
Καμιά φορά οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι μπορεί να γίνουν ένας ξένος τόπος, μια άγρια ερημιά που τρομάζουμε να διασχίσουμε, ένα άγνωστο μέρος που δεν τολμούμε να διαβούμε. Στο μυθιστόρημά του «Η μέρα χωρίς όνομα» ο πολυβραβευμένος Γερμανός Friedrich Ani (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg) σκιαγραφεί την άγονη γη που αφήνει πίσω της η αυτοκτονία ενός παιδιού. Αφηγείται την ιστορία μιας τραγικής οικογένειας στο Μόναχο που διαλύεται όταν η δεκαεπτάχρονη κόρη ενός αποξενωμένου ζευγαριού που ζει μετρημένα στα προάστια, αυτοκτονεί, αφήνοντας πίσω της την ανεπιβεβαίωτη φήμη ότι ο πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά. Η μητέρα αυτοκτονεί λίγο αργότερα και ο πατέρας ζει με τις ενοχές του για όσα έκανε ή δεν έκανε για να αποτρέψει το κακό. Είκοσι χρόνια μετά ο συνταξιούχος αστυνομικός που είχε ανακοινώσει στη μητέρα του κοριτσιού το θάνατό της κόρης της, ανοίγει ξανά την υπόθεση και αναζητά κατόπιν παράκλησης του πατέρα την αλήθεια πίσω από το τραγικό συμβάν που διέλυσε την οικογένειά του, αφάνισε το παιδί και τη γυναίκα του και καταδίκασε τον ίδιο σε μια ζωή χωρίς νόημα.
Τι συνέβη εκείνη τη μέρα χωρίς όνομα, στις 14 Φεβρουαρίου, που ο πατέρας σκίζει από το ημερολόγιο εδώ και είκοσι χρόνια γιατί δεν αντέχει ούτε να τη βλέπει τυπωμένη στο χαρτί; Πόση αλήθεια κρύβεται πίσω από τις φήμες εναντίον του; Τι συνέβη πραγματικά; Έχει δίκιο να πιστεύει ότι η κόρη του δολοφονήθηκε από έναν παντρεμένο παιδεραστή οδοντίατρο που ζούσε στη γειτονιά τους;
Το «Η μέρα χωρίς όνομα» είναι ένα χαμηλόφωνο βιβλίο με υψηλές στιγμές που αν και τυπικά εντάσσεται ως είδος στην αστυνομική λογοτεχνία είναι ένα πολύ δυνατό κοινωνικό μυθιστόρημα με συμπαγείς χαρακτήρες και ωραία γραφή. Ο Φρίντριχ Άνι είναι ένας συγγραφέας με τρυφερή ματιά που χειρίζεται ένα δύσκολο θέμα με λεπτότητα και ευαισθησία, χτίζοντας μια ιστορία η οποία κλιμακώνεται σταδιακά, δημιουργώντας στον αναγνώστη ένα αίσθημα ασφυξίας σαν να παρακολουθεί ένα δράμα να εκτυλίσσεται μπροστά του στη ημισκότεινη σκηνή ενός θεάτρου. Ένιωσα πολλές φορές διαβάζοντάς το σαν να παρακολουθώ Ίψεν σε κάποιο από τα μικρά αγαπημένα μου θέατρα στην Κυψέλη ή τη Μαυρομιχάλη, ακούγοντας τις ανάσες των ηρώων και τα βήματά τους ανάμεσα στις γραμμές. Παρακολουθώντας τις μαρτυρίες τους προσπαθούσα να ανιχνεύσω στο βλέμμα τους, σαν να τους έβλεπα μπροστά μου με σάρκα και οστά, κάποιο ίχνος ενοχής, κάποιο δισταγμό πίσω από τα λόγια τους, κάποια ανακρίβεια που ίσως οδηγούσε στην αλήθεια ή κάποιο ψέμα που προσπαθούσαν να αποκρύψουν για το φρικτό παρελθόν.
Στο βιβλίο όσα πρόσωπα περνούν, οι πρώην έφηβοι φίλοι της Έστερ που τώρα είναι κοντά στα σαράντα, ο πατέρα της, η αδερφή της μητέρας της, ο τότε εντεκάχρονος γείτονάς και φίλος της που τώρα πια είναι σεσημασμένος κακοποιός, είναι όλοι άνθρωποι διαλυμένοι από τις αποτυχίες της ζωής τους, που επιβιώνουν και περπατούν παραπατώντας χρόνια μετά την τραγωδία σαν να βγήκαν μόλις από τα συντρίμμια. Με βλέμμα θολό και σκόνη στο σακάκι, προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, να θυμηθούν, να καταλάβουν. Άνθρωποι που κάπου έφταιξαν και κάπου στο δρόμο χάθηκαν, πήραν τη λάθος στροφή και παρά το αδιέξοδο συνέχισαν να περπατούν γιατί έτσι ακριβώς είναι η ζωή. Ένας ατελείωτος δρόμος στρωμένος με αποφάσεις, μικρές ή μεγάλες, δεν έχει σημασία, που όμως σε ακολουθούν για πάντα, μέχρι τη στιγμή της κατάρρευσης ή της λύτρωσης, της καταδίκης ή της δικαίωσης.
Αυτός ο πατέρας που κοιτά από το παράθυρο της σοφίτας του το παρελθόν, αναζητώντας τις ευθύνες που του αναλογούν για την αυτοκτονία της κόρης και της γυναίκας του, είναι ένας τραγικός ήρωας με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης. Ένα πρόσωπο που όπως κι αν έχει θα είναι χαμένο, ηττημένο εξ’ αρχής είτε διέπραξε ύβρη είτε όχι, αφού το παρελθόν στο οποίο ζει είναι μη αναστρέψιμο, το κακό έγινε και δεν αλλάζει. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Βίντερ στον συνταξιούχο αστυνομικό «από τη μοναξιά δεν υπάρχει γυρισμός». Η κόρη του και η γυναίκα του τον καταδίκασαν για ένα έγκλημα που έκανε ή δεν έκανε κι εκείνος πλήρωσε έτσι κι αλλιώς με τη απέραντη μοναξιά του. Ένα ανθρώπινο ράκος που συνεχίζει να περπατά, από κεκτημένη ταχύτητα, μέχρι το σώμα του να σταματήσει να αντιστέκεται στην ακατανίκητη επιθυμία του να πέσει, να αφανιστεί, να επιστρέψει στο φως ή στο σκοτάδι.
Διαβάζοντας αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα συνειδητοποιείς ότι τελικά ακόμα και μια μόνο στιγμή είναι ικανή για να διαλύσει μια ολόκληρη ζωή. Ακόμα και μια μόνο στιγμή μπορεί να κινητοποιήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό αφανισμού. Για να συμβεί μια τραγωδία πολλές μικρές ήττες που δεν τις αντιλαμβάνεται κανείς εξαρχής ως τέτοιες έχουν προηγηθεί. Πολλά τουβλάκια έχουν πέσει σε ένα ντόμινο που οδηγεί στην τελική κατάρρευση, στο τέλος του παιχνιδιού.
























ΥΓ. Από το βιβλίο κρατώ μια φράση: «Η μοναξιά είναι σαν το οινόπνευμα, κάνει καλό, δεν τη χορταίνουμε· μεθάμε όλη την ώρα και νομίζουμε ότι είναι πολύ φυσιολογικό αυτό που κάνουμε. Μη μου πείτε ότι θεωρείτε αφύσικη τη μοναξιά σας. Είναι κάτι που το ζούμε – και μας αρέσει. Νομίζουμε πως είναι η ζωή, αλλά δεν είναι παρά το υπόγειο της ζωής».