο.

Το μυστικό για την gravy
Ναι σιγά που θα καθόμαστε να βράζουμε κόκαλα μοσχαρίσια με το μεδούλι στο καζάνι, στα αχανή λιβάδια της Σκωτίας, παίζοντας με τις τάπες των βαρελιών του ουίσκι μέχρι να γίνει ο ζωμός. Κρατάμε τον ζωμό του κρέατος που ψήνουμε στο φούρνο και προσθέτουμε έναν κύβο Oxo για να γίνει χαμός! (Μια κλωτσιά και oxo από την πόρτα).

Η ταινία
Αποπειράθηκα να δω την ταινία Sid And Nancy στο Netflix, με την ερωτική ιστορία του μπασίστα των Sex Pistols, Sid Vicious, και μιας Αμερικανίδας γκρούπι της μπάντας, της Nancy Spungen, που τον Οκτώβριο του 1978 βρέθηκε νεκρή στο μπάνιο ενός δωματίου στο ξενοδοχείο Chelsea, έχοντας ένα θανατηφόρο τραύμα από μαχαίρι στην κοιλιά, ενώ ο μπασίστας ήταν σε αφασία. Ο Sid Vicious κατηγορήθηκε για τη δολοφονία, αλλά πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης προτού γίνει η δίκη. Τον Sid Vicious υποδύεται ο Γκάρι Όλντμαν που μου αρέσει πολύ, αλλά στη σκηνή που φτύνει κάτι baked beans που έτρωγε με το κουτάλι, πίνοντας σαμπάνια και σβουρίζοντας σαν υπερκινητική μαϊμού πάνω στον 70ies καναπέ, σαν να σιχάθηκα λίγο και αποφάσισα να δω ξανά το The Crown από την αρχή.
YΓ. Εννοείται ότι έχω φτιάξει λίστα «βρετανικότητας» με βιβλία λογοτεχνικά και ιστορικά που θα την ξεκοκαλίσω περιχαρής. Όταν δεν βρίσκουμε νόημα στα πράγματα, το δημιουργούμε εμείς. Βασικός κανόνας. Για το reader’s block, για τις σχέσεις, για τη ζωή.

