Σήμερα μαγείρεψα εγώ: φρέσκα νιόκι πατάτας με χοιρινό και αμύγδαλα σε σάλτσα από Vinsanto Σαντορίνης και ρόδι. Εχθές, όσο o Hermes έκανε grooming, πήγαμε με τη Σοφία για ψώνια: Αγόρασα ένα νέο γυάλινο τριώροφο πλατό από το Ikea και μετά ξεχυθήκαμε στα γκουρμεδομπακάλικα για αγγλικά τυριά και ιταλικά αλλαντικά, γαριδοσαλάτα, ελιές ήρωες ελληνικούς, χούμους και αλατισμένα κράκερς.
Δεν με λες και πρώτο μπόι στη μαγειρική, αλλά όταν αποφασίσω να το κάνω το απολαμβάνω. Λατρεύω τις κουζίνες. Αυτές που έχουν ένα τραπέζι στο κέντρο και η ζωή κινείται γύρω του ενώ αυτό παραμένει στάσιμο, ένας βράχος όπου μπορείς να επιστρέφεις όσο μακριά κι αν πας. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η τεράστια φωτεινή κουζίνα, και όχι το σαλόνι, ήταν η καρδιά του σπιτιού· η οικογένεια και οι φίλοι συγκεντρωνόμασταν γύρω από το τραπέζι και συζητούσαμε, παίζαμε χαρτιά ή επιτραπέζια παιχνίδια, ενώ το φαγητό μαγειρευόταν. Ήταν σαν ομαδική ψυχοθεραπεία. Ένας τρόπος να χαλαρώσεις στο τέλος της μέρας. Θα έλεγα ότι ήμασταν μια οικογένεια του τραπεζιού και όχι του καναπέ. Αυτή την παράδοση τη σπάσαμε και εγώ και η αδερφή μου. Είναι ίσως πιο lounge η κουλτούρα της δικής μας γενιάς. Η αδερφή μου παρόλο που έχει κληρονομήσει την τεράστια κουζίνα του πατρικού μας σπιτιού, έχει με την οικογένεια της ως σημείο αναφοράς το σαλόνι. Το ίδιο κι εγώ. Αφενός η δική μου κουζίνα είναι πολύ μικρή και αφετέρου λόγω φύσης είμαι τεμπελόσκυλο, φτιαγμένος 60% από καναπέ και 40% από βιβλία. Το τραπέζι μου δεν είναι καν ξύλινο (από αυτά που έχουν σημάδια και λεκέδες από κρασί στην επιφάνειά τους για να σου θυμίζουν τις πιο ωραίες συζητήσεις που έγιναν γύρω από μια πιατέλα με ψητό αρνάκι με σκόρδο και δεντρολίβανο), είναι ένα ψυχρό minimal τραπέζι από μαύρο γυαλί, όπως και η κουζίνα μου με τα κρυστάλλινα μαύρα ντουλάπια και τους λευκούς πάγκους από corian. Καθαρίζονται και είναι λες και ξεχνιούνται όλα. Δεν μένουν ίχνη, δημιουργούν μια αίσθηση προσωρινότητας που «σε αφήνει να φεύγεις» όπως λέει και ένα ποίημα της Δημουλά. Όλα έχουν αυτό το δικό μου «κράτημα», μια εγγενή αποστασιοποίηση, ίσως μια δόση ψυχρότητας που όμως με ηρεμεί. Συχνά συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ονειρεύεται μια κουζίνα σαν της μητέρας μου: μεγάλη, λιτή με άδειους πάγκους που όμως έχουν κάτι κλασικό όχι μοντέρνο, πάντα καθαρή και φωτεινή, με νότιο προσανατολισμό, με πορσελάνες Βαυαρίας και σερβίτσια με αγγλικά ρόδα, με βάζα γεμάτα μπαχαρικά, με φυτά και μυρωδικά στο παράθυρο, με διάφανες αέρινες κουρτίνες που αφήνουν τον ήλιο να εισβάλλει στο εσωτερικό. Κι όμως αν έφτιαχνα ξανά ένα σπίτι θα επέλεγα μια minimal ψυχρή κουζίνα με inox και μάρμαρο, μαύρη όπως αυτή που έχω ή κατάλευκη χωρίς ίχνος χρώματος. Ο,τι κι αν ονειρεύεσαι δεν μπορείς να ξεφύγεις με τίποτα από τον εαυτό σου.
Η ΣΥΝΤΑΓΗ
Υλικά
– 400 γρ. χοιρινό ή φιλέτο κοτόπουλο κομμένο σε μπουκιές
– 250ml κρέμα γάλακτος light
– 1 πακέτο φρέσκα νιόκι πατάτας
– Μια χούφτα αμύγδαλα ωμά (ψύχα)
– Μισό ρόδι (σπόροι)
– Ελαιόλαδο
– Σκόρδο
– Κρασί Vinsanto Σαντορίνης
– Μανιτάρια ολόκληρα σε κονσέρβα
– Φρέσκο πιπέρι
– Αλάτι
– Τριμμένη παρμεζάνα
Εκτέλεση
Παίρνουμε το wok μας. Αν δεν εχουμε wok επειδή ίσως δεν αισθανόμασταν αρκετά οριεντάλ, παίρνουμε το τεφάλ μας. (Αν δεν έχετε και τεφάλ, λέει η Σοφία, παρατήστε τα όλα και βρείτε ένα καλό ντιλίβερι). Σωτάρουμε το κρέας στο wok και όταν ροδίσει ρίχνουμε λίγο σκόρδο (εγώ σκόνη, γιατί είμαι Νοσφεράτου και με δαιμονίζει το ωμό), αλάτι και φρέσκο πιπέρι. Σβήνουμε με κρασί Vinsanto (κατά βούληση) και μετά από λίγο ρίχνουμε την κρέμα γάλακτος, τα μανιτάρια και τα αμύγδαλα. Χαμηλώνουμε τη φωτιά και τα φώτα για ατμόσφαιρα και ανακατεύουμε συνεχώς μέχρι να ζαλιστεί η σάλτσα (χωρίς να ρίχνουμε κλεφτές ματιές στο βιβλίο μας διότι θα μας κολλήσουν όλα και θα τα πετάξουμε). Στο ενδιάμεσο αν δεν είμαστε multitaskers αναθέτουμε σε εξωτερικό συνεργάτη να πλύνει τα οικιακά σκεύη ώστε να μείνει σε κατάσταση μινιμαλισμού ο πάγκος, γιατί πάνω απ’ όλα είμαστε ψυχαναγκαστικοί. Στο τέλος ρίχνουμε το ρόδι, ανακατεύουμε ελαφρά για να μην κουραστεί και αποσύρουμε το wok από τη φωτιά. Παράλληλα έχουμε βράσει τα νιόκι σε νερό με θαλασσινό αλάτι για 5-6 λεπτά. Αφού τα σουρώσουμε ρίχνουμε απαλά τα νιόκι στο wok και κάνουμε πιρουέτες με μια ξύλινη σικ κουτάλα για να δέσει η χορογραφία. Σερβίρουμε σε ρηχό πιάτο και πίνουμε και δυο ποτήρια κρασί για να γίνει κέφι.
Η ΤΑΙΝΙΑ
Μετά το φαγητό -που ήταν νόστιμο αλλά όχι ιδιαιτέρως φωτογενές- πήραμε το κρασί μας στον καναπέ και είδαμε στο Νetflix το νέο φιλμ του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο Ιρλανδός» που αφηγείται τα γνωστά αγαπημένα θέματα του Τζέιμς Ελρόι: τη δράση της ιταλικής μαφίας στην μεταπολεμική Αμερική, μέσα από την ιστορία του εκτελεστή Φρανκ Σιράν, άνθρωπο της οικογένειας Μπαφαλίνο και του συνδικαλιστή Τζίμι Χόφα. Γράφτηκαν πολλά γι’ αυτή τη μεγάλη σε διάρκεια ταινία (ξεπερνά τις 3 ώρες) η οποία κυριολεκτικά με καθήλωσε. Οι λόγοι είναι πολλοί: Η φωτογραφία, ο ρεαλισμός του Σκορσέζε ο οποίος με μια νουάρ ποιητική διάθεση πάντα μου θυμίζει τους πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, τα παλιά μαύρα αυτοκίνητα του ’60, οι κοστουμαρισμένοι αλήτες, η ωμή βία της μαφίας, τα αμερικάνικα steak houses, τα φώτα νέον της Νέας Υόρκης, τα πιστολίδια στη μέση κεντρικών λεωφόρων, τα αδέρφια Κένεντι, η CIA, το FBI και ο Χούβερ… Τη λάτρεψα την ταινία! Απορώ με όσους τη βρήκαν βαρετή. Θα την έβλεπα ευχαρίστως και δεύτερη φορά, τόσο για την μοναδική αισθητική του Σκορσέζε όσο και για την ώριμη ερμηνεία κυρίως του Ρόμπερτ Ντε Νίρο.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Αν σας αρέσει η ταινία, διαβάστε (αν δεν το έχετε ήδη κάνει) τα ογκώδη μυθιστορήματα του Τζέιμς Ελρόι -Αμερικανικό Ταμπλόιντ, Αμερικανικό ταξίδι θανάτου και Το αίμα δεν σταματά ποτέ (όλα εκδ. Άγρα)-, που συνθέτουν την αριστουργηματική τριλογία Underworld USA. Τα βιβλία αυτά αφηγούνται τα ίδια γεγονότα, την ίδια κούρσα θανάτου του αμερικανικού υποκόσμου, όχι μέσα από την αμφιλεγόμενη κατά πολλούς οπτική του Φρανκ Σιράν, αλλά μέσα από τα μάτια τριών πρακτόρων του FBI.