Κάθε ένας από εμάς έχει μια δική του Ιθάκη, έναν τόπο, μια συνήθεια, ένα χόμπι, ένα άθλημα, μια comfort zone, μια κατάσταση τέλος πάντων, στην οποία «επιστρέφει» από την πραγματικότητα για να επανεφεύρει τον εαυτό του, να ανασυνταχθεί για να αντιμετωπίσει τις μικρές ή μεγαλύτερες περιπέτειες της ζωής του.
H δική μου Ιθάκη είναι ο πρώτος καφές της μέρας στο σπίτι. Αυτή η μία ή οι δύο ώρες ησυχίας πριν πάω στο γραφείο, είναι ο διαλογισμός μου: με καυτό γαλλικό, κρουασάν βουτύρου και το βιβλίο μου.
Παλιότερα ξυπνούσα αργά, ίσα που προλάβαινα να κάνω ντους και έφευγα βιαστικά για τη δουλειά, όπου έπινα εκεί τον καφέ μου. Πριν χρόνια διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ Όμορφοι και Καταραμένοι (μτφρ. Ρένα Χάτχουτ, εκδ. Ερατώ) κόλλησα σε μια σκηνή που με έκανε να δω την καθημερινότητα αλλιώς: Ο ήρωας Άντονυ Πατς, ένας «εξεζητημένος νεαρός δανδής που είχε συσσωρεύσει μια μάλλον συγκινητική συλλογή από μεταξωτές πιτζάμες, ρόμπες μπροκάρ και γραβάτες» ζούσε ολομόναχος σε ένα ένα εντυπωσιακό διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη των αρχών του 20ου αιώνα. Κάθε πρωί, μεταξύ εννέα και έντεκα, ερχόταν στο σπίτι του ένας βαλές για να του ετοιμάσει το πρωινό και τα ρούχα που θα φορούσε στα ραντεβού του. Η τρυφηλή καθημερινότητα, αυτή η μικρή πρωινή συνήθεια του Άντονυ, με έκανε να ζηλέψω. Δεν είχα βεβαίως μπάτλερ ούτε βαλέ, το διαμέρισμά μου ήταν πολύ μικρό, αλλά είχα καφετιέρα, τσαγιέρες, πορσελάνες και σκαλιστά ασημένια μαχαιροπίρουνα που είχα κληρονομήσει από τη μητέρα μου, φρεσκοαλεσμένο καφέ, πολλά βιβλία, αρωματικά κεριά και ωραίες γκρι πιτζάμες. Το μόνο που μου έμενε ήταν να δημιουργήσω το χρόνο για μια μικρή πρωινή πολυτέλεια μέσα στη φορτωμένη καθημερινότητα. Η συνήθεια αυτή έγινε τρόπος ζωής και σιγά σιγά μετατράπηκε σε μια ιεροτελεστία που σπάει τη ρουτίνα και μου δίνει φοβερή ενέργεια, με αναζωογονεί, με ξεκουράζει, με κάνει να ξεκινώ τη μέρα μου με κέφι.
Παίρνω το πρωινό μου, άλλοτε στην πολυθρόνα μου πλάι στο παράθυρο για να βλέπω τον ουρανό, ή στο κρεβάτι μου. Διαβάζω το βιβλίο μου, βιβλιοεφημερίδες ή μελετώ για το Πανεπιστήμιο, ακούγοντας μουσική στο Τρίτο Πρόγραμμα ή στο iDagio -ένα καινούριο app μόνο για κλασική μουσική που έχω κατεβάσει στο κινητό μου.
Το φυσικό φως που τρυπώνει από τις λεπτές, σχεδόν διάφανες, κουρτίνες από λευκή γάζα, λούζει το αφράτο μου πάπλωμα και μου δημιουργεί μια υπέροχη αίσθηση ευεξίας.
Τις καθημερινές απολαμβάνω τον καφέ μου για μια/δυο ώρες. Τα weekend όμως αφήνω πάντα όλο το πρωί ελεύθερο, σηκώνομαι για να ετοιμάσω το πρωινό μου, επιστρέφω στο κρεβάτι και μένω εκεί όσο θέλω. Μεσάνυχτα όλη μέρα!
Διαβάζω στο φως. Με νανουρίζει. Αυτός είναι ο πιο γλυκός ύπνος, με τον ήλιο να σε ζεσταίνει και με αυτή την πολύτιμη αίσθηση ότι δεν χρειάζεται να βιαστείς, ότι έχεις όλο το χρόνο στη διάθεσή σου για να κάνεις απολύτως τίποτα. Ανεκτίμητο!
Το έχει γράψει υπέροχα ο Φερνάντο Πεσσόα στο Βιβλίο της Ανησυχίας: «Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου… Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό… Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;».
Το να αφήνεσαι κάποιες στιγμές και να μην κάνεις κάτι είναι ευεργετικό. Να ξυπνάς και να ακολουθείς το ρυθμό του σώματός σου, να παρακολουθείς την ανάσα σου, να χάνεσαι χωρίς πηγαίνεις πουθενά.
Αυτό το τίποτα είναι μια σπουδαία τέχνη που σου παίρνει χρόνια να την αποδεχτείς, να την επιβάλεις, να την σεβαστείς, να την κατακτήσεις… Η τέχνη της απόλυτης ηρεμίας.